Οταν τα ξημερώματα της 1ης Ιουλίου το CNN παρουσίαζε ζωντανά από την Αθήνα σε αντίστροφη μέτρηση τα δευτερόλεπτα που απέμεναν στο ρολόι ως την αθέτηση της πληρωμής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπογράμμιζε το τέλος ενός κεφαλαίου στη σύγχρονη πλεγματική σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη –το μόνο ερώτημα είναι αν ακολουθείται από κάποιο άγραφο επόμενο ή από τον οριστικό επίλογο.
Η αλήθεια είναι ότι από τις 28 Μαΐου 1979, οπότε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραψε τη συμφωνία προσχώρησης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στο Ζάππειο Μέγαρο υπό την προσγειωμένη αντίδραση του Τύπου («ΕΟΚ ημέρα 1η: Αρχισαν προνόμια – υποχρεώσεις» έγραφαν «Τα Νέα»), ο εναγκαλισμός των δύο πλευρών δεν υπήρξε πάντοτε θερμός. Μπορεί στις 22 Σεπτεμβρίου 1980 η Μάργκαρετ Θάτσερ να δήλωνε σε επίσημη επίσκεψή της στην Αθήνα ότι «υποστηρίξαμε εξαρχής την ελληνική ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα επειδή υποστηρίζουμε την ενίσχυση και τον εμπλουτισμό μιας Ευρώπης ελεύθερων και δημοκρατικών κρατών», αλλά η ίδια, όπως και άλλοι ηγέτες της Γηραιάς Ηπείρου, θα εκνευρίζονταν πολλές φορές τα επόμενα χρόνια από την πολιτική συμπεριφορά του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ στην πρώιμη φάση της μετά το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» εποχής δεν διεκδικούσε πια την έξοδο από μια Ευρώπη μονοπωλίων, αρεσκόταν όμως να παίζει τον ρόλο του άτακτου παιδιού ασκώντας «υπερήφανη» εξωτερική πολιτική με διαφοροποιήσεις από την κοινή γραμμή, προειδοποιήσεις για ενδεχόμενα βέτο και αντιιμπεριαλιστική γλώσσα. «Για το ΠαΣοΚ εκείνης της εποχής», γράφει ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννης Βούλγαρης («Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, 1974-2009», εκδ. Πόλις), «η ΕΟΚ είχε δευτερεύουσα στρατηγική σημασία, ήταν ο οικονομικός θεσμός από τον οποίον μπορούσαμε να αντλούμε πόρους, αλλά έναντι του οποίου προείχαν οι εθνικές «ιδιαιτερότητές» μας παρά η συμμετοχή για τη συνδιαμόρφωση του μέλλοντος της Ευρώπης». Αν υπήρξε ένα αυλάκι διαμέσου του οποίου ο πραγματιστής εαυτός του Παπανδρέου και της υπόλοιπης πολιτικής σκηνής κύλησε στη συναίνεση για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, αυτό σίγουρα ήταν ο δίαυλος των παροχών –της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, των αγροτικών επιδοτήσεων και των «πακέτων Ντελόρ» που υπόσχονταν σύγκλιση με τις ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Σύγκλιση όντως υπήρξε, ως έναν βαθμό, αν και άργησε. Η χώρα θα κατέγραφε μέσους ρυθμούς ανάπτυξης 4,2% την περίοδο 2000-2007, όταν θα είχε μεταμορφωθεί σε «καλό παιδί» της Ευρωπαϊκής Ενωσης συμμαζεύοντας τα οικονομικά της, τηρώντας τα χρονοδιαγράμματά της και πληρώντας τα όρια για την Οικονομική Νομισματική Ενωση που θα μας έφερνε εντός της Ευρωζώνης από την Πρωτοχρονιά του 2002 –έστω και με τη χρήση μιας κάποιας δημιουργικής λογιστικής, με τα φτυαράκια και τα κουβαδάκια της οποίας όμως έπαιζαν ταυτόχρονα και οι μεγάλοι στην αμμουδιά του ευρώ. Ωστόσο, αμέσως πριν (και αμέσως μετά) από αυτή την οκταετία η σχέση της Ελλάδας με τους εταίρους ήταν αυτή ενός «μαύρου προβάτου» με το κοπάδι εκείνων του «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί έτρωγαν βελανίδια». Από τη μία πλευρά το κράτος που κήρυσσε εμπάργκο κατά της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, από την άλλη όσοι μας χρωστούσαν στο διηνεκές τα φώτα του πολιτισμού κατά το στέλεχος του ΠαΣοΚ (και καταδικασθέντα για την επί υπουργίας του βάπτιση από κρατική εταιρεία γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού σε ελληνικό προς είσπραξη κοινοτικών επιδοτήσεων) Νίκο Αθανασόπουλο. Για τη διεθνή κοινή γνώμη για ένα χρονικό διάστημα η Ελλάδα μεταβλήθηκε στον κακό της σχολικής αυλής που έκανε bullying σε μια σπιθαμιαία χώρα 2 εκατομμυρίων κατοίκων. Και είναι ίσως χαρακτηριστικό για όλους τους παίκτες εκείνης της διαπραγμάτευσης το ότι το θέμα «λύθηκε» με μια «ενδιάμεση συμφωνία» το 1995 –χωρίς, δηλαδή, να λυθεί.
Τα χρόνια του μνημονίου πάλι δρέπουν τις δικές τους δάφνες στην ανταλλαγή στερεοτύπων: η Ανγκελα Μέρκελ έχει ενδυθεί σε ελληνικές αφίσες τη ναζιστική στολή, η Αφροδίτη της Μήλου δείχνει στην Ευρώπη το μεσαίο της δάχτυλο σε γερμανικά εξώφυλλα, η τρόικα έχει εξισωθεί με κατοχική δύναμη, οι Ελληνες με εκ γενετής τεμπέληδες που κάνουν πάρτι με τα λεφτά των άλλων. Με τη διαφορά ότι σε όλες τις προηγούμενες ψυχρές φάσεις της συγκατοίκησης η Ελλάδα έμοιαζε να μπαίνει στη γωνία, όχι να γλιστρά σιγά σιγά προς την έξοδο. Την ενδεκάτη ώρα μιας άκαρπης, πολύμηνης, εξουθενωτικής αρχικά και, εν τέλει τραυματικής για τους πολίτες διαπραγμάτευσης, θεσμικά πρόσωπα όπως ο πρόεδρος της Κομισιόν και ο έλληνας Πρωθυπουργός επέστρεφαν με διαγγέλματα ο ένας στον άλλον την κατηγορία του εκβιασμού. Το αν με αυτή θα γραφτεί τελικά ένα πικρό υστερόγραφο της ελληνικής συμμετοχής στο ευρωπαϊκό εγχείρημα παραμένει αβέβαιο. Αλλά το αβέβαιο, όπως φάνηκε ξεκάθαρα αυτή την εβδομάδα, δεν είναι ποτέ καλός οιωνός.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ