Τα νησιά είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της Γης. Μοιάζουν να ζουν με μεγάλη οικειότητα προς όλα τα στοιχεία και τα στοιχειά της φύσης. Σου δίνουν την εντύπωση ότι πλέουν στη θάλασσα ενώ είναι βράχοι ριζιμιοί στα βάθη της. Την ίδια στιγμή σε ξεγελούν ότι πετούν παράλληλα με τη γραμμή του ορίζοντα. Και το σώμα τους είναι μετουσιωμένες κορυφές βουνών. Κάτω από τη σκληρή ερημιά τους κρύβεται η ταυτότητά τους, η ψυχή τους. Και η φωκοσπηλιά με το μικρό, πολύτιμο, φωκάκι Μονάχους Μονάχους να μπουσουλά πάνω στα χαλίκια. Και η χαραμάδα του βράχου με τη φωλιά του γερακιού. Γεννήθηκε εδώ, μεταναστεύει τον χειμώνα στη Μαδαγασκάρη και το καλοκαίρι γυρίζει εδώ για να γεννήσει τα μικρά του και να ανοίξει έναν νέο κύκλο ζωής. Δίπλα σε πλήθος από ιστορίες ανθρώπων.
Ηταν ένα αίνιγμα για τους αρχαιολόγους τα θεμέλια μιας μινωικής αγροικίας πάνω στην ερημόνησο Μοίρα, απέναντι στην ακτογραμμή του Αφιάρτη της Καρπάθου. Τη λύση τη φώναξε ο βαρκάρης που άραξε και πήδηξε από τη βάρκα με το καλάθι και το κουτάλι στο χέρι. Αρχισε να μαζεύει το αλάτι από τα κοιλώματα των βράχων και οι πολύτιμοι κρύσταλλοι άστραψαν μέσα στον νου των αρχαιολόγων. Αυτό ήταν λοιπόν; Στην αγροικία έμενε ο φύλακας του αλατιού. Το αλάτι δεν νοστίμευε απλώς την τροφή, αλλά, κυρίως, τη συντηρούσε. Χωρίς το αλάτι δεν θα υπήρχε φαγητό για τόσο πολυήμερους, σχεδόν ανεξερεύνητους, πλόες. Γι’ αυτό ήταν πολύτιμο, χρυσός, διαμάντια και πετράδια. Γι’ αυτό το φύλαγαν από τους άρπαγες. Πάντα τα καράβια πορεύονταν με παστά ψάρια. Κι εδώ, στα Σπόα της Πάνω Καρπάθου, έχουν περί πολλού το «θεριό του Μάρτη», τη μικρή μένουλα, που την κάνουν παστή και μετά με λάδι, ξίδι και κρεμμύδι, είναι ο καλύτερος μεζές τους. Το αλάτι το παίρνουν πάλι κατευθείαν από τους αρούς, τα μικρά παιδικά πελάγη στα κοιλώματα των βράχων, που ξεραίνει ο ήλιος.

Τα Αρμάθια φημίζονται για τις αμμουδιές τους.

Το αλάτι και το μελτέμι «κίνησαν» τον πρώτο ευρωπαϊκό πολιτισμό στο αποφασιστικό του βήμα προς Ανατολάς. Ενα βήμα, μια θρυλούμενη θαλασσοκρατορία του βασιλιά Μίνωα. Γι’ αυτό οι γοργόνες εδώ δεν ρωτούν τους θαλασσινούς αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, αλλά αν ζει ο βασιλιάς Μίνωας. Το πνεύμα του φτερουγίζει σαν τους θαλασσοκόρακες επάνω στη ρότα των μινωικών καραβιών και σχεδόν ακουμπά τις κορφές τους. Οι θαλασσοκόρακες κάθονται με ύφος βασιλιά στον θρόνο τους, τους μαύρους, θαλασσοδαρμένους, σκοπέλους. Και η θαλασσοκρατορία τους απλώνεται το πολύ μερικά χιλιόμετρα γύρω από τον θρόνο τους. Εκεί βουτούν και ξαναβουτούν, αναζητώντας το γεύμα τους. Μετά ξεκουράζονται στον βράχο τους και ο ήλιος που χαμηλώνει προς τη μεριά της Κνωσού τονίζει μόνο τα περιγράμματά τους. Πλήθος τέτοιες εικόνες μπορεί να συλλέξει ο περιηγητής αν παραπλεύσει το πολύνησο απέναντι από τη μεγάλη στεριά της Κάσου.

Αυτό εδώ πρέπει να ήταν το πρώτο σκαλοπάτι της πορείας των μινωικών καραβιών στο ταξίδι τους προς Ανατολάς. Και από τότε δεν σταμάτησαν ποτέ τα καράβια να ταξιδεύουν επάνω στο ίχνος των μινωικών: Κάσος, Κάρπαθος, Χάλκη, Ρόδος, κόστα κόστα τη Μικρά Ασία, την Κύπρο και την ακτή της Μέσης Ανατολής, μέχρι την Αίγυπτο. Την Ανατολική Μεσόγειο ολόκληρη, τον ζωτικό χώρο ενός τόσο μικρού νησιού με τόσο μεγάλη τόλμη όπως η Κάσος. Και όπως η μικρή Μοίρα συντηρούσε το ταξίδι με το αλάτι της, κάτι παρόμοιο έκαναν και τα μεγαλύτερα Αρμάθια με τον γύψο τους. Φόρτωναν τα καράβια γύψο και τον πουλούσαν στα λιμάνια που πήγαιναν για να βρουν ναύλο. Ετσι έβγαζαν τα έξοδα του ταξιδιού και ο ναύλος ήταν κέρδος. Και τότε και τώρα το μεγαλύτερο τμήμα του πολύνησου της Κάσου έδινε εξαιρετικό αλάτι. Τώρα τα Αρμάθια φημίζονται για τις δύο εκπληκτικές αμμουδιές τους, τα Μάρμαρα και το Καραβοστάσι. Πίσω από αυτές τις παραλίες, ο εξερευνητής μπορεί να ακολουθήσει τα μυριάδες ίχνη της ζωής του παρελθόντος, σε ένα ερημονήσι σήμερα.
Και οι εκπλήξεις συνεχίζονται ως το βόρειο άκρο της Καρπάθου. Η επικράτεια της Ολύμπου περνά το Στενό και ξεμπαρκάρει απέναντι στη Σαρία, με όλη τη σκευή της, τις παραδοσιακές στολές της, τα φαγητά της, τις λύρες, τις τσαμπούνες, τους χορούς της, για δυο ξεφαντώματα στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα στα τέλη Ιουλίου και του Αγίου Ζαχαρία στις αρχές Σεπτεμβρίου. Το εκκλησάκι του Αγίου Ζαχαρία, στην κορυφή του πέτρινου βουνού, αγναντεύει γαλήνια το συνήθως ανήσυχο Καρπάθιο Πέλαγος, έχοντας στα πόδια του τον όρμο Παλάτια. Εκεί μπαίνει τώρα το τουριστικό σκάφος του Νίκου που ξεκινά από το Διαφάνι. Και ξαφνικά περιτριγυρίζεται από κτίσματα σκαρφαλωμένα στους βράχους, με καμπύλες σκεπές, λες και τα έφερε η Μεσόγειος από τις ακτές της Αφρικής. Ή μήπως είναι έτσι; Μπορεί αυτός να ήταν ένας μόνιμος οικισμός αλγερινών πειρατών; Ο μοναδικός που ξέρουμε; Οι επισκέπτες τριγυρνούν ανάμεσα στα κτίσματα, τα περιεργάζονται, βάζουν με τον νου τους την προέλευσή τους, πάνε μέχρι το ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας και μετά κατεβαίνουν στην παραλία και ξαπλώνουν στα άσπρα χαλίκια. Μέχρι που ο Νίκος να ετοιμάσει στα ξύλα το γεύμα, τα πιο νόστιμα μπιφτέκια, την πιο ωραία ντοματοσαλάτα και το πιο λαχταριστό ψημένο ψωμί. Και στο τέλος μια σπονδή στη Σαρία, ένα πέρασμα από τα μεγαλόπρεπα βράχια του Αλιμούντα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ