«Η εσωτερική πληρότητα της ορφικής μεθόδου μάς εφάνη πως βαθύτατα συμπίπτει με τις υψηλότερες μαζί και οδυνηρότερες ανάγκες των πνευμάτων, οπού ολοκληρωτικά κι αληθινά, δουλεύονται από τα προβλήματα της εποχής μας (…)». Ομιλεί ο «άρχοντας της λαλιάς μας», καθώς τον αποκάλεσε ο ομότεχνός του Γιώργος Σεφέρης, πιθανότατα από μια κόγχη αυτού του υπέροχου εξώστη της πελεκημένης έπαυλης στη Συκιά, στην άκρη του Πευκιά, λίγο πριν από το Ξυλόκαστρο. Εδώ συνέλαβε στον αρχαιότροπο νου του τη Δελφική Ιδέα και τις Δελφικές Εορτές ο Αγγελος Σικελιανός. Μπροστά του απλώνονταν οι κήποι της έπαυλης, μετά η βοτσαλωτή παραλία, μετά ο γλαυκός Κορινθιακός και απέναντι ο Παρνασσός με τον Ομφαλό της Γης.
Ο μύθος του «αλαφροΐσκιωτου» ποιητή και των παράξενων φίλων του πλανιόταν στην παραλία γυμνός. Εξάλλου και στις Δελφικές Εορτές εξέχουσα θέση κατείχαν οι γυμνικοί αγώνες, μαζί με την παράσταση του «Δεσμώτη Προμηθέα», «του καθολικού τιτανικού ιερογλυφικού» του Αισχύλου και την έκθεση προϊόντων της λαϊκής βιοτεχνίας. «Βέβαια, μια πνευματική πράξη προϋποθέτει πολλαπλές διεξόδους στην πραγματικότητα που μας τριγυρίζει (…)».
Είμαστε συνεπαρμένοι από την πνευματική ενέργεια που αποπνέει το σπίτι του ποιητή αλλά και από την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Από αυτόν τον εξώστη στον Κορινθιακό, που μια γωνιά του σκιάζουν δυο θεόρατα πεύκα από το παρακείμενο άλσος, έχουμε πίσω μας τα ανώγεια διαμερίσματα του Αγγελου Σικελιανού, το γραφείο και την κρεβατοκάμαρά του, και μπροστά μας τους φροντισμένους κήπους του Sikyon Coast Hotel & Resort (www.sikyoncoast.com) που φτάνουν ως την παραλία με τις «κλειστές» και ανοιχτές ξαπλώστρες, συγκεντρωμένες δίπλα και κάτω από τις ψάθινες ομπρέλες. Το ξενοδοχείο είναι συνυφασμένο με την προσωπικότητα όπου συναντιόνταν με όλη τη δύναμη της γοητείας τους η ποίηση και η ζωή. Οταν ο Σικελιανός αντίκρισε αυτόν τον μικρό παράδεισο είπε ότι ήθελε να ζήσει εδώ. Και η σύζυγός του Εύα Πάλμερ δεν του χάλασε ποτέ κανένα χατίρι, ούτε κι αυτό. «Στον Αγγελο αγαπάω τη χώρα του, τον λαό του, τη γλώσσα του, και πιο πολύ τα όνειρά του. Η τιμωρία μου είναι πως δεν τον αγαπώ. Η δικιά του τιμωρία είναι πως του είπα ψέματα, και πως του είπα ότι νοιάζομαι περισσότερο γι’ αυτόν παρά για σένα (…)» έγραφε η Εύα Πάλμερ στην ερωμένη της Νάταλι Μπάρνεϊ. Ενας μεγάλος έρωτας με τα όνειρα που τον χώρισε η αποτυχία των δελφικών εορτών, αλλά τον ένωσε ξανά, μετά θάνατον, το τοπίο των Δελφών, όπου ετάφησαν ο Αγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ.

Εμειναν στην καλαίσθητη έπαυλη –σύνθεση αρχαίων ελληνικών, βυζαντινών και βενετσιάνικων επιρροών –δώδεκα χρόνια και δεν φεύγουν ποτέ από εδώ καθώς τα μεγάλα πορτρέτα τους κυριαρχούν στον χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου. Ο Λεωνίδας Τυπάλδος δεν σκέφτεται ποτέ τη ζωή σε αυτό το ξενοδοχείο χωρίς τον καλό της Αγγελο…


Βοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου· απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.
«Γυρισμός» από τον «Αλαφροΐσκιωτο»
Παρακινείται η κοινή ανάσα της ζωής και της ποίησης καθώς ο ήλιος της ημέρας χαμηλώνει, μακραίνουν οι σκιές και ανάβουν το ένα μετά το άλλο τα λαμπιόνια της νύχτας. Και τα μικρά φανάρια πάνω στα τραπέζια του εστιατορίου «Angelo» –και σε εκείνο το μαρμάρινο που υπήρχε από τότε –όπου ο Στέφανος Πολύζος μαγειρεύει στην περίβλεπτη κουζίνα ένα εκλεπτυσμένο δείπνο: ταρτάρ τόνου, αβοκάντο, μάνγκο και σάλτσα λάιμ, σαλάτα τσικόρε, ροδάκινο και σάλτσα βατόμουρο με βραχάκια παρμεζάνας και προσούτο Πάρμας, σπαγκέτι με μελάνι σουπιάς, ρόκα, ντοματίνια, γαρίδες σβησμένες με παλαιωμένο κονιάκ, πανακότα με χειροποίητη μαρμελάδα φράουλα. Αρμονικό ταίριασμα με τα κρασιά του Κτήματος Παπαργυρίου, που έχει τα κλήματά του ψηλά στα Σοφιανά και το οινοποιείο του εδώ κοντά στον Λαλιώτη, το ροζέ από Αγιωργίτικο και Μαυροδάφνη, ο κόκκινος, δυνατός, Le Roi Des Montagnes από Syrah και το ξεχωριστό λευκό από Sauvignon Blanc και Ασύρτικο που παλαιώνει επί εννέα μήνες αφιλτράριστο σε δρύινα βαρέλια. Η περιοχή είναι καρπερή και έχει χίλια δυο να φιλέψει τον επισκέπτη. Οπως «Το φίλεμα της Λέλας» από το Κιάτο, ένα καλάθι με παραδοσιακά προϊόντα, γλυκά κουταλιού, μαρμελάδες, τουρσιά, σάλτσες και σπιτικά λικέρ.
Eκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα,
τριγύρα μου, και τους καρπούς
γευόμουν απ’ το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού,
του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο…
Οι στίχοι είναι από το «Θαλερό» του Αγγελου Σικελιανού. Μιλούν για το κέρασμα μιας αρχοντοθυγατέρας στο χωριό Θαλερό, όπου ο ποιητής ανέβαινε συχνά καβάλα στη Σίβυλλα, το άλογό του, που ο στάβλος της ήταν κοντά στο γκαράζ του αυτοκινήτου –το οποίο μόνο η Εύα Πάλμερ μπορούσε να οδηγήσει. Εμπνεόταν από το τοπίο, ειδικά όταν «χάιδευε» με το βλέμμα του από το ξάγναντο, κάτω από το πεύκο, το πανόραμα της Κορινθίας. Τον συνάρπαζε η πανοραμική θέα και κυνηγώντας την ανέβαινε ακόμη πιο ψηλά, στη Ζήρεια, για να την απολαύσει.
Οι απολαύσεις, υλικές και πνευματικές, πλανώνται στον χώρο, έως το σύθαμπο και το παράδοξο του μύθου. Αυτές οι παρέες των διανοουμένων με τους αρχαιοελληνικούς χιτώνες ή και χωρίς καθόλου ρούχα ξαπλωμένες στα ζεστά βότσαλα της ακρογιαλιάς, λειτουργούσαν οργιαστικά στη φαντασία των περιοίκων. Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Μέναμε οι δυο σ’ ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας. Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Ομηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους· ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμίας μας, τ’ αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο να μην μπορεί ν’ αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυο σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη (…)». «Αύξου αεί» καθώς έλεγε ο Σικελιανός στον Αλέξανδρο Ιόλα, εδώ στο σπίτι του στη Συκιά του Κορινθιακού.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ