Είναι ένα παιχνίδι, αλλά μπορεί να το δει κανείς και ως πνεύμα της λευκής αθωότητας των χιονοδρομικών κέντρων. Οι πολύχρωμες «στρατιές» των χιονοδρόμων σκορπίζουν εκτός της πεπατημένης επάνω στο λευκό σεντόνι, ξαπλώνουν στην πουπουλένια αγκαλιά του και κουνούν πολλές φορές πάνω-κάτω τα χέρια τους σε όλο το τόξο που φτάνουν να διαγράψουν. Οταν σηκώνονται, αφήνουν στο χιόνι το ίχνος μιας φιγούρας με φτερά. Βλέπεις, λοιπόν, αυτούς τους αγγέλους του χιονιού από ψηλά, καθώς οι αναβατήρες σε απογειώνουν σφυρίζοντας μέχρι την κορυφή της πίστας. Γύρω τους, οι όρθιες πλέον φιγούρες των σκιέρ γλιστρούν γρήγορα επάνω στο χιόνι, σαν κουκκίδες μιας κινούμενης πουαντιγιστικής ζωγραφιάς. Ο Ζορζ Σερά και οι άλλοι ζωγράφοι του κινήματος του πουαντιγισμού συνέθεταν τους πίνακές τους με πολύχρωμες κουκκίδες, οι οποίες πήγαιναν τον θεατή πέρα από την αρχική εντύπωση, στην καθαρή σαν το χρώμα τους απόδοση της εικόνας. Οι καθαρές και πανοραμικές εικόνες είναι η ουσία των χιονοδρομικών κέντρων.
Η ζωηρή σε χρώματα, ήχους και διάθεση παρέα των νεαρών σκιέρ αναστάτωσε την κορυφή της Νάουσας, το τέρμα του εναέριου αναβατήρα, που μετέφερε αυτούς τους αγγέλους του χιονιού από το χαμηλό, μεγάλο, σαλέ του χιονοδρομικού κέντρου 3-5 Πηγάδια, σε υψόμετρο 1.430 μ. πάνω από τον Θερμαϊκό, στο μικρό σαλέ της κορυφής, στα 2.005 μ., σχεδόν στο μπόι του Βερμίου (2.065 μ.). Η σειρά των δύο καθισμάτων του αναβατήρα δεν τερματίζει στην κορυφή, αλλά αδιάκοπα κάνει μια στροφή και επιστρέφει στη βάση του για να ανεβάσει αργόσυρτα και άλλους στη μαγεία. Πραγματική μαγεία, λαμπερή και διάφανη, μέχρι τα τρίσβαθα της ύπαρξής της.
Οι πίστες «Αριστοτέλης» και «Φίλιππος» ξεχύνονται σαν λευκοί καταρράκτες και κυλούν ανάμεσα στα άλση με τις γυμνές, λυγερόκορμες οξιές, προς το κεντρικό σαλέ. Κι από πίσω τους και οι σκιέρ, με κυματιστούς ελιγμούς, αφήνοντας στο διάβα τους μικρά ουράνια τόξα από ιριδίζοντες κρυστάλλους, όλοι μαζί μια πάμπλουτη παλέτα ευφάνταστου ζωγράφου. Αυτοί που φτάνουν στην κορυφή κρατώντας τον συρόμενο αναβατήρα συμμαζεύουν το βλέμμα μας από τις πίστες και το σκορπούν και στις 360 μοίρες του οδοντωτού από τις βουνοκορφές ορίζοντα, για να συλλάβει την αποκάλυψη σε όλο της το μεγαλείο.
Γύρω τριγύρω, τα όρη φορούν τα χιόνια τους και το γήινο πανωφόρι των οξιών, ψηλά μέχρι το γαλάζιο του ουρανού. Το Καϊμακτσαλάν, το Σέλι και οι άλλες κορυφογραμμές είναι λίγο πιο κάτω από το ύψος των ματιών σου, κι εσύ αισθάνεσαι ότι προεξέχεις μέσα στον κρυστάλλινο, γαλάζιο αιθέρα, ότι αγγίζεις έναν διάφανο κόσμο. Δεν θέλεις να αποχωριστείς αυτή την αίσθηση, αλλά το σαλέ σε προκαλεί με τη ζεστασιά του. Και μετά, οι καρέκλες του αναβατήρα που περνούν και ξαναπερνούν χωρίς να σταματούν από μπροστά σου, προσκαλώντας σε ένα άλλο ταξίδι, ενός τετάρτου της ώρας, ένα νέο βλέμμα, αφαιρώντας πια πανόραμα διά της αφαίρεσης υψομέτρου. Καλοκάθεσαι στην καρέκλα μετά τη βιαστική επιβίβαση, αφού ο αναβατήρας δεν κόβει ταχύτητα, βάζεις την ασφάλεια και αρχίζεις να παρακολουθείς κάτω στη γη τους πολύχρωμους αγγέλους του χιονιού που βγαίνουν από τις πεπατημένες πίστες και ακολουθούν τα στενά, λευκά, μονοπάτια ανάμεσα στις οξιές. Εκείνοι φτάνουν πιο γρήγορα κάτω και, όταν φτάσεις και εσύ, τους βρίσκεις να απολαμβάνουν ένα ζεστό ρόφημα στους υπαίθριους πάγκους του café, μπροστά από τις πολύχρωμες συστάδες των παγοπέδιλων.
Πρέπει να σπαταλήσεις για να κερδίσεις. Και συνεχίζοντας να σπαταλάς ύψος για την επιστροφή στη Νάουσα, κερδίζεις μια νέα διαδοχή συναρπαστικών εικόνων. Τις ζεις κινούμενος μέσα στα αμπέλια που βγάζουν το «αίμα» της Νάουσας, το κρασί από Ξινόμαυρο σταφύλι. Κρατάει αιώνες αυτή η ιστορία. Από τα βάθη των αιώνων, τότε που υφαινόταν ο μύθος ότι τριγυρνούσε στις πλαγιές του Βερμίου η Σεμέλη, η μητέρα του Διονύσου, και εκεί γεννήθηκε ο συνοδός του θεού του κρασιού, ο έξοχος χορευτής Σειληνός. Σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα του μοναδικού Ξινόμαυρου, ένα σύμπαν ολόκληρο, μας μύησε στο επισκέψιμο οινοποιείο του (dalamarawinery.gr) ο Γιάννης Δαλαμάρας, πριν παραδώσει στον γιο του, τον ταλαντούχο Κωστή Δαλαμάρα, ο οποίος συνδυάζει την εμπειρία των προγόνων αμπελουργών στο κτήμα Παλιοκαλιά με τις σπουδές στη φημισμένη Βουργουνδία.
Πίνουμε τσίπουρο δίπλα στο τζάκι που τριζοβολά, όταν έξω τις λαμπερές ακτίνες του ήλιου στην κορυφή των 3-5 Πηγαδιών έχουν αντικαταστήσει εδώ κάτω οι νιφάδες του χιονιού. Ο,τι πρέπει για να αναζητήσουμε ταίρι για το Ξινόμαυρο κρασί που σε εκπλήσσει σε όλη τη μακρά ζωή του στο βαρέλι και το μπουκάλι. Ποιο μπορεί να είναι αυτό; Οι σαρμάδες (ντολμάδες με λάχανο), τα ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα του Ξινόμαυρου, που είναι πιο κλειστά από τα άλλα, η μάντζα (μελιτζάνα, πράσινη πιπεριά, κολοκύθια, μαγειρεμένα στην καυτή κόκκινη σάλτσα), η στάμνα (μοσχάρι, χοιρινό και ζυγούρι στη γάστρα και μετά στον φούρνο με μπάτσο, το αλμυρό και σκληρό τυρί της περιοχής), οι κεφτέδες στην άρμη, το χοιρινό με πράσο, το αρνάκι στον φούρνο και οι ναουσαίικες πίτες (τυρόπιτες, πρασόπιτες, πρασοκιμαδόπιτες), τις οποίες έχουν σε μεγάλη υπόληψη, αφού την Πρωτοχρονιά βάζουν το φλουρί σε πίτα με γλυκιά κολοκύθα. Τα πολύτιμα της Νάουσας…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ