Στο Ναύπλιο ζεις τριγυρισμένος από παλιές και νέες ιστορίες. Σου τις διηγείται η ίδια η παλιά πόλη, άλλοτε φωναχτά και άλλοτε χαμηλόφωνα, αλλά πάντα αισθηματικά, πολύχρωμα, συχνά ρομαντικά, λιγάκι νοσταλγικά, ίσως και μαγικά. Κάστρα, πλατείες, δρόμοι, κτίρια, αρχοντικά σπίτια, ταπεινές κατοικίες του Ψαρομαχαλά, εκκλησιές, μυριάδες σκαλοπάτια, δέντρα, όλα διατηρούν αποτυπωμένο επάνω τους το ίχνος του χρόνου που περνά, της ζωής που κυλά.
Παλαιότερα, όταν βασανίζαµε τις λέξεις για να περιγράψουμε όσο πιο γλαφυρά μπορούμε ότι το Ναύπλιο είναι μια προσωπικότητα, γράφαμε ότι αν σε κατεβάσουν ως διά μαγείας στο κέντρο της πολιτείας, στην πλατεία Συντάγματος, με δεμένα τα μάτια, μόλις σου τα λύσουν, θα καταλάβεις αμέσως πού βρίσκεσαι, με την πρώτη ματιά που θα ρίξεις γύρω σου. Οι λέξεις μας άλλαξαν, αλλά η μοναδικότητα της αργολικής πολιτείας, μέσα στο κάδρο της ρευστής θάλασσας και του σκληρού βράχου, παραμένει ίδια και απαράλλαχτη και σε καλεί να επιστρέφεις πάντα εδώ με νέα μάτια. «Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος / και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη».
Οι στίχοι είναι από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Ο βασιλιάς της Ασίνης». Το Ναύπλιο ζει τριγυρισμένο από κάστρα τα οποία μας δέχονται όπως η ακρόπολη της Ασίνης τον ποιητή που αναζητούσε ψαχουλεύοντας τους ογκόλιθους τον άφαντο βασιλιά «(…) ένα κενό κάτω από την προσωπίδα», «(…) μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα». Κοντά στο Τολό, η αρχαία Ασίνη, που αναφέρει ο Ομηρος στην «Ιλιάδα», ξεκίνησε από μια μυκηναϊκή ακρόπολη για να εναποθέσουν επάνω της οι καιροί όλες τις επόμενες περιόδους της Ιστορίας, τους σκοτεινούς αιώνες, την αρχαϊκή εποχή, την κλασική. Η Τίρυνθα, όμως, η δεύτερη ισχυρότερη εστία των Μυκηναίων, που επικράτησαν στον ελλαδικό χώρο την τελευταία περίοδο της χάλκινης εποχής, στέκει εκεί στα αριστερά του δρόμου που σε πάει στο Ναύπλιο, μοναχική, με αποκαλυπτικούς όλους τους μεγάλιθους του τείχους και του ανακτόρου που έμειναν ακόμη ο ένας επάνω στον άλλο. Πόσο μακριά μπορούν να σε ταξιδέψουν οι τοιχογραφίες του ανακτόρου, τα σκυλιά με τις κόκκινες κορδέλες στον λαιμό που κυνηγούν αγριογούρουνο, οι δύο γυναίκες ηνίοχοι οι οποίες κρατούν τα χαλινάρια των αλόγων που είναι ζεμένα στο άρμα τους ή εκείνη η αρχόντισσα με τις μαύρες μπούκλες να πέφτουν μέχρι την πλάτη του καθίσματός της.
Το χρώµα και το άρωµα των καιρών αλλάζει στο Παλαμήδι. Χρώμα της μεσογειακής, μεσαιωνικής, πέτρας, που το λιόγερμα παίρνει εκείνο το απίθανο χρώμα από χρυσό και κόκκινο Πομπηίας. Αρωμα κοσμοπολιτισμού, αυτού που διακινούσαν οι γαλέρες χρόνια και χρόνια στη θάλασσά μας. Και κάτω η Ακροναυπλία να προχωρά παρέα με την πολιτεία μέσα στον Αργολικό και πιο πέρα, καταμεσής του κόλπου, το Μπούρτζι να αρμενίζει σαν πέτρινο σκαρί, σχεδόν σκεπασμένο με το μεταξωτό σεντόνι της γοητείας του την παλιά ιστορία του, ως κρατητήριο και κατοικητήριο δημίων. Τώρα, όμως, το κάστρο-νησί ταξιδεύει σε ήρεμα νερά που δεν τα ανατριχιάζουν οι κραυγές της Ιστορίας, αλλά το πέρασμα μόνο των πλοιαρίων και των γλάρων, ακριβό στολίδι της εντυπωσιακής προκυμαίας του Ναυπλίου, απ’ όπου αποπλέουν οι βάρκες για να το συναντήσουν. Ετσι δεν είναι πια και το λαγούμι όπου μπόρεσε να κρατηθεί χρόνια ο ασυγκράτητος Γέρος του Μοριά; Απογυμνωμένος σήμερα από τις αντιπαλότητες και τις ιδεοληψίες εκείνης της δύσκολης εποχής, των πρώτων βημάτων της ελεύθερης ελληνικής πολιτείας, σημαίνει για εμάς, μέσα μας, το καμπανάκι της ατόφιας, αυθεντικής, φιλοπατρίας. Τη λαϊκή σκέψη, τη μορφωμένη, αλλά ολιγογράμματη, αφού τα γράμματα δεν κάνουν για όλες τις δουλειές.
Και η παλαιά πολιτεία σε προσκαλεί με ένα παζλ κεραμοσκεπών μεταξύ βράχου και θάλασσας. Απολαμβάνεις την εικόνα της αργά, γουλιά γουλιά, καθώς κατεβαίνεις τα σχεδόν χίλια σκαλοπάτια του Παλαμηδίου που σε οδηγούν στην άκρη της. Σαν το κρασί στο ατμοσφαιρικό «Σοκάκι», πίσω από το αρχαιολογικό μουσείο της πλατείας Συντάγματος, με την καλή ενέργεια του Ανδρέα. Εχεις την εντύπωση ότι αυτή η στάση είναι ένα από τα «πρέπει» της βόλτας στο Ναύπλιο. Ενα ποτήρι –πιθανόν και παραπάνω –κόκκινο κρασί με ένα ορεκτικό πλατό φρέσκων τυριών και αλλαντικών ή μια τάρτα με μυκονιάτικη κοπανιστή, ρόκα και ντοματίνια ή και ακόμη ένα κυρίως πιάτο, με μαροκινό κουσκούς με κοτόπουλο και πράσινη σαλάτα.
Το κυρίως πιάτο του Ναυπλίου που θέλεις να απολαύσεις ηδονικά είναι οι δύο βασικοί πεζόδρομοι που πορεύονται στην καρδιά της παλιάς πόλης παράλληλα με το απίθανο σκηνικό της προκυμαίας της πολιτείας. Πάνω σε αυτούς έρχονται δρομάκια-χαραμάδες στα σφιχταγκαλιασμένα, ψηλά, σπίτια ή ξεκινούν οι δρόμοι-σκάλες για την Ακροναυπλία. Ο ένας φτάνει μέχρι το ξέφωτο του Ψαρομαχαλά, για να μας περάσει πάντα μπροστά από το πορτοκαλί σπίτι με τη φορτωμένη λεμονιά. Ο άλλος, ο Μεγάλος Δρόμος, όπως τον έλεγαν, η αρχαιότερη οδός του κλασικισμού, βγαίνει στην πλατεία Συντάγματος. Περπατάς και εξελίσσονται σαν παλιό σινεμά τα στιγμιότυπα της ελληνικής Ιστορίας. Ο Αγιος Σπυρίδωνας, όπου δολοφονήθηκε ο πρώτος κυβερνήτης του ελεύθερου ελληνικού κράτους, Ιωάννης Καποδίστριας, το κτίριο της Σχολής Ευελπίδων που ίδρυσε, ο φοίνικας που φύτεψε, ο πλάτανος όπου ο Κολοκοτρώνης κράτησε ομήρους τους τούρκους αξιωματούχους μέχρι να του παραδώσουν τα κλειδιά του Παλαμηδίου, το τζαμί όπου λειτούργησε η πρώτη Βουλή των Ελλήνων. Η Ιστορία, η ζωή και ο περιηγητής κάνουν κύκλους γοητευτικούς, σε ένα σκηνικό βγαλμένο από το παρελθόν, αλλά και το μέλλον.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ