Η εικόνα είχε γίνει viral μέσα σε λίγα λεπτά όταν ανέβηκε στο site της Saatchi Gallery. Κάποιος είχε ζωγραφίσει το «Φιλί», ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και δημοφιλή έργα της δυτικής εικονογραφίας, επάνω στον εναπομείναντα όρθιο τοίχο ενός βομβαρδισμένου κτιρίου στη Δαμασκό. «Η αγάπη και ο έρωτας επιβιώνουν ακόμη και μέσα στα χαλάσματα» θα μπορούσε να είναι ο νέος, προσαρμοσμένος τίτλος του έργου του Γκούσταβ Κλιμτ –θα εξηγούσε εξάλλου την τεράστια απήχηση της εικόνας στον διαδικτυακό κόσμο. Οι υπόλοιπες εικόνες του Ταμάμ Αζάμ από τη σειρά «Syrian Museum» του 2013 δεν είχαν αντίστοιχη ανταπόκριση. Ισως επειδή σε αυτές γινόταν αμέσως εμφανές ότι δεν είχαμε να κάνουμε με ένα έξοχο δείγμα street art, αλλά στην ουσία τα έργα ήταν ψηφιακά επεξεργασμένες εικόνες, μια και ο καλλιτέχνης ζει στο Ντουμπάι εδώ και τέσσερα χρόνια. Επειτα, η καθησυχαστική, ολίγον αυτάρεσκη Μόνα Λίζα μπροστά στα ερείπια μπορούσε να ερμηνευτεί με πιο αιχμηρούς τρόπους, όπως ακριβώς συμβαίνει με το αινιγματικό χαμόγελό της. Ο Μπάνκσι έπιασε, φυσικά, αμέσως το υπονοούμενο. Δύο χρόνια αργότερα, ένα έργο του Ταμάμ Αζάμ θα έβρισκε τη θέση του στο περιβόητο δυστοπικό θεματικό πάρκο του, την Dismaland.
Ο 35χρονος Ταμάμ είναι, λοιπόν, από τους τυχερούς. Οχι μόνο επειδή υπέπεσε στην αντίληψη του πιο διάσημου street artist στον κόσμο, αλλά πρωτίστως διότι κατάφερε να φύγει εγκαίρως από τη Δαμασκό και από τη Σουέντα της Νότιας Συρίας, όπου εργαζόταν ως γραφίστας, χωρίς να κινδυνεύσει η ζωή της γυναίκας του και της κόρης του.
«Μέσα σε επτά μήνες από την επανάσταση του ’11, η κατάσταση είχε επιδεινωθεί πολύ. Οι δρόμοι έκλειναν με μπλόκα και ήταν πολύ δύσκολο να στέλνεις το παιδί σου στο σχολείο. Ηθελα να ξεκινήσω τη ζωή μου κάπου αλλού και στάθηκα τυχερός, μιας και η γκαλερί Ayyam που με εκπροσωπούσε μεταφέρθηκε από τη Δαμασκό στο Ντουμπάι. Η γκαλερί εγγυήθηκε για μένα, αλλιώς θα ήταν αδύνατο να μείνω εκεί, αφού, όπως ξέρετε, δεν δέχονται πρόσφυγες». Ο Ταμάμ μπόρεσε να χτίσει μια νέα ζωή και ταξιδεύει σε Γαλλία, Ιταλία, Καναδά, Τουρκία, Λίβανο, όπου διοργανώνονται εκθέσεις με τη δουλειά του, η οποία σχετίζεται πάντα με τις δραματικές στιγμές που ζει η χώρα του. «Η Δαμασκός ρημάζει. Είναι καλύτερα τα πράγματα στο κέντρο, αλλά κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει σε προάστια όπως η Ντούμα και η Χαράστα, περιοχές που βρίσκονται σε πολιορκία εδώ και δύο χρόνια. Το Ντουμπάι είναι για μένα ένα σπίτι και ένα στούντιο, και αυτό είναι όλο. Δεν είναι μια πόλη με τη συμβατική έννοια του όρου, ένα μέρος στο οποίο ονειρεύεσαι να ζεις, αλλά ένα ασφαλές καταφύγιο». Είναι άραγε η Δαμασκός το μέρος που ονειρεύεται; «Οχι πια» απαντάει ο ευθύβολος και μειλίχιος Ταμάμ.
«Οπου και αν μένουμε στον κόσμο, εξακολουθούμε να είμαστε Σύροι και θέλουμε να επιστρέψουμε στη Συρία».
Ο Ζαχέρ Ομαρίν είναι ορμητικός και μαχητικός, ένας επιβλητικός 30χρονος, το έργο του οποίου έκλεψε την παράσταση στην έκθεση της πολυπολιτισμικής συλλογής του Λουτσιάνο Μπενετόν, Imago Mundi, μαζί βέβαια με το περίπτερο της Συρίας. Ολοι ήθελαν να δουν –όχι χωρίς κάποια δόση εξωτισμού –τι τέχνη βγαίνει από τη χώρα που δοκιμάζεται. Ο Ομαρίν είχε ενσωματώσει από ένα κινητό σε 35 τελάρα 10 χ 12 εκ. Σε καθένα από αυτά προβαλλόταν ένα βουβό βίντεο διάρκειας ενός λεπτού από ερασιτέχνες κινηματογραφιστές, δημοσιογράφους, ακτιβιστές, ακροβολισμένους σε στρατόπεδα προσφύγων εκτός Συρίας ή σε περιοχές που ελέγχονται από το καθεστώς εντός της χώρας. Η ανάλυση χαμηλή, η εικόνα συνήθως τρεμάμενη, οι εικόνες λιγότερο ή περισσότερο καθημερινές –η αυλή ενός σπιτιού, ένας χορευτής σε μια νευρική κίνηση. Το μήνυμα μεταφέρεται από το μέσο που κατέγραψε την επανάσταση: Υπάρχουμε και προσπαθούμε να ζήσουμε την πιο τετριμμένη καθημερινότητα. «Η τέχνη που προέρχεται από τη Συρία αναπόφευκτα περνάει από ένα πολιτικό φίλτρο. Δεν είναι όμως απαραίτητο πάντα να υπάρχει ένα πολιτικό μήνυμα. Οταν είσαι καλλιτέχνης, δεν έχεις άλλον τρόπο να εκφραστείς παρά μόνο μέσα από την τέχνη σου. Θέλεις να φωνάξεις ποιος είσαι και αυτό είναι το εργαλείο που έχεις στη διάθεσή σου» διευκρινίζει.

Ο Ζαχέρ μεγάλωσε στη Χάμα, στον απόηχο της μεγάλης σφαγής του ’82, σπούδασε στη Δαμασκό και ζει στο Λονδίνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, όπου κάνει το διδακτορικό του επάνω στον κινηματογράφο-ντοκιμαντέρ στο Πανεπιστήμιο Goldsmiths. Είναι δραστήριος και πολυσχιδής, ένας audio-visual καλλιτέχνης, συγγραφέας και δημοσιογράφος. «Είναι άραγε αποτελεσματικό να μένεις στη Συρία και να μην μπορείς να κάνεις τίποτε; Το πιο πιθανό είναι ότι αν βρίσκεσαι εκτός της χώρας θα μπορείς να κάνεις πολύ περισσότερα» εξηγεί. «Οχι ότι συμφωνώ με τον διαχωρισμό που γίνεται ανάμεσα σε αυτούς που παραμένουν και εκείνους που έχουν φύγει. Οι καλλιτέχνες αποτελούν μια ομάδα και όλοι μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους σε αυτή την υπόθεση. Η χώρα έχει μια πολύ μεγάλη ιστορία και πολιτιστική παράδοση και πρέπει να έρχονται και αυτά στο προσκήνιο. Αυτοί που στέλνουν τη δουλειά τους μέσα από τη χώρα εμπνέουν εκείνους που βρίσκονται έξω και όσοι ζουν έξω δημιουργούν γέφυρες με τη Συρία και τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό που χρειάζονται είναι υποστήριξη από έναν πολιτιστικό οργανισμό που θα τους συστήσει στη διεθνή σκηνή. Εχουν πολλά να πουν στον κόσμο». Ο Ζαχέρ, όπως και ο Ταμάμ, συμμετείχε στην επανάσταση του 2011 επειδή, όπως λένε, «θέλαμε να βγούμε από τον μεσαίωνα στον οποίο μας είχε βυθίσει το καθεστώς, διεκδικούσαμε περισσότερη αξιοπρέπεια και ελευθερία. Η ελευθερία της έκφρασης ήταν πολύ περιορισμένη. Εμπαινες φυλακή για ένα άρθρο, ένα βιβλίο, ένα έργο τέχνης, αν καταπατούσες τις κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης».
Ο φωτογράφος και κινηματογραφιστής Αμάρ αλ-Μπέικ ξέρει πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάει ο συμπατριώτης του. Οταν βρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 2011 στη Βενετία, προσκεκλημένος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου με την πρώτη του ταινία, «The Sun’s Incubator», για την επανάσταση, παγιδεύτηκε κατά κάποιον τρόπο στη χώρα. Αν γύριζε πίσω στη Δαμασκό, θα έμπαινε φυλακή επειδή η ταινία του είχε δυσαρεστήσει το καθεστώς –και αυτή η εξέλιξη θα ήταν το ευνοϊκό σενάριο. Ξεκίνησε, λοιπόν, η περιπλάνησή του σε Ιταλία, Λίβανο, Ντουμπάι, για να καταλήξει τελικά στη Γερμανία, όπου αιτήθηκε πολιτικό άσυλο, πριν από περίπου έναν χρόνο. Η υπόθεσή του προχώρησε, οπότε ο Αμάρ έμεινε οκτώ μήνες σε στρατόπεδο προσφύγων στο Βερολίνο και μόλις πρόσφατα μετακόμισε σε ένα μικρό στούντιο. «Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;» τον ρωτώ. «Αυτό είναι το θέμα της επόμενης ταινίας μου» απαντά. Ο 43χρονος Αμάρ αλ-Μπέικ, ένας βαθύτατα ευγενικός άνθρωπος, είναι ανακουφισμένος που μπορεί να δουλέψει «στην πρωτεύουσα των τεχνών», όμως πιστεύει ακράδαντα, όπως και οι υπόλοιποι συνομιλητές μου, ότι αν οι μεγάλες δυνάμεις σταματούσαν τον πόλεμο και δεν προέτασσαν τα δικά τους συμφέροντα, δεν θα χρειαζόταν να φιλοξενούν τόσους πρόσφυγες. Μουσουλμάνος «μόνο στα χαρτιά», δηλώνει ότι πιστεύει μόνο στη «δύναμη του πολιτισμού» και χάρηκε πολύ όταν έμαθε ότι είμαι Ελληνίδα. Γιατί χάρη στην ελληνική καταγωγή της και το ελληνικό διαβατήριο, η γυναίκα του και η πεντάχρονη κόρη του μένουν στην Αθήνα, απ’ όπου πέρασε και εκείνος για τέσσερις ημέρες, προτού φτάσει στη Γερμανία. Εχει οκτώ μήνες να τις δει και ελπίζει ότι θα βρεθούν σύντομα κοντά του, αν και είναι πολύ σημαντικό για εκείνον να μάθει ελληνικά η κόρη του. Η Ελλάδα και η Συρία έχουν εξάλλου πολλές ομοιότητες και μία από αυτές είναι η ανυπέρβλητη πολιτιστική κληρονομιά τους. Δεν μπορεί όμως να είναι αιθεροβάμων, δεν του επιτρέπεται να είναι ρομαντικός. «Εζησα 40 χρόνια στη Συρία. Επειτα από τόσο καιρό χάσαμε τη χώρα μας, τις αναμνήσεις μας, τις οικογένειές μας. Δεν θέλω όμως να νοσταλγώ, να περιμένω πότε θα φτιάξουν τα πράγματα. Θέλω να δουλεύω και να μπορώ να ζήσω τη γυναίκα μου και την κόρη μου. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα. Μπορώ να βοηθήσω τον λαό μου από απόσταση, μέσα από τις ταινίες μου».

Υπάρχουν όμως και αυτοί που μένουν.
Οπως η ηθοποιός και χορογράφος Νούρα Μουράντ, διευθύντρια της ομάδας χορού Leish Troupe, η οποία δραστηριοποιείται στη Δαμασκό από το 1999. Στην επικοινωνία μας που έγινε μετ’ εμποδίων, εξαιτίας των συχνών διακοπών ηλεκτροδότησης στην πόλη, υπήρξε πολύ ξεκάθαρη: «Εδώ είναι το σπίτι μου, η ζωή μου, το μέλλον μου. Εχω ζήσει στην Ευρώπη τρία χρόνια και ξέρω πως όταν είσαι ξένος σε μια χώρα θα παραμείνεις ξένος όλη σου τη ζωή. Είναι η πιο σημαντική στιγμή για τη χώρα μου και θα παραμείνω εδώ. Είναι πολύ δύσκολα, στα προάστια η κατάσταση είναι δραματική με τις εκρήξεις παγιδευμένων αυτοκινήτων, στο κέντρο όμως η κατάσταση είναι σχετικά ασφαλής για την ώρα. Δεν είμαι μόνη, είμαστε αρκετοί που έχουμε κάνει αυτή την επιλογή. Ξέρετε, κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Λίβανο αναρωτιόμασταν πώς γίνεται να συνεχίζουν τη ζωή τους αυτοί οι άνθρωποι μέσα στην καταστροφή. Τώρα όμως κάνουμε το ίδιο κι εμείς. Παρουσιάζουμε τη δουλειά μας σε θέατρο, υπάρχει κινηματογράφος, πηγαίνουμε σε μπαρ». Η Νούρα συνεργαζόταν στο παρελθόν με ευρωπαϊκούς πολιτιστικούς οργανισμούς, όπως π.χ. το Ινστιτούτο Goethe στη Δαμασκό, όμως από το 2011 οι ξένοι σταμάτησαν να επισκέπτονται τη χώρα και οι πρεσβείες έκλεισαν. Τον τελευταίο καιρό προσπαθεί να πάει στο Παρίσι για να επισκεφθεί τους παλιούς συνεργάτες της, αλλά είναι αδύνατον να πάρει βίζα. Δεν ξέρει γιατί γίνεται αυτό, εκείνη θέλει μόνο να ταξιδέψει, να ανοίξει κανάλια συνεργασίας. Δεν το βάζει κάτω ωστόσο, θα παρουσιάσει τη νέα της δουλειά με κάθε τρόπο μέσα στο 2016. «Βλέπω όλον τον κόσμο να φεύγει. Δεν εξετάζω αν είναι σωστό ή λάθος, αλλά όταν 800.000 άνθρωποι πηγαίνουν στη Γερμανία, μένεις μόνο με τους ηλικιωμένους, αποστραγγίζεται η χώρα από το νεανικό δυναμικό της. Πώς θα υπάρξει μέλλον σε αυτή τη χώρα χωρίς νέους ανθρώπους;».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ