Κάποιος ξέρει έναν παντρεμένο άνδρα, έναν πατέρα δύο παιδιών που κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, αγόρασε ένα μοτέλ με 21 δωμάτια κάπου κοντά στο Ντένβερ. Εναν άνδρα που με τη βοήθεια της τότε γυναίκας του έκοψε ορθογώνιες τρύπες 40 εκατοστών στο ταβάνι σε 16 από τα δωμάτια. Επειτα, κάλυψε τις τρύπες με αλουμίνιο που έμοιαζε με γρίλιες εξαερισμού, αλλά στην πραγματικότητα ήταν τρύπες παρατήρησης. Ηταν τρύπες που του επέτρεπαν να γονατίζει στη σοφίτα πάνω από τα δωμάτια και να παρακολουθεί τη ζωή των ενοίκων του. Τους παρατηρούσε για 29 χρόνια, σκυμμένος από πάνω τους, με κομμένη την ανάσα, ενώ παράλληλα κρατούσε μια εξαντλητική και λεπτομερή καταγραφή των όσων έβλεπε και άκουγε. Ποτέ, όλα αυτά τα χρόνια, δεν τον έπιασε κανείς.
Η ιστορία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «The New Yorker» πριν από δέκα ημέρες ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών, συζητήσεων και αναζήτησης ευθυνών, ξεκίνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1980, στο σπίτι του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γκάι Ταλίζ στη Νέα Υόρκη. Ο Ταλίζ, 84 χρόνων σήμερα, είναι ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς δημοσιογράφους, ένας από τους πρωτοπόρους του κινήματος του «New Journalism», ένας γραφιάς που πίστευε στη λογική της παρατήρησης, στην άποψη πως αρκεί απλά να είσαι εκεί, να βλέπεις και να περιμένεις την κλιμάκωση, τη στιγμή που η μάσκα θα πέσει και η αλήθεια θα αποκαλυφθεί.
Ηταν τότε, 36 χρόνια πριν, που ο Ταλίζ άνοιξε ένα γράμμα που απευθυνόταν σε αυτόν και διάβασε μια ευγενική επιστολή που πάνω κάτω έλεγε: «Διάβασα ένα πρόσφατο άρθρο σας για τη σεξουαλική απελευθέρωση στην Αμερική και νιώθω πως έχω σημαντικές πληροφορίες να μοιραστώ μαζί σας. Εχω ένα μοτέλ το οποίο αγόρασα για να ικανοποιήσω τις ηδονοβλεπτικές μου τάσεις, αλλά και το ενδιαφέρον μου για το πώς οι άνθρωποι διεξάγουν τη ζωή τους, τόσο κοινωνικά όσο και σεξουαλικά. Το έκανα ξεκάθαρα για την απεριόριστη περιέργειά μου για τους ανθρώπους και όχι απλά ως ένας διαταραγμένος ηδονοβλεψίας». Ο συντάκτης του γράμματος, αφού ξεκαθάριζε πως έχει μια εξαντλητική λίστα με τις ανθρώπινες δραστηριότητες που παρακολούθησε, εξήγησε την επιστημονική του προσέγγιση: «Εχω σημειώσει ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία για κάθε κατηγορία. Τι ειπώθηκε. Τι έγινε. Τα ατομικά χαρακτηριστικά τους. Την ηλικία και τον σωματότυπό τους. Την καταγωγή τους και τη σεξουαλική τους συμπεριφορά».
Εξηγούσε πως έχει παρατηρήσει τους πάντες: Τον επιχειρηματία που παίρνει τη γραμματέα του στο μοτέλ για ένα ιδρωμένο lunch break. Τα παντρεμένα ζευγάρια που ταξιδεύουν από Πολιτεία σε Πολιτεία. Τα ζευγάρια που δεν έχουν παντρευτεί ακόμη –που δεν θα παντρευτούν ποτέ. Τους συζύγους που απατούν τις συζύγους τους και αντίστροφα. Τους ομοφυλόφιλους –που αυξάνονταν ραγδαία μετά τη δεκαετία του ’70. «Εχω δει τα περισσότερα ανθρώπινα συναισθήματα. Το χιούμορ, την τραγωδία, το πάθος, τη λύπη, τη βαρεμάρα» έγραψε στον Ταλίζ. «Ο κύριος στόχος μου είναι κάποια στιγμή να δώσω στη δημοσιότητα την έρευνά μου. Αλλά όχι ακόμη».
Για έναν άνθρωπο όπως ο Ταλίζ, ο οποίος πίστευε βαθιά πως οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι ανήσυχοι ηδονοβλεψίες που βλέπουν με ευχαρίστηση τις ατέλειες του κόσμου, των ανθρώπων και των τόπων, η ευκαιρία ήταν μοναδική. Είχε γράψει ήδη ένα βιβλίο για τη σεξουαλική απελευθέρωση στην Αμερική, είχε δει και αυτός το «Ψυχώ» και όλα όσα συνέβαιναν στο μοτέλ του Νόρμαν Μπέιτς, ήταν ένας ακούραστος μελετητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ένας περίεργος τύπος με ταλέντο στις ιστορίες.
Γι’ αυτό πήρε ένα αεροπλάνο και πέταξε μέχρι το Κολοράντο. Η συνάντηση των δύο ανδρών έγινε στον ιμάντα αποσκευών. Ο ιδιοκτήτης του μοτέλ τού έδωσε το δεξί χέρι και του συστήθηκε: «Με λένε Τζέραλντ Φους». Με το αριστερό τού έδωσε ένα χαρτί, ένα συμβόλαιο εμπιστευτικότητας που ο Ταλίζ έπρεπε να υπογράψει. Το υπέγραψε.
Ο Φους ήταν ένας κανονικός άνθρωπος κοντά στα 45. Φορούσε γυαλιά, ήταν προσεγμένος στην εμφάνισή του, έμοιαζε με ασφαλιστή, ήταν ελαφρά υπέρβαρος. Και υπερβολικά ομιλητικός. Στον δρόμο για το μοτέλ τού είπε την ιστορία της ζωής του.
Του εξήγησε πως η σύζυγός του Ντόνα ξέρει τα πάντα για το μοτέλ του. Τη γνώρισε στο γυμνάσιο, 65 μίλια έξω από το Ντένβερ. Του είπε πως μεγάλωσε με τους βιοπαλαιστές γερμανοαμερικανούς γονείς του σε μια φάρμα. Πως ήταν δύο ζεστοί, ευγενικοί άνθρωποι που μιλούσαν για τα πάντα με τα παιδιά τους «εκτός από το σεξ». Υποστήριξε πως ήταν πολύ περίεργος –«μεγαλώνοντας με τόσα ζώα φάρμας, πώς να μην αναρωτηθείς για το σεξ;» –και πως η μοναξιά και η ομερτά σχετικά με τη γενετήσια πράξη τον οδήγησαν στην ηδονοβλεψία.
Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ μακριά για να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Οταν ήταν μικρός, η θεία του, η αδελφή της μητέρας του Κάθριν, μια κοπέλα 24 χρόνων, συνήθιζε να κυκλοφορεί κάθε απόγευμα γυμνή μέσα στο σπίτι της, φροντίζοντας τις μινιατούρες της από πορσελάνη. Ο άνδρας της έπινε πολύ, δεν ενδιαφερόταν για αυτήν, αλλά μια μέρα «τους είδα να κάνουν σεξ» διηγήθηκε ο Φους οδηγώντας προς το μοτέλ, «με έκανε να νιώσω άσχημα, σαν να παίρνουν κάτι δικό μου». Του είπε πως κατετάγη στο Ναυτικό ενώ ήταν ακόμη παρθένος. Πως γνώρισε τον έρωτα στα λιμάνια της Μεσογείου, όπου σταματούσε ο αμερικανικός στόλος. Του είπε ότι παντρεύτηκε την Ντόνα και πως σύντομα αντιλήφθηκε ότι η σεξουαλική του ζωή ήταν πλήρης μόνο όσο παρακολουθούσε άλλους, κάτι που η νοσοκόμα σύζυγός του δεχόταν μάλλον «γιατί στη δουλειά της έχει δει τόσο πόνο, που τίποτα δεν της κάνει εντύπωση». Και καθώς έστριβαν προς το μοτέλ Manor House, παρατήρησε πως το «No Vacancy», το σήμα που ενημέρωνε πως το ξενοδοχείο ήταν γεμάτο, ήταν αναμμένο. «Μην ανησυχείς, θα σε βάλω σε ένα από τα δωμάτια εκτός παρακολούθησης» του είπε.
Κάποια στιγμή, πριν αρχίσει η επίδειξη του μοτέλ, έπρεπε να δοθούν και εξηγήσεις ηθικής. Ο άνθρωπος που είχε κατασκευάσει τον τέλειο μηχανισμό παρακολούθησης (στην αρχή είχε σκεφτεί να βάλει καθρέφτες, αλλά προτίμησε το αλουμίνιο ως λιγότερο ύποπτο) δεν ένιωθε ένοχος για κατασκοπεία; Δεν είχε τύψεις; Ο Φους παραδέχθηκε πως ένιωθε έναν διαρκή φόβο πως θα τον πιάσουν, αλλά είχε χτίσει μια λογική πίσω από την οποία είχε οχυρωθεί, μια παράλογη λογική που κατέληγε πως «ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει στα όρια της ιδιοκτησίας μου. Οι επισκέπτες αγνοούν την ηδονοβλεψία μου και δεν επηρεάζονται απ’ αυτό. Εν ολίγοις, δεν υπάρχει καμία παραβίαση ιδιωτικής ζωής, αν κανείς δεν διαμαρτύρεται».
Το δωμάτιο 6 και η γραβάτα


Εκείνη την ημέρα του 1980 ο Φους ξενάγησε τον δημοσιογράφο στη σοφίτα πάνω από τα δωμάτια. Εκεί όπου είχε πρόσβαση μέσω της ορθογώνιας τρύπας σε οτιδήποτε συνέβαινε στα 16 δωμάτια που φρόντιζε νωρίτερα να εγκαθιστά τα ζευγάρια άξια παρατήρησης. Υπήρχαν και ορισμένα άλλα εκτός ραντάρ, όπου τοποθετούνταν οι μοναχικοί, οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά.
Στο δωμάτιο 6 εκείνη την ημέρα ήταν ένα ελκυστικό νεαρό ζευγάρι που είχε έρθει για σκι στο Κολοράντο. Σκυμμένοι και οι δύο πάνω από την τρύπα του δωματίου 6 είδαν το ζευγάρι γυμνό να κάνει σεξ στο κρεβάτι του. «Παρατήρησα σιωπηλός για λίγες στιγμές» γράφει ο Ταλίζ και μετά γύρισα προς τον Φους που μου έκανε το σήμα της νίκης. Καθώς έσκυψε λίγο ακόμα για να υποκύψει στα χειρότερα ένστικτα της φύσης του, ο Ταλίζ δεν πρόσεξε πως η γραβάτα του βγήκε από τον ψεύτικο φεγγίτη και κρεμόταν για λίγα κρίσιμα δευτερόλεπτα πάνω από το κεφάλι της κοπέλας. Ο άνδρας είχε κλειστά τα μάτια του. Ο ιδιοκτήτης του μοτέλ τον τράβηξε από τον σβέρκο και τον κοίταξε αυστηρά. «Πρέπει να μη φοράς γραβάτα» του είπε καθώς τον οδηγούσε προς το δωμάτιό του φανερά εκνευρισμένος.
Η ιστορία θα τελείωνε εκεί, μια στιγμή ανδρικής ταπεινής συνωμοσίας μεταξύ ενός διαταραγμένου ατόμου και ενός περίεργου δημοσιογράφου, αν λίγες εβδομάδες αργότερα ο Ταλίζ δεν δεχόταν ταχυδρομικά τις λεπτομερείς σημειώσεις του Φους. Αυτές που ξεκινούσαν από το 1966 και εκτείνονταν σε σχεδόν δύο δεκαετίες ηδονοβλεπτικής αλλά και ανθρωπολογικής παρατήρησης.
Ο τρόπος γραφής του ήταν ανατριχιαστικός: «Θέμα#1: Κύριος και κυρία W από το Νότιο Κολοράντο. Περιγραφή: Ανδρας περίπου 35 ετών, λευκός, ύψος 1,80 μ. Γυναίκα 35 ετών, ευχάριστα παχουλή, σκούρα μαλλιά. Πιθανότατα απόφοιτοι κολεγίου. Δραστηριότητα: Δωμάτιο#10: Είχα αγωνία για την πρώτη παρατήρησή μου. Ενιωθα μια τεράστια δύναμη και ικανοποίηση για το επίτευγμά μου. Είχα καταφέρει κάτι που όλοι οι άνδρες είχαν μόνο ονειρευτεί. Η σκέψη της ανωτερότητας κατέβαλε το μυαλό μου. Κοίταξα κάτω από το σύστημα εξαερισμού και είδα πως όλο το δωμάτιο ήταν ορατό, μαζί με το μπάνιο. Το ζευγάρι ήταν τέλειο για παρατήρηση. Η σύζυγος κάθισε μπροστά στον καθρέφτη και πρόσεξε πως τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Η βραδιά ήταν βαρετή μέχρι τις 8.30, όταν γδύθηκε αποκαλύπτοντας ένα όμορφο, ελαφρώς παχουλό αλλά ελκυστικό σώμα. Κάθισε δίπλα στον άντρα της και άρχισαν να καπνίζουν σιωπηλοί. Λίγη ώρα μετά, φιλήθηκαν και χωρίς ερωτικά παιχνίδια σε 5 λεπτά ολοκλήρωσαν την πράξη. Μόνο ο σύζυγος είχε οργασμό. Συμπέρασμα: Δεν είναι ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Δεν ενδιαφέρεται για τη σύζυγό του, δεν θα ευτυχήσουν».
Η συνέχεια των παρατηρήσεών του είναι εξαντλητική. Και σε ορισμένες στιγμές, μέσα στην παράνοια του μυαλού του, σχεδόν ανεκδοτολογική. Οπως την παρόρμησή του να φωνάξει «Ντροπή σου» σε έναν πελάτη που έτρωγε μπέργκερ και σκούπιζε τα χέρια του στα σεντόνια, με αποτέλεσμα ο πρώτος να ψάχνει από πού ακούστηκε η φωνή. Οπως τη στιγμή που αποφάσισε να πάει έξω από το δωμάτιο που παρακολουθούσε και να αφήσει το αυτοκίνητό του με αναμμένα τα φώτα γιατί το ζευγάρι απολάμβανε το σεξ στα σκοτεινά.
Σύντομα, το μυαλό του ηδονοβλεψία φαίνεται να καταβάλλεται από κάποιο θεϊκό σύνδρομο. Παρατηρώντας σιωπηλός τόσους ανθρώπους για τόσα χρόνια, νιώθει σαν κάποιος σοφός παρατηρητής: Γράφει το 1982: «Βλέπω πως οι περισσότεροι ταξιδιώτες είναι δυστυχισμένοι. Μιλάνε όλη την ώρα για τα λεφτά τους και τις δουλειές τους. Μιλάνε για τις αντιθέσεις τους, τσακώνονται. Οι διακοπές βγάζουν στην επιφάνεια όλα τα άγχη τους. Δεν έχουν σχέση οι δημόσιες εμφανίσεις τους με την ιδιωτική τους ζωή. Η ιδιωτική τους ζωή είναι μια κόλαση. Αν κάποια στιγμή ερχόταν στο φως όλη η δυστυχία του κόσμου ταυτόχρονα και εντελώς τυχαία, τότε θα είχαμε μαζικές δολοφονίες και γενοκτονίες. Ο κόσμος θα άλλαζε πραγματικά, αν όλοι είχαν την ευκαιρία να γίνουν παρατηρητές όπως εγώ, έστω και για μια μέρα».
Η παρατήρησή του είναι αρρωστημένα εξαντλητική. Γράφει λεπτομερώς για το πρώτο τρίο που είδε από κοντά: «Οταν τελείωσαν, έκατσαν στο κρεβάτι γυμνοί και συζητούσαν για ηλεκτρικές σκούπες. Ηταν υπάλληλοι της ίδιας εταιρείας». Για την ηλικιωμένη χήρα που έβαλε τα κλάματα μόλις έφυγε ο ζιγκολό της. Εκλογικεύει την παράνοιά του με τη λογική πως κάνει αυτό που οι άλλοι δεν τόλμησαν, γράφει κάποια στιγμή πως οι άντρες θέλουν να παρατηρούν, γι’ αυτό ξοδεύουν χρήματα στις ερωτικές ταινίες, και οι γυναίκες θέλουν να τις παρατηρούν, γι’ αυτό ξοδεύουν χρήματα σε καλλυντικά και ρούχα.
Σταδιακά, φαίνεται να κυλάει στον πεσιμισμό: «Καθώς η παρατήρηση των ανθρώπων φτάνει στο πέμπτο έτος της, αρχίζω να γίνομαι εξαιρετικά απαισιόδοξος σχετικά με το πού οδεύει η ανθρωπότητα, και αισθάνομαι και ο ίδιος να γίνομαι όλο και πιο μελαγχολικός, όσο αντιλαμβάνομαι τη ματαιότητα των πάντων». Και όσο βουλιάζει στον πεσιμισμό, καταφεύγει στην ασφάλεια των αριθμών. «Το 12% των ζευγαριών έκανε σεξ παραπάνω από μία φορά το ίδιο βράδυ. Το 62% είχε «μέτρια» σεξουαλική δραστηριότητα. Το 22% είχε «χαμηλή» σεξουαλική δραστηριότητα. Το 3% δεν έκανε καθόλου σεξ ή δεν είχε καμία ερωτική επαφή. Το διαφυλετικό σεξ ήταν ελάχιστο πριν από το 1973. Από το ’80 και μετά, έφτασε στο 25% των συνολικών επαφών».
Ο φόνος


Καθώς τα χρόνια περνούσαν γινόταν όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη του για αναγνώριση. Θεωρούσε τον εαυτό του –για τον οποίο μιλούσε σε τρίτο πρόσωπο πια –μελετητή ανώτερο του Ινστιτούτου Κίνσεϊ, θεωρούσε πως η ωμή παρατήρησή του ήταν μοναδική.
Δεν σταμάτησε ακόμη και όταν είδε έναν φόνο. Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα βράδυ παρατήρησε πως οι ένοικοι του δωματίου 10 ήταν ένας έμπορος ναρκωτικών και η κοπέλα του. Εκνευρισμένος –καθότι συντηρητικός και αντίθετος με τα ναρκωτικά, με τη σιγουριά της κρυφής παρατήρησής του· ένας μικρός θεός στη σοφίτα –εκμεταλλεύτηκε την απουσία τους για να κλέψει και να καταστρέψει τα ναρκωτικά. Οταν επέστρεψαν, ο άνθρωπος στο δωμάτιο 10 κατηγόρησε τη φίλη του για την κλοπή των ναρκωτικών. «Το αρσενικό άρπαξε το θηλυκό από τον λαιμό και το έσφιγγε μέχρι που έπεσε αναίσθητο στο πάτωμα. Εφυγε τρέχοντας. Ο παρατηρητής (σ.σ.: έτσι περιέγραφε τον εαυτό του) είδε πως το θηλυκό εξακολουθούσε να αναπνέει και έφυγε από την περιοχή της παρατήρησης». Την επόμενη ημέρα, όμως, ενημερώθηκε από τις κραυγές της καθαρίστριας ότι υπήρχε ένα πτώμα στο δωμάτιο 10. Οταν ήρθε η αστυνομία, έδωσε ό,τι στοιχείο είχε –εκτός φυσικά από το ότι παρακολούθησε τη δολοφονία. Ο δράστης δεν βρέθηκε ποτέ.
Το 1995, ο Φους πούλησε το μοτέλ, το οποίο πριν από λίγα χρόνια κατεδαφίστηκε. Γνωρίζοντας πως οι παρανομίες του έχουν παραγραφεί και σίγουρος πως έχει επιτελέσει κάποιο ασαφές επιστημονικό έργο, το 2013, σε ηλικία 78 ετών, έδωσε τη συγκατάθεσή του στον δημοσιογράφο να γράψει την ιστορία του –ενώ ετοιμάζεται και ένα βιβλίο από το οποίο θα εισπράξει δικαιώματα. Η κουβέντα στην Αμερική έχει φουντώσει. Είχε δικαίωμα ο Ταλίζ να κρύψει τόσα χρόνια την ιστορία; Είναι νόμιμο, αλλά είναι ηθικό να μη μιλήσει και να μην καταγγείλει όσα ήξερε; Ποιος είναι ο ρόλος του Τύπου; Και τι απέγινε ο δολοφόνος της κοπέλας;
Λίγες εβδομάδες πριν από τη δημοσίευση, ο Ταλίζ, μαζί με τον Φους και τη δεύτερη σύζυγό του –και αυτή ήταν ενήμερη και συνένοχος της παρατήρησης, όταν πήρε τη θέση της Ντόνα που πέθανε πριν από είκοσι χρόνια –πήγαν στο κατεδαφισμένο μοτέλ για αυτοψία. Επειτα από μια μελαγχολική περιήγηση στο μέρος που σκόρπισε τη ζωή του, ο Φους γύρισε στην πειθήνια σύζυγό του και της είπε: «Πάμε να φύγουμε. Εχω δει αρκετά».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ