Είναι ένα από εκείνα τα αναγνώσματα που κυριολεκτικά μπορείς και να καταβροχθίσεις έτσι όπως ενεργοποιεί τους σιαλογόνους αδένες, με το γύρισμα κάθε σελίδας του. Πράγμα αναμενόμενο, θα παρατηρήσει κανείς, σε ένα βιβλίο που αφηγείται ιστορίες εδεσμάτων και παραθέτει στο τέλος και τις συνταγές υλοποίησής τους. Ομως, τίποτε δεν θα πρέπει να προεξοφλείται και τίποτε να θεωρείται εύκολα και ανώδυνα πραγματοποιήσιμο. Γιατί η βουλιμική διάθεση που προκύπτει από την ανάγνωση του «Και διηγώντας τα… να τρως» οφείλεται στο ότι φέρει τη σφραγίδα της εκλεκτής και τόσο σπάνιας προσωπικότητας που είναι η συγγραφέας του, Μελίσσα Στοΐλη.
Πρόκειται για μια κρίση κατάφωρα υποκειμενική, όμως υπάρχουν και τα πειστήρια για να προσδώσουν αντικειμενικότητα και δημοσιογραφική εγκυρότητα σε μια –φευ! – νοθευμένη από την προσωπική τριβή άποψη. Να όμως που σε αυτή την «όχι φιλολογική, αλλά συναισθηματική περισσότερο και εκλεκτική» αναζήτηση στα λαμπρά κέντρα και τις εσχατιές της λεκάνης της Μεσογείου, όπου η συγγραφέας ιχνηλατεί την ιστορία των εδεσμάτων, η τρυφερότητα και η ευαισθησία του μερακλή «γραμματιζούμενου» επικρατεί μεν, ωστόσο παράλληλα η φιλολογική έρευνα και η ποικιλία ευφάνταστων συνειρμών θριαμβεύει. Με σταθερά παρόντες τους έγκριτους ερευνητές και τους λεπτολόγους φιλολόγους που ερίζουν για την προέλευση ενός ταπεινού εδέσματος όπως είναι, για παράδειγμα, ο τραχανάς, τα συνειρμικά ταξίδια οδηγούν τη Μελίσσα Στοΐλη σε ποικίλα σπαράγματα της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως εν προκειμένω στο διήγημα του Γιώργου Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά». Μα, πείτε παρακαλώ την αλήθεια: πόσους ανθρώπους μπορείτε να φανταστείτε βυθισμένους στην ανάγνωση του διηγήματος του Παπαδιαμάντη «Ολόγυρα στη λίμνη» ενόσω πλαισιώνονται από τα «λιγουρευτικά σύννεφα» μυρωδιάς από ένα τσουκάλι στο οποίο κοχλάζει και χυλώνει η εθνική μας φασολάδα;
Εν συντομία, το μπρίο και το γούστο με τα οποία η Μελίσσα Στοΐλη πλαισιώνει καθένα από τα φαγητά που ανήκουν «στη γαστρονομική μας συλλογική συνείδηση», από το πιάτο για αριστοκράτες, Κυδωνάτο, μέχρι «το έδεσμα των μοναχικών και κατ’ επέκτασιν ελεύθερων ατόμων», γιουβέτσι, καθιστούν το βιβλίο της εκτός από μια γαστριμαργική και μια λογοτεχνική πανδαισία. Εκαστο λειτουργεί ως μια πτωχή πλην τίμια μαντλέν και ενεργοποιεί ξεφτισμένες αναμνήσεις ή συμπληρώνει επάξια τα κενά στο τετράδιο με τα μαγειρικά τερτίπια. Βοηθάει και η φροντισμένη έκδοση της Κίχλης με τις μικρές, κομψές χαρακτικές λεπτομέρειες από παλιά λεξικά και βιβλία μαγειρικής, καθώς και το πολυτονικό σύστημα στη γραμματοσειρά της για να σε κάνουν να αισθανθείς ότι κρατάς στα χέρια σου ένα βιβλίο κλασικό, διαχρονικό, που θα απολαύσουν εξίσου όσοι αγαπούν με πάθος τη μαγειρική, αλλά και όσοι προτιμούν απλώς να απολαμβάνουν την καθησυχαστική θαλπωρή της κουζίνας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ