«Ομως, Μπραντ, αν πληρώσουμε λιγότερο, πώς θα ξέρουν οι φίλοι μας ότι είναι τέχνη;». Η κοπέλα του πίνακα στο ύφος του καλλιτέχνη της ποπ αρτ Ρόι Λιχτενστάιν έχει την απόγνωση στο βλέμμα της. Είναι η εικονογράφηση από το άρθρο «Δημοπρασίες τέχνης και χρηματιστήριο» του Χάρη Καμπουρίδη στα «Νέα» το 1988, ένα από τα άκρως ενδιαφέροντα, και λόγω διαχρονικότητας, τα οποία αποτελούν το αρχειακό υλικό στην έκθεση «Απαξία/Αξία/Υπεραξία: Μεταξύ «έργου» και «τέχνης»» (έως τις 25/06) στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης iset (Bαλαωρίτου 9Α).
«Το καλό έργο πουλάει επειδή είναι καλό ή επειδή είναι εμπορικό; Οταν η αγορά της τέχνης κλονίζεται, όπως σήμερα, με τα μουσεία να υπολειτουργούν και καλλιτέχνες να δυσκολεύονται να εκθέσουν, πώς καθορίζεται η αξία του έργου τέχνης και της καλλιτεχνικής εργασίας;» θα μπορούσε να συνοψιστεί το πολυδιάστατο σκεπτικό της επιμελήτριας Χάριτος Κανελλοπούλου. Οι καλλιτέχνες απαντούν με διαφορετικούς τρόπους. Η τσάντα Hermès από πευκοβελόνες τής Μάρθας Δημητροπούλου απεκδύεται την καταναλωτική της αξία και ενδύεται την καλλιτεχνική της υπόσταση, η βιντεοσκοπημένη performance του Θεόδωρου Ζαφειρόπουλου στο Μπέργκεν της Νορβηγίας τον δείχνει επάνω σε μία σχεδία να τραβάει κουπί, προσπαθώντας να διασχίσει ένα κανάλι όπου συνήθως επιπλέουν μόνο ογκώδη πλεούμενα, ένας άμεσος συμβολισμός για την πανίσχυρη αγορά και τον εκτοπισμό της αδύναμης μονάδας.

Ο Βασίλης Μπαλάσκας παρουσιάζει την καταγραφή της παρέμβασης στην πρόσοψη του Royal College of Art, με την ειρωνική κατάφαση «The market will save us», ενώ η Εφη Σπύρου με το τρίπτυχο «Storm bird and other animals» θέλει να χαρτογραφήσει την περίπου νομοτελειακή συνθήκη για έναν καλλιτέχνη σήμερα: να επανεφεύρει τον εαυτό του και να διαθέτει πολυεπίπεδη ταυτότητα, «προδιαγραφές» που αποτυπώνει στα «πρότυπα» φανταστικά βιογραφικά για τους μελλοντικούς καλλιτέχνες ο Βασίλης Βλασταράς. Στην εγκατάσταση «Ας σκαρφαλώσουμε» του Ανδρέα Σάββα, τρεις σκάλες με νομίσματα των εκατό δραχμών μένουν εγκλωβισμέvα για πάντα μέσα σε πλεξιγκλάς. Οταν έκανε το έργο το 2001, χρειαζόταν τις 250.000 δραχμές που περιέχονται σε αυτό, όμως αντί να τις εξαργυρώσει με την έλευση του ευρώ, προτίμησε να διατηρήσει το επιθυμητό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ