Βράχοι και αρχοντικά, θάλασσα και βάρκες. Ο ακαδημαϊκός Παναγιώτης Τέτσης μάς έμαθε να βλέπουμε την ουσία της Υδρας. Αυτή η πέτρινη αγκαλιά, που παρακολουθεί ο Ερως από ψηλά, ζεσταίνει στα βάθη της εικόνες που ξεσηκώνουν τη ματιά των ζωγράφων. «Υδρα εν κατόψει». Ο νεότερος Κώστας Παπανικολάου θα πει:

«Η Υδρα όπως τη βλέπεις είναι ένα πέτρινο αριστούργημα. Αλλά πόσος πόνος και κόπος κτίστηκαν μαζί με την υδραίικη πέτρα για να γίνουν αυτά τα αρχοντικά»…

Δεκαετίες νωρίτερα, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας άπλωνε στα τελάρα του τη γεωμετρία της νήσου, τις τεθλασμένες έως και καμπύλες γραμμές των μαντρότοιχων και τις μικρές ευθείες των σκαλοπατιών. Κοίτα πόσο μοιάζουν με τα τείχη των πολιτειών στις βυζαντινές εικόνες πάνω στον χρυσό κάμπο. Σηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών σου για να δεις τον κόσμο πίσω από τον ψηλό τοίχο και βλέπεις το «Μεγάλο τοπίο της Υδρας» (1938). Ενα σύμπαν συναρμολογημένο με παραδοσιακά, φυσικά υλικά –πέτρα πάνω στην πέτρα, με μαεστρία αρμολογημένος ο ανεμόμυλος, τα τείχη των αρχοντικών, η φραγκοσυκιά, τα πουλιά και οι χαρταετοί που πετούν, και στο βάθος η θάλασσα και οι μακρινές στεριές. Κι όμως, αυτή η ζωγραφιά του παραδοσιακού οικισμού ανασαίνει τον αγέρα της ευρωπαϊκής «πρωτοπορίας», τον μεταφυσικό ανεμοστρόβιλο του Πικάσο και του Μπρακ. Μια πολύ σύνθετη και μυστηριώδης ματιά που οδηγεί το βλέμμα μας στις περιηγήσεις του καλλιτέχνη στην Υδρα. Ο Οδυσσέας Ελύτης μάς λέει: «Aκόμη και στις πιο φωτεινές, τις πιο καθάριες, τις πιο διαυγείς συνθέσεις του Xατζηκυριάκου-Γκίκα πλανιέται ένα μυστήριο. Eίναι ένα μυστήριο δροσερό, γνώριμο, που το ξαναβρίσκουμε με ανακούφιση γιατί είναι δικό μας».
Μετά τη γωνία του τείχους του αρχοντικού Κουντουριώτη, τα σκαλάκια κλείνουν ξαφνικά προς την προβλήτα με τα δεμένα μικρά σκαριά. Οι υδραίικες βάρκες είναι ένα σύμβολο. Τις κοιτάζεις από ψηλά και είναι σαν να βλέπεις τις «Βάρκες» του Παναγιώτη Τέτση. Δύο σειρές μικρά, παραδοσιακά σκάφη εκατέρωθεν του εσωτερικού μόλου, σχεδόν άχρωμες, αλλά με μια έντονα φωτεινή πινελιά κίτρινου, πράσινου, κόκκινου, γαλάζιου, μπλε χρώματος, προέκταση της κεραμιδόχρωμης σκεπής.
Αργότερα ο Κώστας Παπανικολάου παρακολουθούσε, από το αρχοντικό Τομπάζη, τον ξενώνα των φοιτητών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, να «κόβουν» τα τζάμια του μεγάλου παραθύρου τον αμφιθεατρικό οικισμό σε μικρά, τετράγωνα, αυτόνομα έργα. Και τα σχεδίαζε. Αυτό όμως που σφράγισε το έργο του ήταν η υδραίικη βάρκα. Εκείνον όμως δεν τον γοήτευσε η συμμετρική αρμαθιά των αραγμένων μικρών σκαφών, αλλά η μοναχική βάρκα που μοιάζει να αιωρείται πάνω από το γαλάζιο νερό. Αυτή την αίσθηση δίνουν οι θάλασσες του Κώστα Παπανικολάου, καθώς η επιφάνεια δεν είναι απροσπέλαστο θαλασσί, αλλά διάφανο, που αφήνει να φαίνεται η σκιά της βάρκας στο βάθος. Ενα παιχνίδι με αφετηρία την Υδρα.
Τα μεγάλα παράθυρα και οι ψηλές πόρτες της Υδρας ήταν πάντα ανοιχτές προς τη θάλασσα. Και ο Παύλος Σάμιος παρακολουθεί και ζωγραφίζει τον κόσμο να περνά από τη θάλασσα και την προκυμαία έξω από τα ορθάνοιχτα παράθυρα και τις πόρτες. «Οι βάρκες που ζωγραφίζω», λέει, «είναι βγαλμένες από το τοπίο της Υδρας. Το νησί επειδή είναι κλειστό δημιουργεί μια άλλη ατμόσφαιρα. Τα σκάφη γίνονται πιο μεταφυσικά, παίρνουν ένα άλλο φως». Η Υδρα είναι το νησί που λατρεύει ο Παύλος Σάμιος. Εχει περάσει μήνες σπουδάζοντας αυτό το υπέροχο βυζαντινό ψηφιδωτό που ένα σπίτι πάει πάνω στο άλλο χωρίς προοπτική: «Εβλεπα μπροστά μου μια τοιχογραφία, ένα αληθινό ντεκόρ. Αυτό ήταν καταπληκτικό. Οταν πήγα πρώτη φορά στην Υδρα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευα ότι υπάρχει τέτοιο μέρος, τόσο όμορφο και τόσο ιδιαίτερο στα χρώματα και στα σχήματα. Ετσι όπως αντανακλούν τα βουνά δεξιά και αριστερά, σου δίνει την αίσθηση ότι είναι πραγματικός κόλπος. Δεν είναι απλώς ένα λιμάνι, είναι μια αγκαλιά όπου οτιδήποτε, ακόμη και οι γάτες που τρέχουν από ‘δώ και από ‘κεί, έχει μια άλλη σημασία».
Οι γάτες της Υδρας ήταν η εικόνα που διέγειρε τον ακόμη νεότερο ζωγράφο Σπύρο Αγγελόπουλο: «Δεν ξέρω για ποιον ακριβώς λόγο, αλλά εδώ και δέκα χρόνια που πηγαίνω στην Υδρα έχω την αίσθηση πως το νησί αυτό δεν ανήκει στους ανθρώπους του, αλλά στους γάτους του. Οι γάτοι το έχουν ανακαλύψει, οι γάτοι το έχουν χτίσει και αυτοί το χρησιμοποιούν ως έναν τεράστιο χώρο λατρείας. Απλώς μας αφήνουν να πηγαίνουμε εκεί ως τουρίστες για να θαυμάσουμε τη μεταφυσική ησυχία που επικρατεί στο τεράστιο μοναστήρι τους. Ως τέτοιος, λοιπόν, πρέπει να πάει κάποιος στην Υδρα. Ως ένας ευγνώμων φιλοξενούμενος. Και μερικές φορές ως αλλόκοτος προσκυνητής στον θεό κάποιου άλλου. Τότε ίσως αισθανθεί τα μάτια του να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι, τις αισθήσεις του να οξύνονται. Τότε ίσως μόνο μπορέσει να αποβάλει το προφίλ του και να ζήσει στο τώρα. Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο λόγο για να επισκεφτεί ένας άνθρωπος την Υδρα. Ή, αλλιώς, το μοναστήρι των γάτων».
Η µεταφυσική αλλά και η γεύση της Υδρας. Ο Παναγιώτης Τέτσης φημίζεται ως εξαιρετικός μάγειρας σιφναίικης ρεβιθάδας. Ομως στον νου του έχουν καταγραφεί και τα ρεβίθια της μητέρας του: «Τα ρεβίθια τα υδραίικα είναι διαφορετικά. Δηλαδή είναι ξεφλουδισμένα, όχι να αγοράσετε ξεφλουδισμένα, αλλά να τα ξεφλουδίσετε εσείς, τρίβοντάς τα με τα χέρια σας στο νερό. Αυτά βράζονται σε μια χύτρα, σ’ ένα τσουκάλι, παλιά, όταν υπήρχαν οι φουφούδες, ήταν πήλινο. Τώρα είναι τα ηλεκτρικά. Και δεν βάζουνε κρεμμύδι, καθόλου, οι Υδραίοι. Τα ρεβίθια, το λάδι και στο τέλος θα βάλετε λεμόνι. Αλλά λίγο πριν τα βγάλετε από τη φωτιά, ρίχνετε και λίγο μακαρονάκι κοφτό. Αυτή είναι μια άλλη εκδοχή του ρεβιθιού, πιο ελαφριά». Μια ισχυρή ανάμνηση παιδικών χρόνων και αθωότητας στο νησί…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ