Για όσους (λέμε τώρα) τυχόν αναρωτιούνται πώς ο Τομ Χανκς επιλέγει τα σενάρια στα οποία τελικά παίζει, ο ίδιος δίνει την απάντηση: «Διαβάζω τα σενάρια ως ψυχαγωγία. Βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Δίπλα μου, ένας τόμος 1.400 σελίδων. Η Ρίτα (σ.σ.: Γουίλσον, η σύζυγός του) με ρωτάει: «Περί τίνος πρόκειται;». Εγώ της απαντώ: «Εχει να κάνει με κάτι απόκρυφο στον 14ο αιώνα». Και εκείνη: «Μα καλά, βρε παιδάκι μου, δεν θα διαβάσεις ποτέ ένα μυθιστόρημα;». Κι εγώ: «Το προσπάθησα, μωρό μου, το προσπάθησα. Αλλά τα μυθιστορήματα είναι φτιαχτά!»».
Πού θα μπορούσε να βρίσκεται η αλήθεια και πού το «ψέμα» ανάμεσα σε όλο αυτό το «σενάριο» επιλογής σεναρίων δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Ομως το βέβαιο είναι ένα: όπως και να κάνει τις επιλογές του, ο Τομ Χανκς είναι χρυσοχέρης (ακόμη και ως παραγωγός, αν θυμηθεί κανείς τον θρίαμβο του «Γάμος… αλά ελληνικά»). Το ταλέντο, το ένστικτο, η τύχη, φίλοι όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, αλλά, κυρίως, η έμφυτη καλοσύνη του τον έχουν βοηθήσει να κατακτήσει, εδώ και δεκαετίες, το Χόλιγουντ.
Για πολλά φεγγάρια, ο Τομ Χανκς θεωρούνταν ένας από τους πιο εμπορικούς ηθοποιούς του κόσμου, κάτοχος δε δύο απανωτών Οσκαρ Α ανδρικού ρόλου (το 1994 για το «Φιλαδέλφεια», το 1995 για το «Φόρεστ Γκαμπ»). Σήμερα, στα 59 του (γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου του 1956), έχει καταφέρει να μετατρέπει κάθε ταινία του σε γεγονός, όπως συμβαίνει με την πιο πρόσφατη, τη «Γέφυρα των κατασκόπων», γυρισμένη και αυτή από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, σκηνοθέτη του στη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», στο «Terminal» και στο «Πιάσε με αν μπορείς», αλλά και συνεργάτη του, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία της εξαιρετικής τηλεοπτικής σειράς «Band of Βrothers».
Ψυχρο(πολεμικό) Βερολίνο. Ο βαριά ντυμένος Τομ Χανκς δέχεται τις οδηγίες του Στίβεν Σπίλμπεργκ στο πλατό της «Γέφυρας των κατασκόπων».

Η ιστορία της «Γέφυρας των κατασκόπων» ξεκινάει να ξετυλίγεται το 1957, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου. Η σκακιέρα είχε παίκτες δύο υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και την τότε Σοβιετική Ενωση, λίγα χρόνια πριν από την οικοδόμηση του τείχους του Βερολίνου. Σε αυτό το καθεστώς τρόμου η σύλληψη ενός ρώσου κατασκόπου σε εδάφη ελεγχόμενα από τους Αμερικανούς μπορούσε να θεωρηθεί σπουδαίο εθνικό γεγονός. Επομένως εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί τι πέρασε ο ιρλανδικής καταγωγής αμερικανός δικηγόρος Τζέιμς Ντόνοβαν, ο οποίος, παρότι αρχικά δεν το ήθελε, δέχθηκε τελικά να υπερασπιστεί τον κατάσκοπο σε μια δίκη που μύριζε φιάσκο από την αρχή. Αυτός είναι ο ήρωας που υποδύεται ο Τομ Χανκς στη «Γέφυρα των κατασκόπων», ένα φιλμ το οποίο στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά: στον Ντόνοβαν, του οποίου η ειδικότητα ήταν τα… ασφαλιστικά, ανατέθηκε η υπεράσπιση του Ρούντολφ Εϊμπελ, πράκτορα των Σοβιετικών που συνελήφθη στη Νέα Υόρκη από το FBI. Η δίκαιη δίκη που ο Ντόνοβαν θέλησε ήταν άπιαστο όνειρο, αλλά τα όσα θα περνούσε αργότερα ως διαμεσολαβητής ανταλλαγής κρατουμένων θα άλλαζαν για πάντα τη ζωή του.

Ο Τομ Χανκς δεν είχε ιδέα ούτε για τον Τζέιμς Ντόνοβαν (ο οποίος έχει πεθάνει πια), ούτε για τη δίκη, ούτε και για τις διαπραγματεύσεις στις οποίες εκείνος πρωταγωνίστησε. «Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η δυναμική μιας αυθεντικής ιστορίας» είπε ο ηθοποιός. «Η ανταλλαγή των κρατουμένων κράτησε μόλις έξι ημέρες αλλά ένας Θεός μόνο ξέρει τι ημέρες ήταν αυτές».
Ο Ντόνοβαν έπρεπε να δράσει κάτω από τρομακτική πίεση: ενημερωτικά βίντεο προειδοποιούσαν για την περίπτωση επίθεσης των Ρώσων, κίτρινα δημοσιεύματα σκορπούσαν τον φόβο και το μίσος στις ΗΠΑ. «Το φόντο του Ψυχρού Πολέμου ήταν μια παράνοια, η λέξη ασφάλεια έλειπε από το λεξιλόγιο των Αμερικανών. Το να υπερασπιστεί κάποιος έναν κατάσκοπο σήμαινε κίνδυνο της ζωής του και η ζωή του Ντόνοβαν κινδύνευσε πολλάκις επειδή το μόνο που ήθελε ήταν να εφαρμόσει το αμερικανικό σύνταγμα».
Ο Τζέιμς Ντόνοβαν ρίσκαρε πολλά με το να πράξει σύμφωνα με τη συνείδηση και την καρδιά του. Αλλά και ο Χανκς είναι ένας καλλιτέχνης που συνηθίζει να ρισκάρει. Με μια γρήγορη ματιά στην καριέρα του διαπιστώνει κανείς ότι ανήκει στους ηθοποιούς που δεν πορεύονται πάντα εκ του ασφαλούς. Ξεκίνησε ως κομπάρσος σε θρίλερ της «σειράς» («Ο δολοφόνος με το στιλέτο»), «έπιασε» ως κωμικός σε ταινίες για τινέιτζερ –μια μόδα στη δεκαετία του 1980 –(«Η γοργόνα», «Πάρτι για εργένηδες») και αργότερα, στα 90s, καταξιώθηκε αποδεικνύοντας τις ικανότητές του και σε δραματικούς ρόλους.
Το παράξενο είναι ότι ο Χανκς εργάζεται απλά. Παίρνοντας το οk του «αφεντικού» (όπως αποκαλεί τον Στίβεν Σπίλμπεργκ), τηλεφώνησε στον Μαρκ Ρέιλανς, τον ηθοποιό που υποδύεται τον κατάσκοπο Ρούντολφ Εϊμπελ, και του είπε: «Εϊ, είμαστε σε αυτή την ταινία μαζί, έλα να κάνουμε από τώρα τους διαλόγους μας». Βρέθηκαν στη Νέα Υόρκη, έκαναν τις πρόβες τους και το αποτέλεσμα φαίνεται στην ταινία.
Ενα ακόμη στοιχείο που ξεχωρίζει στην ταινία είναι η παντελής απουσία σκηνών δράσης. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει στο μυαλό του τις σιωπές και τη μελαγχολία του «Κατασκόπου που γύρισε από το κρύο» του Τζον Λε Καρέ, όχι τα κορίτσια, τα μαρτίνι και τις σούπερ τεχνικές κατασκοπείας του Τζέιμς Μποντ του Ιαν Φλέμινγκ. «Αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που μου άρεσαν στην ταινία» είπε ο Χανκς. «Το πιο σημαντικό πράγμα που ακούμε σχετικά με τις μεθόδους των κατασκόπων είναι «κάψε αυτό το νούμερο τηλεφώνου μόλις το απομνημονεύσεις». Κατά τα άλλα, βλέπουμε ανθρώπους να περιμένουν σε ατελείωτες ουρές στον έλεγχο διαβατηρίων ή να περιμένουν ατελείωτες ώρες μέσα στο κρύο ώσπου να έρθει το αυτοκίνητο στην άλλη πλευρά της γέφυρας. Αυτό τελικά είναι η κατασκοπεία. Αναμονή. Περιμένεις κάτι να γίνει ή να έρθει κάποια πληροφορία…».
Η ταινία «Η γέφυρα των κατασκόπων» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Οdeon.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ