«Ακριβώς στις 8.15 π.μ., ώρα Ιαπωνίας, το πρωινό της 6ης Αυγούστου 1945, την ώρα που η ατομική βόμβα έσκαγε πάνω από τη Χιροσίμα, η κυρία Τοσίκο Σασάκι, μια υπάλληλος στο τμήμα προσωπικού της εταιρείας East Asia Tin Works, καθόταν στο γραφείο της. Εκείνη τη στιγμή γυρνούσε το κεφάλι της για να μιλήσει στη συνάδελφο που καθόταν στο διπλανό γραφείο».
Με αυτά τα απλά, λογοτεχνικά λόγια, ξεκινάει ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα στην ιστορία της δημοσιογραφίας, το ρεπορτάζ «Χιροσίμα» του δημοσιογράφου Τζον Χέρσι, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The New Yorker», έναν χρόνο μετά τη στιγμή που μια λευκή έκρηξη, η πιο λευκή που είχαν δει ποτέ στη ζωή τους, εξαφάνιζε 80.000 κατοίκους της Χιροσίμα και καταδίκαζε σε θάνατο άλλους 60.000 μέχρι το τέλος της επόμενης χρονιάς. Οταν το κείμενο δημοσιεύθηκε, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει, η Χιροσίμα ήταν μια εγκαταλελειμμένη πόλη χωρίς ύδρευση, ηλεκτρισμό και στοιχειώδεις υποδομές, βρισκόταν υπό αμερικανική κατοχή και μια περιοχή σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων στο κέντρο της ήταν κυριολεκτικά μια μαύρη τρύπα που μύριζε θάνατο. Η Τοσίκο Σασάκι, ετών 21, ήταν ζωντανή, αλλά παράλυτη.
Η ιστορία έχει πια γραφτεί, έχει εμπεδωθεί. Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται 70 χρόνια από τη στιγμή που μια φρικαλεότητα οδήγησε σε μια ευλογία. Από τη στιγμή που η βόμβα οδηγούσε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ατομική βόμβα, το αποτέλεσμα του σχεδίου Μανχάταν, ενός πρότζεκτ που ξεκίνησε στο εργαστήριο του Λος Αλαμος, όπου δύο δισεκατομμύρια δολάρια και δεκάδες χιλιάδες αμερικανοί εργαζόμενοι δούλευαν μέρα-νύχτα παράγοντας τεράστιες ποσότητες ουρανίου, διαχωρίζοντας το σχάσιμο ισότοπο U-235 και κυνηγώντας μέσω αντικατασκοπείας την πρόοδο της επιστήμης στην αντίθετη πλευρά, είχε ριχτεί από το αεροσκάφος Enola Gay, ένα από τα πιο διάσημα αεροπλάνα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο όλεθρος σκορπιζόταν, ακολουθούσε η ρίψη της βόμβας στο Ναγκασάκι στις 9 Αυγούστου και λίγες ημέρες μετά, στις 15 Αυγούστου του 1945, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο με ραδιοφωνικό του διάγγελμα ανακοίνωνε τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, αλλά η πόλη έμεινε. Οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν, όσοι επέζησαν απομακρύνθηκαν αφήνοντας πίσω τους τις ομαδικές καύσεις νεκρών και τις φήμες που έλεγαν πως στη γη τους δεν θα φυτρώσει τίποτα για τα επόμενα 70 χρόνια. Οι φήμες αποδείχθηκαν υπερβολικές.
Λίγο καιρό μετά, η κανονικότητα επέστρεψε, πάντα επιστρέφει. Και η πόλη έπρεπε να χτιστεί ξανά. Συνολικά, το επόμενο διάστημα, μια έκταση ακτίνας δεκάδων χιλιομέτρων έπρεπε να εγκαταλειφθεί για να καθαριστεί –για τέσσερα χρόνια έμεινε ακατοίκητη. Μόλις η σκόνη καταλάγιασε υπήρξαν φωνές που ζητούσαν εκδίκηση από την Αμερική που ήταν ήδη η κατέχουσα δύναμη στη χώρα. Οι πιο ψύχραιμες φωνές επικράτησαν. Η πόλη χρειαζόταν χρήματα και η κατοχική κυβέρνηση της Ιαπωνίας, έπειτα από επανειλημμένα αιτήματα της Χιροσίμα, συμφώνησε σε ένα σχέδιο ανοικοδόμησης.
Πρόσφατα, ο καθηγητής Πανεπιστημίου της Χιροσίμα Νοριόκι Ισιμάρου εξήγησε στο περιοδικό «Τime» πως «οι πολιτικοί της εποχής ήταν αρκετά έξυπνοι για να μην απαιτήσουν με επιθετικό και καταγγελτικό τρόπο χρήματα αλλά να τα ζητήσουν με επιμονή και διπλωματία». Ο άνθρωπος που αποφάσισε να εγκριθεί το σχέδιο ανοικοδόμησης ήταν ο αμερικανός στρατάρχης Ντάγκλας Μακ Αρθουρ, ο κατοχικός διοικητής της Ιαπωνίας στη μετάβασή της προς το μεταπολεμικό δημοκρατικό καθεστώς (1945-1950).
Εκείνη την εποχή υπήρξε η ιδέα η ανοικοδόμηση της πόλης να γίνει γύρω από μια ακτίνα 2 χιλιομέτρων που θα έμενε άγονη και άχτιστη, με την πόλη να οικοδομείται γύρω της, ένα τεράστιο φυσικό μουσείο καταστροφής. Τελικά, προτιμήθηκε ένας πιο πρακτικός δρόμος, δημιουργήθηκε το Μνημείο Ειρήνης της Χιροσίμα ή αλλιώς ο Θόλος της Ατομικής Βόμβας. Πρόκειται για τα απομεινάρια του εκθεσιακού κέντρου προώθησης βιομηχανικών προϊόντων της πόλης, το οποίο ήταν το πλησιέστερο στο υπόκεντρο της ατομικής έκρηξης. Εμεινε όρθιο, αλλά ένα μέρος του εξαερώθηκε και παραμένει έτσι σαν υπενθύμιση του ολέθρου.
Το βασικό στην ανοικοδόμηση των πόλεων είναι η μετατροπή του αρνητικού σε θετικό. Η ιδέα του Σίνζο Χαμάι, δημάρχου της πόλης το 1949, να ανακηρυχθεί η Χιροσίμα «Πόλη της Ειρήνης», συνεισέφερε θετικά στο να κερδίσει η πόλη διεθνή προσοχή και να μετατραπεί σταδιακά σε πόλο έλξης διεθνών συνεδρίων για την ειρήνη. Σε αυτό το πλαίσιο, το 1992 δημιουργήθηκε το δραστήριο ίδρυμα Hiroshima Interpreter and Guide Association (HIGA) και το 1998 το Ινστιτούτο Ειρήνης της Χιροσίμα. Ο νυν δήμαρχος της πόλης, Καζούμι Ματσούι, είναι ο πρόεδρος των «Δημάρχων για την Ειρήνη», ενός διεθνούς οργανισμού κατά του πολέμου με σκοπό την κατάργηση των πυρηνικών όπλων μέχρι το 2020. Η πρόσφατη ιστορική συμφωνία έξι παγκοσμίων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσίας, Γαλλίας, Κίνας, Βρετανίας και Γερμανίας)με το Ιράν για περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης με αντάλλαγμα την άρση των διεθνών οικονομικών κυρώσεων δείχνει πως 70 χρόνια μετά τον βομβαρδισμό της Ιαπωνίας ο κόσμος είναι ένα πολύ πιο λογικό μέρος.
Η Χιροσίμα σήμερα είναι μια ευχάριστη πόλη 1,1 εκατομμυρίων κατοίκων με ασχολίες και ανησυχίες που δεν διαφέρουν από αυτές του υπόλοιπου πολιτισμένου κόσμου. Εχει τουρισμό, έχει πανεπιστήμιο, βιομηχανική ζώνη και οτιδήποτε έχει χτιστεί τις τελευταίες επτά δεκαετίες, από στάδια μέχρι εργοστάσια αυτοκινήτων, με έναν υπόκωφο τρόπο έχουν σχέση με τη βόμβα. Η αμερικανική κουλτούρα έχει επικρατήσει και εκεί. Το μαρτυρούν τα εμπορικά κέντρα και τα Starbucks που υπάρχουν σε κάθε γωνία. Δίπλα τους βρίσκονται μερικά δέντρα που ζούσαν 70 χρόνια πριν. Κάποια από αυτά δεν θα βγάλουν ποτέ ξανά φύλλα· όσα μνημεία και αν χτιστούν, τα φυσικά μουσεία μνήμης της πόλης είναι πιο σημαντικά.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ