Με ξύπνησε η μελωδία των νεοσσών των χελιδονιών που έχουν τη φωλιά τους στο μπαλκόνι μου, στο παράλιο ξενοδοχείο Princess, στη Λάρνακα. Αυτή η υποσημείωση χρωματίζει όλη την ατμόσφαιρα του ταξιδιού μου στην Κύπρο. Η άνοιξη είναι εδώ, λοιπόν, στην αναστατωμένη και πάλι Eγγύς Ανατολή. «Ηταν ωραία όλα αυτά, μια περιδιάβαση».
Η ορατή γαλήνη, του καιρού και όχι των καιρών, απλώνεται πέρα από την αναστάτωση των χελιδονιών, προς τα εκεί από όπου εκπορεύτηκε το πρώτο ταξίδι του Γιώργου Σεφέρη στην ενάλια Κύπρο. Πριν θα σημειώνει στο μπλοκάκι του: «Στου Runciman· βιαστικά αποχαιρετιστήρια· φεύγει και αυτός για την Αμερική. Στο νέο σπίτι του λίγοι φίλοι στο πόδι. Τύπος απ’ αυτούς που χάνουνται. Μπορεί να κάνει ένα μακρινό ταξίδι, και όταν ρωτήσεις τι έφερε πίσω, να σ’ απαντήσει: λίγες υποσημειώσεις».
Οι υποσημειώσεις, λοιπόν, των ταξιδιών, όπως γράφτηκαν επιτόπου στο μπλοκάκι μου. Αρπάγματα τόπων και τοπίων, όπως το σκίτσο ή η ακουαρέλα των ζωγράφων, μια περιδιάβαση:
«Ταξιδεύοντας εξερευνούμε φυσικά τοπία, αλλά ουσιαστικά εξερευνούμε ανθρώπινα. Ψάχνουμε τον άνθρωπο, ψαχνόμαστε. Oταν επισκεπτόμαστε έναν τόπο, επισκεπτόμαστε τον εαυτό μας. Ο Τζον Στάινμπεκ έγραφε: «Eνα ταξίδι είναι από μόνο του σαν ένα πρόσωπο που κανένα δεν μοιάζει μ’ ένα άλλο. Υστερα από καιρό βλέπουμε πως εμείς δεν πάμε ταξίδι, το ταξίδι μάς πάει»».
«Απίθανη διαδρομή μέσα στο δάσος από τον παλιό δρόμο Ταξιάρχης – Αρναία, στη Χαλκιδική. Ονειρική αγκαλιά οι οξιές, οι δρύες, οι καστανιές, με ξέφωτα ωραίας θέας».
«Η Σχοινούσα είναι τόσο μικρή, που από τους δύο λόφους με τους ανεμόμυλους στην κορυφή, η θέα της χωρά στα μάτια σου. Εδώ και λίγες ημέρες μια μικρή «Χαρά» ήρθε στο μικρό νησί. Η Λίλα κατέβηκε από τις κορφές του Καρπενησιού για να ανοίξει το παλιό καφενείο στον γενέθλιο τόπο της γιαγιάς της και οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι κάνουν πραγματικά χαρές. Το καφενείο έχει όλα τα χαρακτηριστικά της Σχοινούσας. Γαλάζιο, μικρό και καλόγουστο. Εκατόν πενήντα κάτοικοι τον χειμώνα, αλλά το νησί είναι όλο ζωντάνια και νεανικότητα».
«Η Ικαρία κερδίζει τη ζωντάνια και τη νεανικότητα επιδιώκοντας την αυτάρκεια. «Παλεύω με τα αγριόχορτα» μας λέει ο Λευτέρης Τρικεριώτης. «Εχω ανάγκη να βρίσκω έξω στη φύση ένα μέρος της τροφής μου και να έχω κάποια αυτάρκεια. Επανεκτιμάμε την ποιότητα της ζωής με την ποιότητα της τροφής». Αυτή είναι βασική συνιστώσα της προσωπικότητας και του χαρακτήρα της Ικαρίας. Την ψυχανεμίζεται ο επισκέπτης, αλλά δεν τη βλέπει. Πρέπει να αφήσει το αυτοκίνητο και να την αναζητήσει στα σοκάκια ανάμεσα στα αγροκτήματα. Κι όταν τη βρει, θα καταλάβει ότι η περίφημη μακροζωία των ανθρώπων στην Ικαρία είναι συνυφασμένη με την ολιγάρκεια και το γλέντι που καταλήγει το ξημέρωμα στον περίπλοκο ικαριώτικο χορό».
«Στη γειτονιά της Ικαρίας, η παραλία του Πετροκοπιού στους πολυσχιδείς Φούρνους με το βυζαντινό λατομείο, είναι σπαρμένη βότσαλα, κολόνες, θρούμπι και θυμάρι».
«Το καλοκαίρι αποτραβιέται όπως το κύμα από τα βότσαλα. Με ένα τραγούδι».
«Το είπε κι αυτό ο παππούς Νίκος Καζαντζάκης: «Κάθε άρτιος ταξιδευτής δημιουργεί πάντα τη χώρα που ταξιδεύει»».
«Συμβαίνει συχνά στο Λιβυκό πέλαγος, οι δέσμες αχτίδων του ήλιου να διαπερνούν τα σύννεφα και να χαϊδεύουν τη θάλασσα, σαν φωτεινά πλοκάμια μυθικού χταποδιού. Τα βλέπεις από τους δρόμους των τραγουδιών των Λευκών Ορέων».
«Ενα από τα μικρά θαύματα της ελληνικής διατροφικής παράδοσης είναι η ελαϊκή, αυτό το τόσο ιδιαίτερο τυρί που ετοιμάζεται μόνο στην Κάσο. Ξερή μυζήθρα «ψημένη» μέσα σε αγνό βούτυρο. Και η σιτάκα, η κρέμα του αφυδατωμένου γάλακτος, υπάρχει μόνον εδώ. Πουθενά αλλού. Δύο μοναδικά τυριά επάνω σε έναν βράχο με λιγοστά χόρτα της άνοιξης, καταμεσής της θάλασσας. Δεν είναι θαύμα;».
«»Τα απλά πράγματα είναι που ενώνουν τους ανθρώπους» μου είπε ο καθηγητής Βασίλης Λαμπρινουδάκης έπειτα από μια ξενάγηση στον Ναό της Δήμητρας στον Γύρουλα, μπροστά στο στρωμένο τραπέζι στο μητάτο του Γιάννη Κάγκανη στα Πλατάνια, στην ενδοχώρα της Νάξου, στη σκιά του Ζα.

Ο πολιτισμός της καθημερινής ζωής σε όλο του το μεγαλείο».

«Η μοίρα του Καρπάθιου πελάγους είναι αποτυπωμένη πάνω στη Μοίρα, το ερημονήσι απέναντι σε ένα από τα ακρογιάλια του Αφιάρτη της Ανεμόεσσας Καρπάθου. Εκεί οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα θεμέλια μιας αγροικίας και έσπαγαν το κεφάλι τους να μαντέψουν τι γύρευε ένα κτίσμα πάνω στο νησάκι. Μέχρι που είδαν έναν παράκτιο ψαρά να αράζει τη βάρκα του, να βγαίνει έξω με ένα κουτάλι και ένα καλάθι και να αρχίζει να μαζεύει το αλάτι. Την εποχή του βασιλιά Μίνωα ήταν λευκό χρυσάφι, όχι επειδή απλώς νοστίμευε τα φαγητά, αλλά κυρίως επειδή τα συντηρούσε, μαζί με τη δυνατότητα μεγάλων πλόων. Το αλάτι έθρεψε τη θρυλούμενη θαλασσοκρατορία του Μίνωα και τα μεγάλα ταξίδια».
«Είπε ο Ντάνιελ Εγκνέους, σουηδός εικαστικός καλλιτέχνης: «Κάθε καινούργια πόλη είναι μια νέα έμπνευση. Αλλά είμαι πάντοτε περαστικός. Αυτό ίσως ακούγεται μελαγχολικό για κάποιους, αλλά για μένα είναι υπέροχο, γιατί όλα με εκπλήσσουν και με συναρπάζουν σαν να είναι η πρώτη φορά»».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ