Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης γεννήθηκε το 1980 στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών και του Paris II, Panthéon-Assas. Εμπνευστής της έννοιας Criminart, του συνδυασμού εγκλήματος και τέχνης, ζει στο Παρίσι, ενώ, παράλληλα με τη συγγραφή, ετοιμάζει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Η αναπαράσταση της ανθρωποκτονίας στη γαλλική ζωγραφική του 19ου αιώνα». Το βιβλίο του με τίτλο «Στον 5ο όροφο της Νομικής» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φερενίκη. Πηγή: Παύλος Κάπογλου

Το έγκλημα –φαινόμενο εγγενές σε κάθε κοινωνία και κάθε εποχή –είναι παρόν στις τέχνες διαχρονικά, τόσο στις περιγραφικές όσο και –έστω με μικρότερη συχνότητα –στις πλαστικές.

Δεν μας εκπλήσσει, λοιπόν, πως σε ένα μουσείο-θεματοφύλακα πολιτισμών όπως το Λούβρο η ανθρωποκτονία αναπαρίσταται σε μουσαμά, σε μάρμαρο, σε πηλό. Οταν απομακρυνθεί κανείς από την τετριμμένη διαδρομή «Νίκη της Σαμοθράκης – Μόνα Λίζα – Αφροδίτη της Μήλου», είναι σίγουρο πως θα βρεθεί –ανάμεσα στα άλλα –πρόσωπο με πρόσωπο με τον δράστη ή το θύμα κάποιας δολοφονίας.
Και ο θεατής από τη θέση του αυτόπτη μάρτυρα προσλαμβάνει τη δολοφονία όχι πια με κριτήρια ηθικά ή δικαιικά, αλλά καθαρά αισθητικά.
Ως μάρτυς της σκηνής, νιώθει τον τρόμο από απόσταση και με τρόπο έμμεσο, αφού δεν τον καταλαμβάνει ο φόβος του θύματος, το μακάβριο βασανιστήριο της επιθανάτιας αγωνίας του. Αντίστοιχα, η απόσταση από τον δολοφόνο τού επιτρέπει να νιώσει την έκσταση της πράξης του χωρίς συνέπειες, χωρίς να επικρέμαται από πάνω του η δαμόκλειος σπάθη της τιμωρίας.
Ο περίεργος επισκέπτης του Λούβρου, λοιπόν, θεατής και αυτόπτης μάρτυς σε μία σκηνή δολοφονίας, ασφαλής τόσο σωματικά –σε αντίθεση με το θύμα –όσο και ηθικά/ποινικά –σε αντίθεση με τον δράστη, απολαμβάνει το θέαμα ως μια αισθητική «sublime» εμπειρία.
Η εμπειρία αυτή γίνεται ακόμη πιο μεγαλειώδης όταν δράστης της αναπαριστώμενης ανθρωποκτονίας είναι γυναίκα. Η γυναίκα –παθητική φιγούρα μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, κατ’ εξοχήν θύμα εγκλημάτων βίας –ως δολοφόνος αντιμετωπιζόταν στην επιστήμη μέχρι σχετικά πρόσφατα ως ένα φαινόμενο εξαιρετικό, μία ανωμαλία της φύσης, ένα ηθικό τέρας. Η γυναίκα είναι εκείνη που δίνει ζωή, δεν την παίρνει.
Η γυναίκα ανθρωποκτόνος στην τέχνη είναι η τραγική ηρωίδα, η βάρβαρη, η μάγισσα, η δηλητηριάστρια, η ηρωική παρθένος, η θεϊκή τιμωρός, η βαμπ. Ενδεδυμένη με τα χρώματα και τα υλικά καλλιτεχνών που φιλοξενούνται στο Λούβρο, καλεί τον θεατή-αυτόπτη μάρτυρα να αφεθεί χωρίς φόβο –αλλά με πάθος –στην ιστορία της.
Μήδεια, η παρεξηγηµένη


Το όνομα Μήδεια είναι συνώνυμο της παιδοκτονίας. Κι όμως, η πράξη που της καταλογίζεται δεν είναι παρά ένα καλλιτεχνικό εφεύρημα, το οποίο εισήγαγε ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του προκειμένου να σοκάρει το αθηναϊκό κοινό.
Ο αρχικός μύθος έλεγε ότι η Μήδεια είχε προδώσει τη χώρα και τον πατέρα της για τον έρωτα του Ιάσονος, κατακρεούργησε τον αδελφό της για να καθυστερήσει την καταδίωξή τους και έφθασε ασφαλής στην Κόρινθο. Εκεί, και αφού τα χρόνια πέρασαν, ως τιμωρία στον Ιάσονα για την απιστία του, δηλητηριάζει με νυφικό πέπλο τη νέα σύντροφο του άνδρα της, Γλαύκη, και τον πατέρα της Κρέοντα, βασιλιά της Κορίνθου, με ένα στέμμα. Βάσει του αυθεντικού μύθου, ωστόσο, τα παιδιά της δεν θανατώθηκαν από την ίδια. Αντίθετα, τα σκότωσαν οι Κορίνθιοι για να εκδικηθούν τον φόνο του βασιλιά και της πριγκίπισσάς τους.
Στον πίνακα του Ντελακρουά, η Μήδεια –ενδεδυμένη με τα χρώματα του κακού, το μαύρο και το κόκκινο, βάρβαρη μάγισσα και ας είναι το δάχτυλο του ποδιού της σημάδι ελληνικό –κρατάει το στειλιάρι με το σκοτεινό της βλέμμα καρφωμένο στο βάθος.
Ετοιμάζεται άραγε να σκοτώσει τα παιδιά της προτού φθάσει ο Ιάσων –όπως τη θέλει ο Ευριπίδης και αναμένουμε εμείς –ή προετοιμάζεται μάταια να τα προστατεύσει από τους Κορίνθιους που την πλησιάζουν;
Δεν έχει πια σημασία. Ακόμη και αν η αλήθεια είναι άλλη, η Μήδεια δεν θα παύσει ποτέ να είναι στη συλλογική συνείδηση η χειρότερη εγκληματίας: η μάνα που σκότωσε τα ίδια της τα παιδιά.
Τοµύρις, η Τιµωρός


Οπως μας λέει ο Ηρόδοτος, η Τομύρις, βασίλισσα των Μασσαγετών, μιας νομαδικής σκυθικής φυλής, απέρριψε την πρόταση γάμου του Κύρου, του «ανίκητου» βασιλιά των Περσών, που ήθελε την εύφορη γη της ως προίκα. Εκείνος ωστόσο επιτέθηκε εναντίον της με τρόπο δόλιο, αντίθετο στο «Δίκαιον του Πολέμου». Προμήθευσε με ασκούς κρασί τους άμαθους σε αυτό Μασσαγέτες και μόλις εκείνοι κατέρρευσαν μεθυσμένοι σκότωσε και αιχμαλώτισε τους μισούς. Ανάμεσά τους και τον στρατηγό Σπαργαπίση, γιο της Τομύριδος.
Η βασίλισσα ζήτησε από τον Κύρο να αποχωρήσει από τη γη της και να απελευθερώσει τον γιο της, μιας και η νίκη του ήταν δόλια, αντίθετη στο δίκαιο και στην ηθική. Εκείνος αρνήθηκε και έσπρωξε τον Σπαργαπίση στην αυτοκτονία.
Η Τομύρις ορκίστηκε εκδίκηση, ότι την ακόρεστη δίψα του για αίμα εκείνη θα του τη χορτάσει. Πράγματι, οι Πέρσες ηττήθηκαν στη μάχη και η Τομύρις σκότωσε και αποκεφάλισε τον Κύρο με τα ίδια της τα χέρια. Στο έργο του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς βλέπουμε το κεφάλι του Κύρου λίγο προτού βυθιστεί σε ένα αγγείο γεμάτο αίμα, ξεδιψώντας –όπως του είχε υποσχεθεί –την επιθυμία του για αίμα.
Ο πίνακας αυτός κρεμόταν απέναντι από τον θρόνο του Λουδοβίκου του 14ου για να του θυμίζει ότι οι πολεμικές κατακτήσεις έχουν και αυτές όριο, όριο βασισμένο στη Θεία Δικαιοσύνη.
Θρακιώτισσες, οι στιγµατισµένες


Μετά την αποτυχημένη απόπειρα να ξαναφέρει στη ζωή την αγαπημένη του Ευρυδίκη, ο Ορφέας περιφερόταν απαρηγόρητος στα δάση της Θράκης με την άρπα του. Απέφευγε τη συντροφιά των γυναικών και μόνοι του ακόλουθοι ήταν οι άνδρες της περιοχής, που αρνούνταν πια τις γυναίκες και τα σπίτια τους, μαγεμένοι από τις θλιμμένες μελωδίες του Ορφέα. Οι Θρακιώτισσες, οργισμένες που ο ποιητής δεν καταδεχόταν να τους τραγουδήσει και επειδή είχε παρασύρει τους άνδρες τους με τα τραγούδια του, τα οποία μετά τον θάνατο της Ευρυδίκης δεν μιλούσαν πια για τα κάλλη των γυναικών, έπιασαν τα ξίφη. Τον κομμάτιασαν και πέταξαν στον ποταμό Εβρο το κεφάλι και τη λύρα του.
Οι δολοφόνοι, όμως, δεν έμειναν ατιμώρητες. Οι Θρακιώτες δερματόστιξαν τα δολοφονικά τους χέρια, προκειμένου όσοι τις βλέπουν να θυμούνται την πράξη τους. Τα στίγματα αυτά που βλέπουμε στα χέρια της γυναίκας που ετοιμάζεται να σκοτώσει τον Ορφέα στον αθηναϊκό αμφορέα αποτελούν μια αιώνια κοινοποίηση της ενοχής τους.
Η τιμωρία από μόνη της –τουλάχιστον για τους συντρόφους του δολοφονημένου ποιητή –δεν ήταν αρκετή αν δεν συνοδευόταν από στιγματισμό, δερματικό και κοινωνικό.
Σαρλότ Κορντέ, η αόρατη


Η απουσία της δολοφόνου στον πίνακα του Ζακ-Λουί Νταβίντ δεν είναι τυχαία. Προσωπικός φίλος του Ζαν-Πολ Μαρά, υποστηρικτής της Επανάστασης και του καθεστώτος τρόμου που είχαν επιβάλει οι Ορεινοί με επικεφαλής τον Ροβεσπιέρο, ο ζωγράφος παρουσιάζει το θύμα ως έναν μάρτυρα της Επανάστασης. Το φως, η στάση του σώματος, το εξιδανικευμένο πρόσωπο του νεκρού «Φίλου του Λαού», μας δίνει την αίσθηση μίας πιετά, με τον Μαρά στη θέση του Ιησού.
Σε αυτή την προπαγανδιστική εικονογράφηση η δολοφόνος δεν έχει θέση. Ο καλλιτέχνης πίστευε άλλωστε ότι σύντομα το όνομά της θα ξεχαστεί. Για αυτόν η δράστις δεν ήταν παρά ένα πιόνι των Γιρονδίνων. Κι όμως, η νεαρή κοπέλα που έφθασε στο Παρίσι από τη Νορμανδία με σκοπό να δολοφονήσει τον υπεύθυνο για χιλιάδες αποκεφαλισμούς πολιτικών του αντιπάλων σχεδίασε και έδρασε μόνη της. Η έκπληξη από τη φύση του εγκλήματος ήταν τέτοια που η Σαρλότ Κορντέ υπέστη φυσιολογική εξέταση για να βεβαιωθούν ότι ήταν όντως γυναίκα και όχι μεταμφιεσμένος άνδρας.
Παρά τη βεβαιότητα του καλλιτέχνη, το όνομά της δεν ξεχάστηκε. Η πράξη της, η πολιτική της σκέψη κατά την υπεράσπισή της πριν από τον αποκεφαλισμό της δύο ημέρες αργότερα και η εύθραυστη ομορφιά της ενέπνευσαν πολλούς καλλιτέχνες μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως τον Πολ Μποντρί και τον Εντβαρτ Μουνχ, οι οποίοι σε αντίθεση με τον Νταβίντ, όχι μόνο την περιέλαβαν σε πίνακές τους, αλλά και την ανύψωσαν σε σύμβολο ενάντια στην τυραννία.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ