Στα ταξίδια τους στα νησιά των Κυκλάδων ως ιχνηλάτες και περιηγητές της γαστρονοµικής παράδοσης, µε στόχο να διατηρήσουν ζωντανές τις µνήµες των νησιών όσο ακόµη υπάρχει χρόνος, οι Νανά Δαρειώτη, Θάλεια Τσιχλάκη και Ανδρέας Ν. Ανδρουλιδάκης συχνά συναντούσαν την καλοπροαίρετη δυσπιστία των ντόπιων: «Το νησί µας έχει µόνο τρεις συνταγές και δύο προϊόντα να δείξει, τι να σας πούµε;». Εκείνοι, ωστόσο, παλαίµαχοι δηµοσιογράφοι, οπαδοί του δόγµατος «ερεύνα και µη πίστευε», δεν πήραν ποτέ τοις µετρητοίς τα λόγια τους. Μίλησαν µε γέροντες σε γειτονιές, άνοιξαν σκονισµένα σεντούκια όπου βρήκαν κιτρινισµένες σηµειώσεις, ξεφύλλισαν ερµητικά κλειστά βιβλία και στο τέλος της εξερεύνησής τους βρέθηκαν να γεµίζουν τις 300 σελίδες του βιβλίου µε τίτλο «Του άνεµου και της αρµύρας: Προϊόντα και µαγειρικές των Κυκλάδων», οι οποίες, παρεµπιπτόντως, «άνετα θα µπορούσαν να ήταν 1.000 ή και περισσότερες».
Μια µύηση στην εµπειρία της κυκλαδίτικης ζωής µέσα από το φαγητό και µια εντυπωσιακή καταγραφή της πλούσιας γαστρονοµικής παράδοσης σε κάθε νησί των Κυκλάδων όπου, έκπληξη (µάλλον και για τους ίδιους τους ντόπιους), οι δέκα υποκατηγορίες –«Αρτοποιήµατα και ζυµαρικά», «Βότανα, µυρωδικά και άγρια χόρτα», «Γαλακτοκοµικά και τυριά», «Γλυκά», «Ελιές και ελαιόλαδο», «Καρποί, λαχανικά, όσπρια και φρούτα», «Μέλισσες και µέλι», «Κρασί και ποτά», «Χοιροσφάγια, αλλαντικά και κρέατα», «Ψάρια και θαλασσινά» –βρίθουν από (γνωστά και άγνωστα) παραδείγµατα, συχνά συγγενικά µεταξύ τους, αλλά σχεδόν πάντα αυτόνοµα. Από το τυρί µαλαθούνι της Τήνου (στην τοπική διάλεκτο το µικρό καλάθι από βούρλα), τη σιφναίικη «λωλή», µια γλυκιά κολοκυθόπιτα µε πολύ σουσάµι, το ζυµωτό ψωµί «ελένια» (µε κορωνέικες ελιές) από την Κίµωλο, έως τη «Μαλάκα», τη φρέσκια ανάλατη µυζήθρα από Αµοργό και Μικρές Κυκλάδες. Για να µην αναφέρουµε και τις λιγοστές, αλλά λαχταριστές συνταγές ανά νησί όπως τα σφουγγάτα Κύθνου (µπουκιές τηγανητού τυριού), το χοιρινό ρόστο και τον καλόγερο Νάξου (παραλλαγή του κλασικού παπουτσακίου) ή την µπραντάδα µπακαλιάρου από τη Σαντορίνη (υπ’ όψιν, δεν θα τη συναντήσουµε πουθενά αλλού στην Ελλάδα) και τις πίτες καλασούνες της Φολεγάνδρου. Εκτός από τον φιλοπερίεργο αναγνώστη, αυτό το βιβλίο «πρέπει να θεωρηθεί εργαλείο για τους εστιάτορες, τους µάγειρες, τους περιποιητές, τους παραγωγούς, τους µεταποιητές, τους εµπόρους, τους ξενοδόχους και όσους καταλαβαίνουν ότι οι επισκέπτες των νησιών µας πρέπει και θέλουν να έχουν µια ολοκληρωµένη «κυκλαδίτικη εµπειρία», µέρος της οποίας είναι και η γαστρονοµία», όπως γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Γιώργος Χατζηγιαννάκης, ιδιοκτήτης του εστιατορίου Σελήνη στη Σαντορίνη και βαθύς γνώστης της υψηλής γαστρονοµίας. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η συγκεκριµένη έκδοση υποστηρίζεται από το Επιµελητήριο Κυκλάδων, το οποίο στην προσπάθειά του να αναδείξει το συγκριτικό τουριστικό πλεονέκτηµα των πανέµορφων νησιών δηµιούργησε την Aegean Cuisine, «ένα δίκτυο µελών-επιχειρήσεων µε κοινούς στόχους και απώτερο σκοπό την πιο ολοκληρωµένη αιγαιοπελαγίτικη εµπειρία».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ