«Ο Τζαίημς Μποντ απέθανε. Ζήτω οι Τζαίημς Μποντ». Για τον Φρέντυ Γερμανό, αρθρογράφο τον Ιανουάριο του 1968 του περιοδικού «Συλλογή», η «παρακμή του 007» ήταν γεγονός. «Η φετινή ταινία του την οποία είδαμε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους είχε τίτλο «Ζης δυο φορές μονάχα». Ο τίτλος ήταν μετριόφρων εν σχέσει με την πραγματική καρριέρα του Τζαίημς Μποντ ο οποίος έζησε τέσσερις φορές –και έζησε καλά. Οι πρώτες τέσσερις ταινίες του, δηλαδή ο «Δόκτωρ Νο», το «Από τη Ρωσσία με αγάπη», ο «Χρυσοδάκτυλος» και η «Επιχείρησις Κεραυνός», είχαν κτίσει έναν κινηματογραφικό θρύλο. Η πέμπτη του, απλώς τον κατεδάφισε». Ερμαιο του δικού του μύθου και των παντοειδών αντιγράφων του, από τον Χάρι Πάλμερ του Μάικλ Κέιν έως τον Ματ Χελμ του Ντιν Μάρτιν, θύμα της ελεεινής εμφάνισης του «Σην Κόννερυ» («κατά τα τρία τέταρτα του έργου κυκλοφορεί κουρεμένος σαν νεοσύλλεκτος, φορά ένα ταλαιπωρημένο κιμονό και παριστάνει τον ερωτευμένο με μια καχεκτική Γιαπωνέζα η οποία δεν είναι κατάλληλη ούτε για διαφήμιση απορρυπαντικού»), ο πράκτορας έπνεε τα λοίσθια. Ομως, πιστός στην πεισματική φύση του, ο 007 αρνήθηκε να υποκύψει στο μοιραίο.
Επιστρέφοντας το 1971, με το «Τα διαμάντια είναι παντοτινά», ο Σον Κόνερι επανέφερε την τάξη με 116 εκατ. δολάρια στα ταμεία, ξεπάστρεψε τους πάσης φύσεως μιμητές και παρέδωσε τη σκυτάλη στον διάδοχό του, Ρότζερ Μουρ –διαδικασία που επαναλήφθηκε ευλαβικά με τους Τίμοθι Ντάλτον, Πιρς Μπρόσναν, Ντάνιελ Κρεγκ. Καθώς το «Spectre», η 24η συνέχεια της σειράς, θα φτάνει στις ελληνικές αίθουσες στις 12 Νοεμβρίου, οι εισπράξεις της θα αναπαύονται επάνω στα 6,2 δισ. δολάρια που έχουν συσσωρεύσει έως σήμερα οι υπόλοιπες. Ποσό που, αν διορθωθεί ως προς τον πληθωρισμό πέντε δεκαετιών, φτάνει τα 13 δισ. και ανεβάζει τον 007 στην πρώτη θέση του βάθρου των κινηματογραφικών franchises όλων των εποχών, μπροστά από τα 9 δισ. δολάρια του στάβλου των υπερηρώων της Marvel Comics και τα 7,7 δισ. δολάρια της ξεθωριασμένης πια για την οθόνη μαγείας του Χάρι Πότερ. Επίτευγμα διόλου αμελητέο για έναν ταπεινό κατάσκοπο που ξεπήδησε από τον νου του Ιαν Φλέμινγκ ως φονική μηχανή περιορισμένων συναισθημάτων, έγινε φορέας στυλ, εξελίχθηκε σε πολιτισμικό φαινόμενο και στο απόγειο της καριέρας του, το 2012, συνόδευσε την ίδια τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου.
Οι απαρχές
Ο απόφοιτος του Ιτον, πλούσιος, γυναικάς, πτυχιούχος της μεγάλης των κατασκόπων σχολής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Ιαν Φλέμινγκ ξεκίνησε να γράφει το χρονικό του πράκτορά του το 1952, με δύο φιλοδοξίες κατά νου. «Θα γράψω την ιστορία κατασκοπείας που θα βάλει τέλος σε όλες τις ιστορίες κατασκοπείας», με όχημα «έναν βαρετό στο έπακρο, εντελώς στερούμενο ενδιαφέροντος άνθρωπο, στον οποίο θα συνέβαιναν διάφορα πράγματα. (…) Το όνομα Τζέιμς Μποντ ήταν ό,τι πιο βαρετό είχα ακούσει ποτέ μου».
Αυτό το κατά Φλέμινγκ «αμβλύ όργανο», αυτή η «ουδέτερη φιγούρα», ο πληρωμένος κυβερνητικός φονιάς, ήταν ένα λογοτεχνικό τέρας του Φρανκενστάιν –μια σύνθετη μορφή αρκετών κατασκόπων που είχε γνωρίσει υπηρετώντας στην Υπηρεσία Πληροφοριών του Βασιλικού Ναυτικού, καρυκευμένη με δικές του συνήθειες (την αγάπη του για την ομελέτα, τη δική του μάρκα καλλυντικών) και προορισμένη να φέρει το γωνιώδες αρρενωπό πρόσωπο του αμερικανού τραγουδιστή Χόγκι Καρμάικλ. Αντικατοπτρισμός του δημιουργού του ήταν επίσης τόσο η ακαταδάμαστη σεξουαλικότητα του πλωτάρχη Μποντ («λάτρευα να μαγειρεύω για σένα, να κοιμάμαι με εσένα και να μαστιγώνομαι από εσένα» έγραφε στον Φλέμινγκ η ερωμένη του) όσο και η δεδηλωμένη αδυναμία του στο μαρτίνι (ο Αντριου Λάισετ, βιογράφος του συγγραφέα, σημειώνει ότι προτιμούσε το ποτό του «shaken, not stirred», γιατί θεωρούσε ότι με το κούνημα διατηρούσε αναλλοίωτο το άρωμά του).
Από το 1953 έως το 1958 τα μικρά μυθιστορήματα της τάξης των 250 σελίδων που παρήγε κάθε χρόνο ο Φλέμινγκ στο Γκόλντεναϊ, το κτήμα του στην Τζαμάικα, σε δίμηνη άδεια από τη μόνιμη δουλειά του ως αρχισυντάκτης του τμήματος εξωτερικών ειδήσεων των «Sunday Times», είχαν τις ευλογίες κοινού και κριτικών. Και ακόμη και όταν οι τελευταίοι αποστάτησαν έπειτα από την έκδοση του «Δρος Νο», η απώλεια αναπληρώθηκε με την κατάκτηση της Αμερικής: ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι δήλωνε το 1961 στο περιοδικό «Life» ότι το «Από τη Ρωσία με αγάπη» αποτελούσε ένα από τα αγαπημένα του βιβλία, αυξάνοντας κατακόρυφα τη ζήτηση του 007. Την επόμενη χρονιά, ο Σον Κόνερι θα έβρισκε τον δρόμο του σπαρμένο με ροδοπέταλα στις απαρχές ενός μακροσκελούς κεφαλαίου της δυτικής ποπ κουλτούρας.
Ο πράκτορας της διανόησης
Ο Μποντ εξελίχθηκε ως φαινόμενο και αντιμετωπίστηκε ως φαινόμενο. Πέρα από τη βιομηχανία του θεάματος, την απήχηση στο κοινό, το χρήμα και την αγγλοκρατία (όπως για αιώνες η παποσύνη ήταν ταυτισμένη με ιταλό ποντίφικα, έτσι και ο Τζέιμς οφείλει νυν και αεί να ενσαρκώνεται από βρετανό ηθοποιό), ο ακαδημαϊκός χώρος τον διέκρινε, τον τίμησε και τον διερεύνησε δεόντως ως σύμβολο. Η λίστα των τίτλων για αυτόν εκτείνεται από την κουλτούρα έως την πολιτική φιλοσοφία. Καταναλωτισμός, τεχνολογική ανάπτυξη, φυλετική ανωτερότητα, πολιτισμικός ιμπεριαλισμός, σεξισμός, Ψυχρός Πόλεμος, branding είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που μπορούν να διαβαστούν πίσω από τις γραμμές του.
Το κινηματογραφικό του οικοδόμημα αναδύεται για τους κοινωνιολόγους Τόνι Μπένετ και Τζάνετ Γούλακοτ με όρους μάρκετινγκ και πωλήσεων στο φόντο της στιγμής του δυτικού καπιταλισμού και της σεξουαλικής επανάστασης της δεκαετίας του ’60. Για τον ιστορικό Σάιμον Σάμα ο φρουρός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν παρά το αντίδοτο κατά του διττού φόβου της πολιτικής κατάρρευσης και της σεξουαλικής ανικανότητας. Αυθεντία στον Μποντ από παλιά, έχοντας αποκωδικοποιήσει καίρια στοιχεία του από το 1965, ο Ουμπέρτο Εκο έγραφε στο δοκίμιο «Αφηγηματικές δομές στον Φλέμινγκ» ότι οι λογοτεχνικές (και κινηματογραφικές, κατ’ επέκταση) παραστάσεις του 007 συγκροτούν μια στυλιζαρισμένη χορογραφία όπου «η πραγματική ιστορία παραμένει αμετάβλητη» και κάθε πλοκή χαρακτηρίζεται από εννέα κινήσεις: ο Μ δίνει μια αποστολή στον Μποντ, ο «κακός» τού αποκαλύπτεται, ο Μποντ τού επιτίθεται ή τον αποκρούει, η γυναίκα εμφανίζεται, ο Μποντ την κατακτά και ούτω καθεξής, έως ότου ο 007 καταβάλει τον «κακό» και απoλέσει τη γυναίκα. Οσο για την ιδεολογία; Ο Εκο διακρίνει στον Φλέμινγκ τα κατάλοιπα του 19ου αιώνα: μιλιταρισμό, εθνικισμό, ρατσισμό, αποικιοκρατία, τον μανιχαϊσμό ενός κυνικού –«ειδικού στη μηχανική της μυθοπλασίας», παρ’ όλα αυτά. Εν μέσω ραγδαίας αποαποικιοποίησης (μεταξύ 1960 και 1968, 22 χώρες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από το Ηνωμένο Βασίλειο) και οικονομικού υποβιβασμού σε δύναμη β’ κατηγορίας, η Μεγάλη Βρετανία μπορούσε μόνο να εξάγει ιδεολογικές αναμνήσεις περασμένων μεγαλείων.
Επιστροφή στο μέλλον
Αυτά τα περασμένα μεγαλεία ακριβώς οδήγησαν και στη διάθεση ριζικής ανανέωσης του ήρωα το 2006. Οπως κατά κόρον έχει λεχθεί και διακριτικά υπογραμμίζεται στην εξομολόγηση της ομάδας των σκηνοθετών, παραγωγών και σεναριογράφων στο τελευταίο τεύχος της βρετανικής έκδοσης του περιοδικού «GQ», το χάσμα που χωρίζει τον Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ από τους προκατόχους του σηματοδοτεί το μέγεθος της κρίσης. «Χρειάστηκε να σύρουμε τον 007 στη δεκαετία του ’90» σχολιάζει ο Μάρτιν Κάμπελ, σκηνοθέτης του «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» το 1995 και του «Casino Royale» το 2006. Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Τζέιμς σερνόταν από τη δεκαετία του ’80. Το 1983 δικαστικές διαμάχες περί δικαιωμάτων είχαν ως αποτέλεσμα η επίσημη ταινία «Επιχείρηση Οκτόπουσι» με τον Ρότζερ Μουρ να κονταροχτυπηθεί με την ανεξάρτητη παραγωγή «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» με τον Σον Κόνερι, καρπό της νομικής επιμονής ενός από τους πρώτους σεναριογράφους της σειράς. Ο ίδιος ο Μουρ υπερτόνιζε το στυλ έναντι της ουσίας, παίζοντας με συνειδητό αυτοσαρκασμό: «Πώς είναι δυνατόν ο Μποντ να είναι κατάσκοπος και παρ’ όλα αυτά να τον γνωρίζει κάθε μπάρμαν παγκοσμίως και να του σερβίρει το αγαπημένο του ποτό; Ελάτε τώρα, όλα αυτά είναι εντελώς γελοία», θα έγραφε στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «My Word is My Bond» (εκδ. Collins) το 2008. Οσο για τους επόμενους που ενδύθηκαν τον μανδύα, ο Τίμοθι Ντάλτον βαρέθηκε να περιμένει τη λήξη της νέας διαμάχης των παραγωγών μεταξύ 1989 και 1994 και ο Πιρς Μπρόσναν λειτούργησε ως πιστός στον σύλλογο, αξιόμαχος υπηρεσιακός προπονητής. Το 2002, ενώ η 11η Σεπτεμβρίου είχε κλονίσει τις βεβαιότητες μιας ολόκληρης εποχής, ο Μποντ στο «Πέθανε μια άλλη μέρα» έπαιζε ακόμη με τα γκάτζετ του.
Οταν λοιπόν ο Ντάνιελ Κρεγκ έκλεβε την παράσταση με το μαγιό του στο «Casino Royale», στην αντιστροφή της σκηνής όπου η Ούρσουλα Αντρες βγαίνει από τη θάλασσα για να αναστατώσει τον ανδρικό πληθυσμό στο «Δρ Νο», ενέγραφε παράλληλα τον ρόλο του στο συνεχές του 21ου αιώνα. Οχι αναγκαστικά γιατί το κοινό του Μποντ έγινε γυναικείο μέσα σε πέντε δεκαετίες, αλλά επειδή ο κόσμος δεν είναι πια αποκλειστικά ανδρικός. Ή αποκλειστικό προνόμιο των λευκών. Ή πεδίο του Ψυχρού Πολέμου. Είναι ίσως η πιο εμβληματική σκηνή των τελευταίων φιλμ που δηλώνει ξεκάθαρα ότι αυτός είναι ένας άλλος ήρωας. Πιο σκοτεινός, πιο ευάλωτος, πιο τσαλακωμένος, οπωσδήποτε. Πιο κοντά ή πιο μακριά από το πρότυπο του Ιαν Φλέμινγκ, δεν έχει σημασία, άλλωστε κάθε μεταρρύθμιση επικαλείται μια επιστροφή στον απολεσθέντα παράδεισο της παράδοσης για να κατευνάσει την εκάστοτε ορθοδοξία. Σημασία έχει ότι ο 007 του Κρεγκ φαίνεται λιγότερο ξεκομμένος από το τώρα.
Οχι για όλους, βέβαια. Γράφοντας στον «New Statesman» της 29ης Οκτωβρίου, η Λόρι Πένι θεωρεί ότι η «νέα» εκδοχή δεν ξεφεύγει από τα εσκαμμένα της παλιάς. Αξίζει έπαινος στον Κρεγκ διότι «υποδύεται έναν πρωταγωνιστή που είναι δισδιάστατος ακριβώς γιατί είναι εσωτερικά κενός». Ομως, ως τραγική φιγούρα του λευκού ιμπεριαλιστή άνδρα, αυτός ο Τζέιμς Μποντ διακρίνεται από «μελαγχολική ομορφιά» αλλά και «παρατραβηγμένη νοσταλγία για έναν καιρό που δεν υπήρξε ποτέ, όταν οι άνδρες ήταν αληθινοί άνδρες, μπορούσαν δηλαδή να βλάψουν όποιον ήθελαν χωρίς να τρέχει τίποτα». Μισογύνης ή λάτρης του γυναικείου φύλου, στυγνός δολοφόνος ή υπερασπιστής των δυτικών αξιών, κατάλοιπο του Ψυχρού Πολέμου ή είδωλο του 21ου αιώνα, είναι ίδιον του ήρωα να αποτελεί σημείον αντιλεγόμενον. Ακριβώς όπως το όνομά του προβάλλεται από τον δημιουργό του ως αποθέωση του βαρετού, ενώ, όπως παρατηρεί ο Ουμπέρτο Εκο, απηχεί το στυλ, την επιτυχία και την πολυτέλεια της λονδρέζικης Μποντ Στριτ.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ