Στην Ελλάδα, για πολλούς λόγους, δεν αναπτύξαμε ποτέ σοβαρή ποπ κουλτούρα και, ειδικά στη μουσική, είχαμε συνήθως ταυτισμένο το λαοφιλές με το λαϊκό. Επειδή θεωρούσαμε λαϊκό το τραγούδι που περιείχε μπουζούκι, όση ποπ μουσική δημιούργησαν Ελληνες κατά τα δυτικά πρότυπα την υποβιβάζαμε. Το πέρασμα του χρόνου έδειξε ωστόσο ότι μερικοί από αυτούς έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους. Η διαχρονικότητα που επιδεικνύουν κάποια τραγούδια από τα τιμημένα 90s, για παράδειγμα, δεν οφείλεται μόνο στη νοσταλγική διάθεση των σημερινών τριαντάρηδων αλλά και στο μεράκι των δημιουργών τους. Τα τελευταία χρόνια σαφώς έχουν γίνει βήματα προς την απενοχοποίηση των μουσικών ειδών –κανένας ροκάς δεν ντρέπεται να παραδεχτεί ότι σε μεγάλα κέφια θα ακούσει και Μπιγιονσέ. Τώρα που και οι τελευταίες βεβαιότητες καταρρέουν, ίσως ήρθε η στιγμή να συμφωνήσουμε επιτέλους όλοι ότι καμία (μουσική) απόλαυση δεν θα έπρεπε να θεωρείται ένοχη.
Οι καλλιτέχνες που έχουμε επιλέξει για αυτό το αφιέρωμα είναι όλοι ονόματα γνωστά και εμπορικά. Και αποτελούν επίσης την εμπροσθοφυλακή της ποπ μουσικής αξιώσεων, με προσεγμένες παραγωγές και αισθητική. Προσωπικά, θεωρώ ότι το «Κρυφά» που λένε οι MEΛΙSSES ή το «Μόνο μπροστά» της Demy είναι τραγούδια που θα μπορούν να χορεύονται στα πάρτι του μέλλοντος. Η Κατερίνα Καμπανέλλη είναι πολύ νέα ακόμη, δεν έχει δώσει το στίγμα της, όμως θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια εναλλακτική ποπ ντίβα –τηρουμένων των αναλογιών πάντα. Οι OtherView και οι REC, σχήματα ξεσηκωτικής διασκέδασης, ψάχνονται ηχητικά, τολμούν και προχωρούν. Ολοι τους φωτογραφίζονται για το BHMAgazino και μιλούν για τις επιρροές τους, τις προκλήσεις, τις θυσίες, τα ρίσκα και τις ανταμοιβές τού να δηλώνεις ποπ στην Ελλάδα σήμερα.

DEMY
«Η ποπ είναι παρεξηγημένη»

Η Demy αποτελεί αυτή τη στιγμή το πιο μεγάλο ίσως γυναικείο όνομα της γενιάς της. Την ανακάλυψε η εταιρεία Panik Records πριν από τέσσερα χρόνια και έγινε σταρ με το πρώτο της τραγούδι, μια συνεργασία με τον Μηδενιστή με τίτλο «Μια ζωγραφιά (Ο κόσμος μας)». Λαμπερή, προσηνής, ταλαντούχα, κέρδισε ακόμη περισσότερη αναγνωρισιμότητα (και δημοτικότητα) με τη συμμετοχή της στο πάνελ των κριτών του talent show «The Music School» του Mega, ενώ έχει δοκιμαστεί και στο είδος του μιούζικαλ. Τον Αύγουστο μάλιστα θα περιοδεύσει στην Ελλάδα με τη «Μελωδία της Ευτυχίας». Για την Demy «το τραγούδι είναι μια εσωτερική ανάγκη που βγαίνει από μέσα μου φυσικά, μια αναγκαία συνθήκη της καθημερινότητάς μου. Εχω πιάσει τον εαυτό μου σε μικρότερη ηλικία να κλαίω και ασυναίσθητα να αρχίζω να τραγουδάω, και σε μεγαλύτερη ηλικία ξαφνικά να ξεχνάω γιατί κλαίω και να ψάχνω τετράδιο να γράψω τους στίχους που μου ήρθαν στο μυαλό. Δεν θα μπορούσα να μην τραγουδάω κάθε μέρα, και αν δεν είχα την τύχη να το κάνω επάγγελμα θα το έκανα για μένα».

Η νεαρή τραγουδίστρια μεγάλωσε έχοντας ποικίλα ερεθίσματα «από όλα τα μέλη της οικογένειάς μου. Από Θεοδωράκη, Σαββόπουλο, Μικρούτσικο, ρεμπέτικα έως αμερικανικό ροκ-εν-ρόλ και χιπ-χόπ. Σιγά σιγά άρχισα να ψάχνομαι και να ανακαλύπτω όλα τα είδη της μαύρης μουσικής: jazz, soul αλλά και r’n’b. Δεν σταματάω να εξερευνώ είδη μουσικής». Η ίδια ασχολείται με την ποπ μουσική. Τη θεωρεί ωστόσο ένα παρεξηγημένο είδος στην Ελλάδα; Θα δοκιμαζόταν ποτέ στο λαϊκό τραγούδι; «Η ποπ έχει πια διεκδικήσει και βρει τον χώρο της, όμως, ναι, πιστεύω ότι είναι ως έναν βαθμό παρεξηγημένο είδος. Ισως όχι άδικα. Η ποπ, όμως, μπορεί να είναι ποιοτική, και αυτό είναι κάτι που δεν συνειδητοποιούμε στην Ελλάδα. Είναι ένα είδος που σου δίνει τη δυνατότητα να συνδυάζεις μουσικές επιρροές χωρίς περιορισμούς και αυτό είναι που αγαπώ τόσο πολύ σε αυτήν. Οσο για το λαϊκό τραγούδι, σε αυτή τη χρονική στιγμή θα πω όχι, το λαϊκό τραγούδι δεν είναι κάτι που με εκφράζει. Αν κάποια στιγμή αλλάξει αυτό, ποιος ξέρει…».

Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί στην καλοκαιρινή περιοδεία της «Μελωδίας της Ευτυχίας». Η μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει είναι «οι δυόμισι ώρες σχεδόν συνεχούς παρουσίας επάνω στη σκηνή. Ο ρόλος αυτός είναι μεγάλος και σε όγκο αλλά και σε σημασία. Το ότι έχει ενσαρκώσει τον ίδιο ρόλο η Αλίκη Βουγιουκλάκη αλλά και η Νάντια Κοντογεώργη την προηγούμενη σεζόν είναι από μόνο του μεγάλη πρόκληση. Πιστεύω η δυσκολία αυτού του ρόλου είναι να φανεί η μετάβαση από το αυθόρμητο, αφελές, γεμάτο ζωντάνια κορίτσι στην αποφασιστική γυναίκα που στηρίζει την οικογένειά της όταν προκύπτει η ανάγκη». Τι τη δυσκολεύει πιο πολύ στη δουλειά της; «Τα ωράρια. Είναι τρομακτικά κάποιες φορές. Και η ευαισθησία της φωνής. Θέλει φροντίδα, πειθαρχία και θυσίες στην καθημερινότητα, που μοιάζουν με αυτές που κάνει ένας πρωταθλητής. Θυσίες στις συναναστροφές, στις εξόδους, ακόμη και στη διατροφή – εννοείται όταν αγαπάς και σέβεσαι αυτό που κάνεις». Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που δημιουργούν στους νέους καλλιτέχνες οι σημερινές, αντίξοες οικονομικές συνθήκες; «Είναι μεν πρακτικό, εφόσον πολλοί καλλιτέχνες δεν βρίσκουν τον δρόμο και τον χώρο να ζήσουν από αυτό που κάνουν, δισκογραφικές κλείνουν και οι ευκαιρίες μειώνονται. Υπάρχει όμως και ένα ζήτημα αξιακό. Οι οικονομικές συνθήκες σού κόβουν τα φτερά και σε αποθαρρύνουν από το να ονειρεύεσαι ελεύθερα. Για εμένα δεν υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος από αυτό».

MELISSES
Η μπάντα που δεν τη νοιάζει

Το συγκρότημα MEΛΙSSES το πρωτομάθαμε το 2009 με το τραγούδι «Κρυφά», ένα ελληνικό ποπ κομμάτι που με τον φρέσκο ήχο του ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα στην εγχώρια παραγωγή και δικαίως αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες εκείνης (αλλά και της επόμενης) χρονιάς. Εκτοτε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι για αυτή την ανήσυχη μπάντα. Οι MEΛΙSSES έχουν κάνει αναπάντεχες διασκευές σε τραγούδια που αγαπάνε, από το «Μέτρημα» της Νατάσσας Μποφίλιου ως το παραδοσιακό ηπειρώτικο «Καίγομαι και σιγολιώνω», και έχουν εμφανιστεί δύο φορές στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, παρέα με την Καμεράτα, σε ένα αφιέρωμα στους Βeatles. Με την ίδια συνεργασία είχαν αλώσει λίγους μήνες νωρίτερα και το Ηρώδειο. Δύσκολα θα μπορούσαν να τα φανταστούν όλα αυτά κάποια χρόνια νωρίτερα, τότε που έκαναν πρόβες ως φερέλπιδες επαγγελματίες μουσικοί σε σπίτια φίλων. Παραμένουν πάντοτε ποπ, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που υφίσταται ο ήχος τους. «Οταν πρωτοξεκινήσαμε είχαμε κάποιες επιρροές από ονόματα της βρετανικής ποπ-ροκ σκηνής, όπως για παράδειγμα οι Franz Ferdinand, θέλαμε δηλαδή στην ουσία να κάνουμε Britpop με ελληνικό στίχο. Οσο μεγαλώναμε βλέπαμε ότι θέλαμε να κινηθούμε και προς άλλες κατευθύνσεις. Γι’ αυτό, αν ακούσει κανείς το πρώτο μας άλμπουμ ολόκληρο, θα δει ότι τελικά χώρεσε μέσα πολλές από τις πρώτες επιρροές μας» εξηγούν.

Η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η ποπ σκηνή στην Ελλάδα τούς ενοχλεί λίγο. «Υπάρχουν ελιτιστές που θεωρούν την ποπ κακή μουσική. Υπάρχουν ραδιόφωνα που μπορεί να τους αρέσουν κάποια τραγούδια μας αλλά επειδή μας έχουν συνδέσει με ένα συγκεκριμένο κοινό καταλήγουν να μην τα παίζουν τελικά. Εχουμε διαβάσει και άρθρο παλαιότερα με θέμα ένα τραγούδι μας, το “Σαν σκιά”, στο οποίο η συντάκτρια εξομολογούνταν ότι δεν ήξερε πως το λένε οι MEΛΙSSES: “Συγχωρέστε με, έχω συνήθως καλύτερο γούστο στη μουσική”. Θα έπρεπε ίσως να γίνουμε όλοι λίγο πιο ακομπλεξάριστοι, δεν βοηθούν οι ταμπέλες στη μουσική, αντιθέτως μπορεί να μας μπερδεύουν όλους περισσότερο». Ακριβώς επειδή δεν τους αφορούν οι ταμπέλες, προσπαθούν να εξελίσσονται και να πειραματίζονται με ό,τι τους κινεί το ενδιαφέρον. «Προσπαθούμε να εντάξουμε στον ήχο μας πιο παραδοσιακά όργανα, όπως το νέι, θέλουμε να βάλουμε και κανονάκι σε ένα τραγούδι που ετοιμάζουμε τώρα».

Τους Beatles, τους οποίους τίμησαν τον τελευταίο χρόνο αρκετές φορές, τους αγαπούσαν πάντα πολύ. «Είναι το συγκρότημα για το οποίο μπορείς πραγματικά να πεις πως είναι το κορυφαίο στην ιστορία της μουσικής. Πολλές μπάντες έχουν κάνει αριστουργήματα, όμως στην πορεία των Beatles δεν μπορείς να βρεις μελανό σημείο». Οι MEΛΙSSES, λοιπόν, που ανήκουν κι αυτοί στο δυναμικό της Panik Records, γράφουν μόνοι τους τα τραγούδια τους και σκηνοθετούν οι ίδιοι τα βιντεοκλίπ τους, κυκλοφόρησαν πρόσφατα το νέο τους single με τίτλο «Δεν με νοιάζει», καθώς και τη δική τους εκτέλεση στο υπέροχο «Ηoneymoon Song», τη διασκευή (από τα θρυλικά Σκαθάρια) του «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» του Μίκη Θεοδωράκη.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ
«Και η ποπ θέλει τέχνη»

Την Κατερίνα Καμπανέλλη τη γνωρίσαμε μέσα από το talent show «The Voice». Μόλις 19 ετών ήταν όταν δοκίμασε την τύχη της (για δεύτερη φορά) στον τηλεοπτικό διαγωνισμό και αποφάσισε να ερμηνεύσει το παραδοσιακό τραγούδι «Τριανταφυλλένη» από την πατρίδα της, την Κύπρο. Ξεχώρισε γρήγορα και ήταν λογικό. Εναλλακτικό στυλ, γλυκύτατο πρόσωπο, ωραία φωνή, αλλά και ένα στοιχείο λίγο αναπάντεχο, κάτι ελαφρώς «δύσπιστο» στη συμπεριφορά, που αφήνει μια αίσθηση ότι τίποτα δεν παίρνει πραγματικά στα σοβαρά, ούτε τα κομπλιμέντα ούτε τη λάμψη των προβολέων. Η ίδια θα περιέγραφε τη φωνή της ως εκφραστική και ξεχωριστή. Και σε αυτό δίκιο θα είχε. Η ερμηνεία της στο τραγούδι «Να κρυφτώ», ένα ποπ-ρέγκε κομμάτι που ηχογράφησε όσο ακόμη βρισκόταν στο παιχνίδι, είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους έχει ξεχωρίσει εφέτος το καλοκαίρι, με πάνω από 200.000 views στο YouTube μέσα σε έναν μήνα.

Η Κατερίνα Καμπανέλλη μάλλον δεν ήταν και η τυπική παίκτρια ενός talent show. Οταν τη ρωτάς για τους αγαπημένους της καλλιτέχνες, σου αναφέρει την Αλάνις Μορισέτ, την Εϊμι Γουάινχαουζ, την Μπγιορκ και τον Λούις Αρμστρονγκ. Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο για καλλιτέχνες της πειραματικής ποπ ή της πιο «μαύρης» μουσικής. Η Κατερίνα μπορεί να ονειρεύεται καριέρα ποπ τραγουδίστριας, από εκείνες που δεν χρειάζονται χορευτές και φορέματα με πούλιες και στρας προκειμένου να λάμψουν, αν και κατανοεί πως «εδώ θεωρούμε συχνά την ποπ μουσική ένα άτεχνο είδος, όμως αυτό δεν πιστεύω ότι ισχύει». Η απάντησή της στην ερώτηση με ποια φωνή θα ήθελε ιδανικά να τραγουδήσει κάποια στιγμή είναι μάλλον αναμενόμενη: «Με την Αννα Βίσση». Το πιο δύσκολο για έναν νέο τραγουδιστή που έχει ουσιαστικά ωριμάσει καλλιτεχνικά στο προστατευόμενο περιβάλλον των τηλεοπτικών πλατό είναι να συνηθίσει την εμπειρία των ζωντανών εμφανίσεων και του αυθόρμητου κοινού. Για το νεαρό κορίτσι από τη Λεμεσό «ήταν όντως πολύ δύσκολο στην αρχή, όμως ευτυχώς που υπάρχει η δύναμη της συνήθειας και βοηθάει πολύ». Αυτό που την απασχολεί αυτή τη στιγμή είναι να αποκτήσει τα δικά της τραγούδια «για να μπορεί να ταυτίζεται περισσότερο ο κόσμος που έρχεται να με δει».

Η αγαπημένη της διεθνής επιτυχία αυτό το διάστημα είναι ένα τραγούδι ιδιαίτερο, μια σπαραξικάρδια και ταυτόχρονα δυναμική μπαλάντα, το «Chandelier» της Sia. «Πιστεύω πως είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια» δηλώνει. Για την Κατερίνα Καμπανέλλη το μεγαλύτερο εμπόδιο που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας νέος καλλιτέχνης σήμερα είναι ο κορεσμός. «Τόσοι καλλιτέχνες, λίγες ευκαιρίες να ξεχωρίσει κάποιος». Δεν χάνει ωστόσο την αισιοδοξία της. «Αν έχεις δύναμη, όλα μπορούν να γίνουν» λέει χαμογελώντας με τον γλυκό, αλλά συγκρατημένο τρόπο της.

REC
Μουσική για τους πολλούς

Οι REC μπορούν σίγουρα να θεωρούνται ένα από τα πιο δημοφιλή ποπ συγκροτήματα των τελευταίων ετών. Δημιουργήθηκαν το 2010 από τον δαιμόνιο Αρη Λουμάκη, παραγωγό και frontman τους, ο οποίος, έχοντας στο πλάι του τον Mike Vasiliadis και την Xenia Evven, έχει δημιουργήσει κάποιες τεράστιες επιτυχίες, όπως το «Ασε με να σ’ αγαπώ» ή το «Φύγαμε». Πρόσφατα κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ της καριέρας τους με τίτλο «Ανήκω εδώ», ενώ είναι υποψήφιοι για το βραβείο Best Greek Act των εφετινών MTV Europe Music Awards που θα φιλοξενηθούν τον ερχόμενο Οκτώβριο στο Μιλάνο. Οι ίδιοι θα περιέγραφαν τη μουσική τους ως εξής:

«Ο ήχος μας είναι κατά βάση ποπ, με κάποια ιδιαίτερα πειραματικά ενορχηστρωτικά στοιχεία. Στην πλήρη δισκογραφία μας θα συναντήσει κάποιος από δυναμικές μπαλάντες μέχρι και dance παραγωγές, όλες με έναν κοινό ήχο, με μια κοινή αισθητική».

Ποιες είναι οι πιο βασικές μουσικές επιρροές τους; «Σίγουρα δεν απουσιάζει το ελληνικό στοιχείο, από το οποίο και “βομβαρδιζόμαστε” από μικρή ηλικία, σε κάθε περίπτωση όμως εύκολα εντοπίζεις στις παραγωγές μας τις επιρροές μας από τον ήχο των ποπ σταρ του εξωτερικού». Ο Αρης Λουμάκης θεωρεί ότι το είδος της μουσικής που υπηρετούν οι REC είναι εν μέρει παρεξηγημένο στην Ελλάδα. «Κάποιοι θεωρούν ότι η ποπ δημιουργείται από ανθρώπους άσχετους με τη μουσική, που κάθονται στο σπίτι τους και γράφουν εύπεπτα τραγουδάκια με επιφανειακούς στίχους και απευθύνονται σε παιδάκια που δεν έχουν μουσικό κριτήριο. Γενικώς, ό,τι είναι δημοφιλές κατακρίνεται στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι αν όσοι ισχυρίζονται αυτό ακολουθήσουν κάποια ημέρα έναν από εμάς στο στούντιο και δουν τη διαδικασία της σύνθεσης, ηχογράφησης, μείξης, παραγωγής, καθώς και τα κανάλια διανομής και τον επαγγελματικό τρόπο με τον οποίο γίνονται τα παραπάνω, ίσως να αλλάξουν γνώμη για όσα πιστεύουν για την ποπ. Είναι δυσκολότερο να κάνεις μουσική για τους πολλούς από το να κάνεις μουσική για λίγους με συγκεκριμένα μουσικά ακούσματα».

Μια δυσκολία που αντιμετωπίζουν συχνά συγκροτήματα όπως οι REC είναι το στήσιμο του στουντιακού ήχου στις ζωντανές εμφανίσεις. «Ειδικά τώρα, που προσπαθούμε να μεταφέρουμε τον ήχο και με ορχήστρα, ναι, είναι δύσκολο. Μέχρι σήμερα η λύση του “halfplayback” μάς βοηθούσε, γιατί άκουγες σχεδόν τον ήχο του CD! Εμείς το πάμε ένα βήμα παρακάτω, και αυτό το κάνουμε με την ορχήστρα μας, που ξεκίνησε πρόβες εδώ και περισσότερους από τρεις μήνες και ακόμη δεν έχει γίνει το πρώτο μας live». Ποια μεγάλη, τωρινή παγκόσμια επιτυχία θα ήθελαν να είχαν γράψει; «Ενα από τα αγαπημένα μας τραγούδια που θα θέλαμε τόσο, μα τόσο να έχουμε εμπνευστεί πρώτοι είναι το “Take Me To Church” του Hozier. Δεν πειράζει, όμως, σημασία έχει πως ένα τέτοιο τραγούδι μπήκε στην παγκόσμια δισκογραφία και έτσι μπορεί όλος ο πλανήτης να το απολαμβάνει».

OTHERVIEW
Η άλλη όψη της ποπ

Το λέει και το όνομά τους: η άλλη πλευρά, η άλλη όψη. Της ζωής, της μουσικής, της διασκέδασης. Οι OtherView, αυτό το τρίο που έχει ανανεώσει την ελληνική ηλεκτρονική χορευτική ποπ, ο Βασίλης, η Ελενα και ο Δημήτρης, διακρίνονται από πηγαία χημεία εντός και εκτός σκηνής. Ως σχήμα δημιουργήθηκαν το 2009 από τους δύο άνδρες της παρέας. Στην αρχή πορεύτηκαν για λίγο μόνοι τους, όμως γρήγορα αποφάσισαν ότι χρειάζονταν και γυναικεία φωνητικά. Από τότε μέχρι σήμερα μετρούν δεκάδες επιτυχίες στην Ελλάδα αλλά και εκτός συνόρων, καθώς ο προσεγμένος ήχος τους τούς έχει επιτρέψει να κυκλοφορούν τα κομμάτια τους και στο εξωτερικό, έχοντας αποκτήσει θαυμαστές σε χώρες όπως η Σουηδία, η Ρωσία ή η Δανία. Μάλιστα, τον Σεπτέμβριο θα εμφανιστούν σε πάρτι στην Ιμπιζα στο πλευρό του διάσημου ολλανδού dj Αρμιν βαν Μπιούρεν. Τα γυναικεία φωνητικά τα παρέχει η Ελενα Τσαγκρινού, ένα κορίτσι με πασιφανές star quality, που επιλέχθηκε από τους OtherView τον Ιούνιο του 2013 έπειτα από διαγωνισμό σε συνεργασία με το MTV Greece, ξεχωρίζοντας ανάμεσα σε περισσότερες από 200 συμμετέχουσες.

Οι OtherView έχουν διακριθεί (και) χάρη στο σφρίγος και την ένταση των σόου τους, τα οποία περιλαμβάνουν χορευτικό, δυνατό dj set (με πρωτότυπα mashups, δικές τους παραγωγές και ιδιαίτερα remixes), σε συνδυασμό με live φωνητικά και όργανα (πλήκτρα, κιθάρα). Οι κατηγοριοποιήσεις τούς αφορούν μόνο στον βαθμό που τους επιτρέπουν να συνεννοούνται μεταξύ τους. «Πάντα υπήρχαν και ίσως πάντα να υπάρχουν στερεότυπα για τους ποπ καλλιτέχνες. Oταν όμως σέβεσαι αυτό που κάνεις, πρέπει να τα αγνοείς όλα αυτά και να στέκεσαι στην ουσία. Νομίζω ότι πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν πλέον ποιοτικές εμπορικές δουλειές και είναι σημαντικό αυτό» εξηγεί ο Βασίλης.

Οταν ξεκίνησαν, έπρεπε να κάνουν μια σύνθεση των εμπειριών και των κοσμοθεωριών τους: «Προερχόμασταν από δύο εντελώς διαφορετικούς μουσικούς κόσμους», τονίζει ο Βασίλης, «εγώ του κλαμπ, του djing και της μουσικής παραγωγής. Ο Δημήτρης είχε κυρίως ασχοληθεί με τη σύνθεση μουσικής για κινηματογράφο, είχε κάνει σπουδές κλασικής κιθάρας, είχε πτυχία, δίδασκε σε μουσικά σχολεία στην Αμερική. Νομίζαμε στην αρχή ότι έρχονται σε σύγκρουση όλα αυτά, όμως τελικά αλληλοσυμπληρώνονται. Το μεγάλο στοίχημα είναι να καταφέρεις να φτιάξεις τον δικό σου ήχο. Να μη χρειάζεται να χρησιμοποιεί ο άλλος το Shazam για να σε βρει. Καλύτερα είναι τότε να αποφεύγεις τα πρότυπα, αλλά να επηρεάζεσαι από ό,τι έχει αξία, από μια φράση που θα ακούσεις ή από μια ταινία που θα δεις. Ακόμη και από ringtones μπορείς να εμπνευστείς. Η ποπ, η dance και η house έχουν ούτως ή άλλως συγκεκριμένους κανόνες μέσα στους οποίους οφείλεις να παίζεις, αποφεύγοντας όμως την επανάληψη».

* Φωτογραφίες: Νίκος Τσίρος / Studio ΔΟΛ

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ