Ενα πράγμα φοβόταν η Μελίνα –μην τύχει και την ξεχάσουμε. Δεν φοβήθηκε τον καρκίνο, δεν φοβήθηκε τον θάνατο, δεν φοβήθηκε στη ζωή της τίποτε και κανέναν. Ενα την ανησυχούσε: ότι άμα φύγει από κοντά μας, η αγάπη μας θα εξατμιστεί και η μνήμη θα φυλλορροήσει. Σήμερα, 6 Μαρτίου του 2016, κλείνουν 22 χρόνια από την ημέρα που βγήκε από το σώμα της αυτή η φωτεινή και λαμπερή ενέργεια που έζησε ενσαρκωμένη σ’ εκείνο το διάσημο κορμί, τη μορφή, την εικόνα που τόσο καλά ξέρουν οι Ελληνες, αλλά και εκατοντάδες ακόμη εκατομμύρια πολίτες του κόσμου. Και δεν την ξεχνάει κανείς τη Μελίνα –ούτε και το BHMAgazino βέβαια -, ενώ παιδιά που σήμερα κλείνουν τα 22 τους χρόνια ζητούν να μάθουν για αυτήν, ψάχνουν τις ταινίες της, τα τραγούδια, τις φωτογραφίες, τις συνεντεύξεις της. Και οι τριαντάρηδες-σαραντάρηδες, που ήταν 8 ή 18 χρόνων όταν η Μελίνα ήδη πάλευε με τον καρκίνο και αγωνιζόταν συγχρόνως καθημερινά ως υπουργός Πολιτισμού και πρέσβειρα της Ελλάδας σε όλον τον πλανήτη, τη θαυμάζουν, αναφέρονται σ’ αυτήν, ψάχνουν να μάθουν λεπτομέρειες για όλα όσα έκανε, όσα είπε, μαθαίνουν για τους δίκαιους αγώνες που υπερασπίστηκε και διεθνοποίησε, για όλα όσα «εκόμισε εις την Τέχνην», αλλά και για την τεράστια συμβολή της στην πολιτικοκοινωνική αναπροσαρμογή που συνέβη στον τόπο μας με την εκλογή του ΠαΣοΚ το 1981, την οποία με την ισχυρότατη προσωπικότητά της μπόρεσε να συνδιαμορφώσει, αμβλύνοντας τις συχνά ακραίες οξύτητες με την πολύ ιδιαίτερη, συμφιλιωτική και βαθιά ειρηνική, ανθρώπινη, προσωπική, αληθινή και τίμια προσέγγισή της –και βέβαια με την κοινωνικοπολιτική δράση της.
Είχα τη μεγάλη τύχη, χάρη στην κοινή μας φιλία με τη Μανουέλλα Παυλίδου, όχι μόνο να γνωρίσω τη Μελίνα, αλλά να αποκτήσω μια αληθινή σχέση μαζί της. Μια σχέση αγάπης, πολύ φωτεινή, μια σχέση που, μαζί με τη συνάντησή μου με τον Μάνο Χατζιδάκι (που τον γνώρισα από τη Μελίνα), κυριολεκτικά με μεταμόρφωσε και με στήριξε αποφασιστικά όταν στα 23 μου χρόνια, το 1976, έχασα τον πατέρα μου και τρία χρόνια αργότερα τη μητέρα μου.
Δεν μπορώ να γράψω για τη Μελίνα χωρίς να περιγράψω τι συνέβη στην κηδεία της μητέρας μου –και ας είχα αποφασίσει να μη γίνω «προσωπικός» ξεκινώντας αυτό το κείμενο. Ημουν μόνος, ολομόναχος, κυριολεκτικά «χωρίς οικογένεια» την ημέρα εκείνη, 24 Σεπτεμβρίου του 1976. Πεντάρφανος κυριολεκτικά –και τσακισμένος. Οταν ήρθε η δύσκολη και πολύ σκληρή στιγμή της τελετής στον κοιμητήριο του Ζωγράφου, η Μελίνα, που είχε έρθει με τη Μανουέλλα από νωρίς, με είδε να προχωράω τρομαγμένος, κυριολεκτικά πανικόβλητος, για να κάτσω μόνος μου εκεί που κάθονται «οι συγγενείς» στην εκκλησία –μπροστά από το φέρετρο, για τη νεκρώσιμο ακολουθία. «Πήγαινε να κάτσεις δίπλα του» είπε η Μελίνα στη Μανουέλλα. «Σε χρειάζεται, είσαι η παιδική του φίλη, μην τον αφήνεις μόνο του». Οπως μου διηγείται η φίλη μου για τον εαυτό της εκείνη τη στιγμή, «εγώ φοβόμουν, ντρεπόμουν, τα ‘χα παίξει, δεν βρήκα το θάρρος να κάνω το μεγάλο βήμα και να πάω να καθήσω στη διπλανή καρέκλα». Η Μελίνα θύμωσε. Αγνόησε τους πάντες και προχώρησε εκείνη, μόνη της. Κάθησε δίπλα μου και με αγκάλιασε απλώνοντας το δεξί της μπράτσο πάνω στον ώμο μου. Μου έσφιξε τρυφερά το χέρι μέσα στο δικό της και εκεί το κράτησε όσο διαρκούσε η τελετή. Με σήκωνε όταν έπρεπε να σηκωθούμε, με ξανακάθιζε όταν έπρεπε να ξανακαθήσουμε. Οταν άρχισε η πορεία προς τον τάφο, με καθοδήγησε: μπρος μπρος οι δυο μας, πίσω από το φέρετρο. Οι δύο στενότεροι συγγενείς, η Μελίνα (που είχε συναντηθεί με τη μητέρα μου μόνο μία φορά νομίζω) και εγώ –και ας υπήρχαν πολλοί καλοί φίλοι της Ιωάννας εκεί και κάποιοι συγγενείς εξ αίματος. Φτάσαμε στον τάφο. Μου έβαλε στην παλάμη λίγο χώμα να ρίξω μέσα. Και κρατώντας με πάντα αγκαλιά, με οδήγησε μέχρι την έξοδο από το κοιμητήριο –αν θυμάμαι καλά, τους αποφύγαμε τους καφέδες και τα παξιμάδια της παρηγοριάς.
Το διηγήθηκα όλο αυτό σαν περιστατικό πολύ ενδεικτικό του χαρακτήρα και του ψυχικού εκτοπίσματος αυτής της γυναίκας που απουσιάζει από τον τρισδιάστατο κόσμο μας (άντε και τετραδιάστατο, αν υπολογίσουμε και τον χρόνο) τα τελευταία 22 χρόνια. Σαν την ποίηση του Καβάφη, αλλά και του Μάνου Χατζιδάκι, η ποίηση της Μελίνας Μερκούρη, το αποτύπωμα που άφησε στα εβδομήντα κάτι χρόνια της επί της Γης, όσο απομακρύνεται, χρόνο τον χρόνο, τόσο δυναμώνει σαν σήμα, σαν συχνότητα, σαν ενέργεια που συνεχίζει να συλλειτουργεί με τη δική μας πραγματικότητα –και ας έχει αναβαθμιστεί πια σε άλλες σφαίρες, σε άλλες παράλληλες πραγματικότητες, άλλα πεδία. Η Μελίνα υπήρξε μια γυναίκα που μέσα στις πολλές αντιφάσεις της κατάφερε να αποκτήσει στη διαδρομή (αν δεν το είχε από κατασκευής της) το μεγάλο δώρο της καλής επικοινωνίας με αυτό που εγώ ονομάζω «άνω τερματικό», με τον «Νου» του Αριστοτέλη, με τον ανώτερο εαυτό της στον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνα, με τον Σύμπαν και με τον Θεό, την ίδια τη Δημιουργία δηλαδή.
Ισως να σας ακούγονται λίγο παράξενα (ή υπερβολικά) όλα αυτά, δεν υπάρχει, όμως, άλλος τρόπος να μιλήσει κανείς για ένα πρόσωπο τόσο ξεχωριστό όπως η Μελίνα. Οσο εντυπωσιακή και λαμπερή και αν ήταν ως γυναίκα, ως καλλιτέχνις, ως προσωπικότητα, το μέγα εκτόπισμα της Μελίνας ανήκει στο διαχρονικό πεδίο της ποίησης και της μεταφυσικής. Αυτή είναι τουλάχιστον η δική μου άποψη. Στο «Λεωφορείον ο Πόθος», η Μπλανς Ντιμπουά, ένας ρόλος του Τενεσί Γουίλιαμς που τη σημάδεψε από το 1948, όταν τον πρωτοέπαιξε σε σκηνοθεσία του Κουν, λέει μια φράση που έμελλε να συνδεθεί με τη Μελίνα –η οποία, όμως, την αντέστρεψε. «Εγώ δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία» λέει η Μπλανς στη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη. «Εγώ δεν θέλω μαγεία, θέλω ρεαλισμό» πρόλαβε να πει η αληθινή Μελίνα τη δεκαετία του ’80. Ηχεί παράξενο να το ακούει αυτό κανείς από μια γυναίκα που, σε πρώτη εικόνα, έμοιαζε τυλιγμένη στη μαγεία. Αν όμως κατανοήσει κανείς πως η Μελίνα ήταν εδώ μαζί μας για να ζήσει την πραγματικότητα με χίλια και να μάθει από αυτήν όσα ζητούσε, όσα απαιτούσε μάλλον η ψυχή της, θα καταλάβει πόσο την ένοιαζε να είναι καλά προσγειωμένη, να βιώνει τα προβλήματα, να μαθαίνει από τις δυσκολίες, να μην αποφεύγει τα χίλια ζόρια που φέρνει η πραγματική ζωή.
Απλό παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο μεγάλωνε, γερνούσε, ο τρόπος με τον οποίο άφηνε το κορμί της και τη γλώσσα αυτού του κορμιού να προσαρμόζεται στις διάφορες ηλικίες, στα βάρη και στις αλλοιώσεις που φέρνουν οι συνεχείς φυσικές μεταμορφώσεις του γήινου σώματός μας μέσα στον χρόνο. Τη βλέπω στις παλιές φωτογραφίες, στις ταινίες, στον τρόπο που τραγουδούσε –στις ηχογραφήσεις. Οταν ήταν 20, ήταν 20, όταν σαραντάρισε, ήταν σαράντα, στα εξήντα της ήταν μια γυναίκα εξήντα χρόνων –πολύ λαμπερή, πολύ ξεχωριστή, εντυπωσιακή όσο δεν πάει, αλλά εξήντα. Ποτέ δεν προσπάθησε να δείξει νεότερη, πότε δεν έπεσε στη λούμπα να «πολεμήσει τον χρόνο». Παράξενο. Μπορεί να ήταν ηθοποιός στο επάγγελμα, δεν προσποιήθηκε όμως ποτέ της στην πραγματική της ζωή, δεν δέχτηκε να υποκριθεί στην καθημερινότητα ρόλους άλλους από τον πραγματικό και αδιαπραγμάτευτο εαυτό της: Ηταν 100% το παιδί που υπήρξε κάποτε σε αρμονική συνεργασία με την ενήλικη Μελίνα. Κι αυτό είναι κάτι που δεν το καταφέρνουν πολλοί άνθρωποι, ειδικά άνθρωποι που ζουν μια ζωή δημόσια, συνεχώς εκτεθειμένοι στα βλέμματα όλων μας, στις πολύ συχνά επικριτικές και αρνητικές σκέψεις μας, στη ζήλια των πολλών, στον ανταγωνισμό και στην εύκολη κριτική για κάθε τους κίνηση, δήλωση, απόφαση.
Κάποιοι, φυσικό είναι, θα θέσουν ερωτήματα για την «πολιτικό» Μελίνα, για τη φεμινίστρια Μελίνα, για τη διεθνή προσωπικότητα που υποδέχονταν όλοι με ανοιχτές αγκάλες, εκτίμηση, χαρά, αγάπη και σεβασμό. Από την Ιντιρα Γκάντι μέχρι τον Νίκο Καζαντζάκη ή τον Τενεσί Γουίλιαμς και κάποιους από τους πιο μεγάλους διανοητές του καιρού της, τους καλλιτέχνες, τους πολιτικούς –όλες τις προσωπικότητες που ήταν οι φίλοι, οι συνεργάτες, η παρέα του διεθνούς και βαθιά κοσμοπολίτικου ζεύγους Ντασσέν – Μερκούρη για δεκαετίες. Ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Νταλί, ο Χέμινγουεϊ, ο Τσάπλιν, η Γκάρμπο, η Ντυράς –όλοι οι πραγματικά «μεγάλοι», αλλά και οι απλώς «διάσημοι», οι σταρ.
Τι ήταν τελικά η Μελίνα, θα αναρωτηθούν πολλοί, οι νεότεροι κυρίως. Πού ανήκε πραγματικά; Στην Τέχνη, στο σταριλίκι, στο πνεύμα, στην ύλη, στην εφήμερη λάμψη της διασημότητας, στους κοινωνικούς αγώνες, στην πολιτική, στις ιδέες, στην ίδια την Ελλάδα; Πώς βρέθηκε στο υπουργείο Πολιτισμού καταφέρνοντας να βρει τις δύσκολες ισορροπίες που χρειάζεται να διατηρήσει κανείς για να «αντέξει» μέσα σε ένα κόμμα πολιτικό, λαϊκιστικό, τεράστιας αποδοχής –ενώ έχει ζήσει μια ζωή κοσμοπολίτικη και «εστέτ» ταξιδεύοντας και δουλεύοντας σε όλον τον πλανήτη; Ας μην ξεχνάμε πως η Μελίνα πρωτόπαιξε θέατρο στο Παρίσι, στα γαλλικά, σε πολύ νεαρή ηλικία. Και πολλά χρόνια αργότερα, στις προεκλογικές εκστρατείες, έβγαζε τα παπούτσια της για να περπατήσει υπό βροχή στις λάσπες των διαδρομών της –«πόρτα πόρτα» προεκλογικοί αγώνες –στη Β’ περιφέρεια του Πειραιά όπου εκλεγόταν, διανυκτερεύοντας κάποιες βραδιές σε σπίτια ψηφοφόρων, ζώντας μαζί τους έστω για λίγες ώρες, ανασαίνοντας από απόσταση αναπνοής τα βάσανα, τα προβλήματα, τα όνειρά τους.
Η χούντα τη βρήκε στο Μπρόντγουεϊ να παίζει την «Ιλια» (τα «Παιδιά του Πειραιά», δηλαδή, σε αμερικανική θεατρική διασκευή). Από την πρώτη βραδιά, 21η Απριλίου του ’67, βγήκε μετά την παράσταση (που ήταν ένας εμπορικός θρίαμβος και την είχε φέρει στο εξώφυλλο του περιοδικού «LIFE», μεταξύ πολλών άλλων) για να καταγγείλει την εξέλιξη στην Ελλάδα μπροστά στο κατάμεστο θέατρο που την αποθέωνε. Οι συνταγματάρχες προχώρησαν σε κατάσχεση ολόκληρης της περιουσίας της και στην αφαίρεση της ιθαγένειάς της –δεν είχε πια διαβατήριο να ταξιδέψει στην Ελλάδα της. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι, σ’ ένα διαμέρισμα της Rue de Seine, απ’ όπου περνούσαν καθημερινά όλοι σχεδόν οι έλληνες αυτοεξόριστοι και κατάφερε να γίνει διάσημη και πολύ αγαπητή (ως τραγουδίστρια σε αυτή τη φάση) στη Γαλλία –με συνεχείς εμφανίσεις στη γαλλική τηλεόραση που έκαναν πάντα μεγάλα νούμερα, με αποτέλεσμα να γίνει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και αγαπητά πρόσωπα του γαλλικού τηλεοπτικού κοινού.
Τα καλοκαίρια πήγαινε στο Κουσάντασι της Τουρκίας για να μπορεί να βλέπει και να αναπνέει, έστω και από κάποια απόσταση, την Ελλάδα της –το νησί της Σάμου συγκεκριμένα. Η «Σαμιώτισσα» στη γαλλική διασκευή της είχε γίνει τότε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της στο γαλλικό hit parade. Το ίδιο και οι συνεργασίες της με τον Σταύρο Ξαρχάκο (που και εκείνος ζούσε τότε στη Γαλλία κυρίως), τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και κάποιους από τους πιο διάσημους γάλλους συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδοποιούς –μεταξύ των οποίων βέβαια και ο Τζο Ντασσέν, γιος του άνδρα της και μεγάλος σταρ της εποχής στη Γαλλία. Αυτή η καριέρα της στο τραγούδι τής επέτρεψε να ζει άνετα στο Παρίσι και να συνεχίζει τον αγώνα της κατά των συνταγματαρχών με όλους τους τρόπους: συνεντεύξεις, συναυλίες, τηλεοπτικά σόου, διαδηλώσεις, κοινές δημόσιες διαμαρτυρίες μαζί με άλλους εξόριστους και αυτοεξόριστους. Παράλληλα, δεν σταμάτησε να κάνει σινεμά, είτε ως πρωταγωνίστρια με τον Ντασσέν είτε συμμετέχοντας σε διεθνείς, συχνά αμερικανικές παραγωγές, σε ρόλους που ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία και στην ηλικία της. Ακούραστη, δυναμική, ερωτική, δημιουργική, ούτε για μια στιγμή δεν το έβαλε κάτω –και μη φανταστεί κανείς πως σου έρχονται όλα εύκολα σε αυτές τις μεγάλες καριέρες με τα πολλά σκαμπανεβάσματα, τις μεγάλες χαρές, αλλά και τις τεράστιες, συχνά, απογοητεύσεις.
Την 6η Μαρτίου του 2016, λοιπόν, Μελίνα-Μελινάκι μας, σε μια εποχή πολύ ζόρικη για την Ελλάδα, όχι μόνο δεν σε ξεχνάει κανείς απ’ όσους είχαμε την τύχη να σε γνωρίσουμε και να σε αγαπήσουμε ως άνθρωπο, αλλά διψούν να σε ανακαλύψουν και οι γενιές που δεν σε πρόλαβαν. Γιατί αν ήσουν τώρα εδώ μαζί μας, όλοι το νιώθουμε, θα έβρισκες τρόπο να γεφυρώσεις τις έντονες και επείγουσες «διαφορές μας» και, συγχρόνως, να μιλήσεις με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ με τον δικό σου, άμεσο τρόπο, που είχε παντού αποδέκτες και πάντα μετρούσε.
Δεν σε ξεχνάμε ούτε θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Το Ιδρυμα Μελίνα Μερκούρη (melinamercourifoundation.com) εργάζεται αποφασιστικά, μεθοδικά και σοβαρά, τιμώντας το όνομά σου και την προσφορά σου με υποτροφίες στους τομείς της Φιλολογίας, Ιστορίας, Θεατρολογίας, Αρχαιολογίας, Ανθρωπολογίας, με τα καθιερωμένα πια και έγκυρα βραβεία γυναικείας θεατρικής ερμηνείας που απονέμονται από το 2007 (2015 – Λένα Δροσάκη, 2014 – Γιούλικα Σκαφιδά, 2013 – Λένα Παπαληγούρα, 2012 – Μαρία Κίτσου, 2011 – Λουκία Μιχαλοπούλου, 2010 – Μαρίνα Ασλάνογλου, 2009 – Ελενα Μαυρίδου, 2008 – Στεφανία Γουλιώτη, 2007 – Εύη Σαουλίδου), με εκδόσεις, προβολές, πολιτιστικές δράσεις, διεθνείς συνεργασίες (όπως με τον Ζαν-Πολ Γκοτιέ) –και συνεχείς πρωτοβουλίες που γίνονται πάντα στο όνομά σου, χάρη σε σένα, για σένα, από σένα.
Μελινάκι μας, σε ευχαριστούμε που είσαι πάντα εδώ, πάντα μαζί μας, πάντα πρόθυμη να βοηθήσεις, να μας δώσεις κουράγιο, να μας ενδυναμώσεις στην προσπάθειά μας να κάνουμε «ένα άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» –όπως λέει και ο στίχος ενός από τους νομπελίστες της δικής σου γενιάς, της γενιάς που βοήθησε αφάνταστα την Ελλάδα μας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ