Η μαγεία της αποσύρεται από τις θερινές αμμουδιές και αρχίζει να ανηφορίζει για τον «Χριστό στο Κάστρο». Είναι η δική μας άσκηση στη συναρπαστική ατμόσφαιρα της γέννησης μιας καινούργιας ελπίδας, μιας νέας ομορφιάς. Κάθε χρόνο…
«Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δεν ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να ‘χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία».
«Πού μπορείς να ξεμυτίσης όξ’ απ’ το λιμάνι, κατά τ’ Ασπρόνησο!».Ούτως ομίλησε ο Πανάγος ο Μαραγκούδης όταν ο παπα-Φραγκούλης τού εκμυστηρεύτηκε ότι σκοπεύει να πάει να λειτουργήσει τον Χριστό στο Κάστρο από τη θάλασσα, αφού ο τόπος από στεριάς δεν πατιέται από τα χιόνια. Το παλιό λιμάνι της Σκιάθου είναι τόσο γοητευτικό και τόσο ταιριαστή αφετηρία για τα θαλασσινά σεργιάνια με πλοιάρια για τα νησάκια απέναντι στην πολιτεία, τον Τσουγκριά και τον Μαραγκό. Σε ένα άλλο του διήγημα, τη «Νοσταλγό», ο Παπαδιαμάντης είχε ζωγραφίσει πιο ειδυλλιακά την «αυλή» του νησιού του:
«Δύο αμαυροί όγκοι, επαργυρούμενοι και στιλπνούμενοι αμυδρώς από το μελαγχολικόν φως της σελήνης, διεγράφοντο ο εις προς ανατολάς, ο άλλος προς δυσμάς, χωρίς να διακρίνωνται, εις τας διαλείψεις του φωτός και της σκιάς, αι λεπτομέρειαι του εδάφους. Ησαν αι δύο γείτονες νήσοι. Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν όλη η σεληνοφεγγής νυξ».
«Το φρούριον (…) ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός μονοκόμματος γρανίτης αλίκτυπος, όπου γλαύκες και γλάροι ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του Βορρά και των γειτόνων του, του Καικίου και του Αργέστου, ων το στάδιον ευρύ εκτείνεται αναμέσον της Χαλκιδικής, του Θερμαϊκού, του Ολύμπου και του Πηλίου· μεμονωμένος υψιτενής βράχος, εφ’ ου οι κάτοικοι εξ ανάγκης είχον κλεισθή διά φύλαξιν κατά των πειρατών και των βαρβάρων, εγκαταλιπόντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη».
«Στες τρεις, στες τέσσερες, παπά, για να μην πέση ο αέρας, να τον έχουμε πρύμα ως τες Κουκ’ναριές, να ‘χουμε μέρα μπροστά μας. Από ‘κεί ως το Μανδράκι κι ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά-σιγά με το κουπί. Από ‘κεί ως τις Κεχρεές κι ως την Αγία Ελένη, θα μας παίρνη αγάλι-αγάλια με το πανάκι».
«Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και όχι πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. (…) Ελαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως (…) όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις επί μίαν στιγμήν, ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ!»».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ