Από τη Λένα Παπαδημητρίου


Η πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου αναδεικνύεται ίσως στην ισχυρότερη πολιτική παρουσία σήμερα με προωθημένες πρωτοβουλίες, που εκτείνονται από τη σύσταση Επιτροπής για το δημόσιο χρέος ως τον χαιρετισμό της στο Athens Pride.

Στην απονομή των βραβείων Εmmy του 2013 ο παρουσιαστής και γνωστός κωμικός Γουίλ Φέρελ ανέβηκε στη σκηνή του Nokia Theatre με τσαλακωμένο T-shirt, βερμούδα και ένα ζευγάρι αθλητικά. Μαζί του ήταν και οι τρεις γιοι του – ο τρίχρονος Αξελ έσερνε και την κουβέρτα-«νάνι» του. «Δυστυχώς, η Ελεν Μίρεν και η Μάγκι Σμιθ αποσύρθηκαν την τελευταία στιγμή και ειδοποιήθηκα κυριολεκτικά πριν από 45 λεπτά, οπότε δεν μπόρεσα να βρω μπέιμπι σίτερ, εντάξει;» είπε απολογούμενος στο διάσημο ακροατήριό του.

Η καλόγουστη αυτή φάρσα του Φέρελ δεν ήταν απλώς ένα σχόλιο για τη νέα πραγματικότητα του διάσημου εργαζόμενου άνδρα/μπαμπά/συντρόφου που έχει μάθει πια να αποστειρώνει το μπιμπερό. Ηταν πρωτίστως μια χαριτωμένη, εξ αντανακλάσεως παρωδία της hardcore πραγματικότητας που βιώνει σήμερα η καθόλου διάσημη, καθημερινή γυναίκα/εργαζόμενη/μητέρα/σύντροφος, η οποία καλείται να αντεπεξέλθει σε μια τεράστια γκάμα ρόλων, παραδοσιακών και καινούργιων: είναι η μεταφεμινίστρια που αγωνίζεται για ίσα δικαιώματα στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας, η μαμά-«ελικόπτερο» που έχει «επαγγελματικοποιήσει» τον γονεϊκό ρόλο, η family designer που και μαζεύει τα μάλλινα και διευθύνει το σπίτι, η executive στην ανώτερη στελεχιακή κλίμακα με την ψηλόμεση pencil φούστα και τα κατεψυγμένα ωάρια που πολεμά τα «ελλείμματα φιλοδοξίας» (που θα έλεγε και η Σέριλ Σάντμπεργκ). Μια superwoman δηλαδή που, ναι, διεκδικεί να τα έχει όλα. Σημειωτέον ότι αυτή η νέα ατσάλινη γυναίκα – και αυτό είναι κάτι παραπάνω από αισθητό στην Ελλάδα της κρίσης – δεν «τσοντάρει» απλώς στο οικογενειακό ταμείο, αλλά είναι συχνά ο επίσημος breadwinner (κουβαλητής).

Πριν από τρία χρόνια ο Μάικλ Γκρινστόουν, οικονομολόγος στο ΜIT και επικεφαλής του Hamilton Project (μίας από τις πιο ολοκληρωμένες έρευνες για τον άνδρα και την ανεργία) μίλησε ανοιχτά για «μια εκκολαπτόμενη μεσοαστική μητριαρχία, στην οποία οι γυναίκες πληρώνουν το δάνειο για το σπίτι και το ηλεκτρικό, ενώ οι άνδρες προσπαθούν να βρουν τη θέση τους».

Την επέλαση αυτής της νέας μητριαρχίας ήρθε πρόσφατα να τεκμηριώσει το βιβλίο «Women Αfter Αll – Sex, Evolution, and the End of Male Supremacy» (εκδ. Norton) του αμερικανού Μέλβιν Κόνερ, καθηγητή Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εμορι στην Ατλάντα των ΗΠΑ. Ισως, γράφει η «Wall Street Journal», να είναι το πρώτο που συνδυάζει ταυτόχρονα τη φεμινιστική θεωρία και τα δικαιώματα των γυναικών με την εξελικτική βιολογία (συνήθως στα ράφια των βιβλιοπωλείων θα βρεις είτε το ένα είτε το άλλο). Ο Κόνερ δεν αρκείται στο να μιλήσει με βιολογικούς όρους για την απίσχνανση της αρρενωπότητας, όπως έκανε προ ετών ο βρετανός γενετιστής Στιβ Τζόουνς, διαβόητος για την περισυλλογή τρανταχτών βιολογικών αποδείξεων για την ελεύθερη πτώση του ανδρικού χρωμοσώματος Υ.

Ο αμερικανός ανθρωπολόγος σπεύδει, αντιθέτως, να καταδείξει όχι απλά ότι οι γυναίκες είναι ανώτερες από τους άνδρες σε όλα σχεδόν τα καίρια πεδία, αλλά ότι αυτή η ανωτερότητα γίνεται επιτέλους αντιληπτή στις σύγχρονες κοινωνίες. Για να στηρίξει την επιχειρηματολογία του ο Κόνερ μετέρχεται όσο περισσότερα επιστημονικά εργαλεία μπορεί: από την εξελικτική βιολογία, την ηθολογία, τη νευροβιολογία και την εμβρυολογία, μέχρι την ανθρωπολογία και την ιστορία, χωρίς βέβαια να λείπουν και οι εκτενείς παρεκβάσεις με ικανές δόσεις οικονομικών και πολιτικής.

Στο «Women Αfter Αll» υπάρχει, μεταξύ άλλων, η θλιβερή (και λίγο απλοϊκή) υπενθύμιση ότι οι άνδρες είναι, πώς να το κάνουμε, οι βασικοί υπαίτιοι για τους πολέμους, την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών και τη σεξουαλική παραβατικότητα παγκοσμίως. Επίσης, γίνεται σαφές ότι «η ζωή στον πλανήτη δεν απειλείται από τα δάκρυα των γυναικών» και ότι αν εξαλείφαμε τη βία που ασκείται από τους άνδρες, θα εξαλείφαμε παντελώς τη βία (σημειωτέον ότι από τις 80 μαζικές δολοφονίες με τη χρήση όπλου που έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ μεταξύ 1984 και 2014, οι 78 διαπράχθηκαν από άνδρες). Ο Κόνερ πραγματικά δεν μασάει τα λόγια του: «Στην ανωτερότητα των γυναικών ως προς την ικανότητα ορθής εκτίμησης γεγονότων και καταστάσεων προστίθενται η φερεγγυότητα, η αξιοπιστία και η εντιμότητά τους, η ικανότητά τους για αγαστή συνεργασία στη δουλειά και στο παιχνίδι, η σχετική ελευθερία τους από τις διασπαστικές για την προσοχή σεξουαλικές παρορμήσεις και τα χαμηλότερα επίπεδα προκατάληψης, θρησκοληψίας και βίας που τις καθιστούν βιολογικά ανώτερες. Ζουν περισσότερο, έχουν χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας σε όλες τις ηλικίες, είναι πιο ανθεκτικές απέναντι στις περισσότερες ασθένειες και έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν εγκεφαλικές διαταραχές που οδηγούν σε αντικανονική, ακόμη και σε επιθετική, συμπεριφορά. Και βέβαια, το πλέον θεμελιώδες, είναι ικανές να φέρουν στον κόσμο νέα ζωή μέσα από το ίδιο τους το σώμα, ένα στρεσογόνο και δαπανηρό με βιολογικούς όρους καθήκον, στο οποίο οι άνδρες συνεισφέρουν κυριολεκτικά με την ελάχιστη βιολογική συμβολή, η οποία στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον είναι πιθανό να καταργηθεί παντελώς».

Ακόμη και τα τρωτά για τον μεταφεμινισμό σημεία μετατρέπονται τώρα σε θηλυκά assets. Σήμερα, ακόμη και οι ισχυρές (και ανερυθρίαστα power hungry) γυναίκες της Σίλικον Βάλεϊ, του Χόλιγουντ, του Λευκού Οίκου, του ελληνικού Κοινοβουλίου κ.ο.κ. δεν διστάζουν να προβάλουν (αλλά και να εξαργυρώσουν επικοινωνιακά) την ευθραυστότητά τους. Για να αποδείξουν στη συνέχεια ότι είναι «natural born survivors» (γεννημένες να επιζούν). Από την εφτάψυχη Χίλαρι, που αναδείχθηκε νικήτρια της πιο πικάντικης πολιτικής σαπουνόπερας των ΗΠΑ (1998) και διεκδικεί σήμερα στα 67 της χρόνια να γίνει η πρώτη γυναίκα πλανητάρχης, μέχρι τη Φώφη Γεννηματά, τη νεοεκλεγείσα πρώτη γυναίκα πρόεδρο του ΠαΣοΚ, που απεγκλωβίστηκε αισίως από το πατρικό σοσιαλιστικό όνειρο (ανταλλάσσοντάς το με ψήφους από το όλον ΠαΣοΚ).

Και βέβαια την larger than life πρόεδρο της Βουλής, την 39χρονη Ζωή Κωνσταντοπούλου (η δεύτερη γυναίκα πρόεδρος και η νεαρότερη σε ηλικία) που μέσα σε λίγους μήνες αυτοανακηρύσσεται ένας θηλυκός Τομάς δε Τορκεμάδα, ένας ευφάνταστα τιμωρός και εκρηξιγενής πόλος μέσα σε μια σοκαριστικά πτωχή σε girl power αριστερή κυβέρνηση.

Λίαν ενδεικτικό και το παράδειγμα της βαρυπενθούσης Σέριλ Σάντμπεργκ, διευθύντριας επιχειρησιακών λειτουργιών του Facebook, που από απόλυτο φεμινιστικό icon της νέας χιλιετίας μετεξελίσσεται πλέον στην απόλυτη power επιζήσασα (σαν μια βαθιά πληγωμένη λευκή τίγρη της Βεγγάλης που γλείφει τις πληγές της για να πάει ξανά για κυνήγι). Διότι μπορεί ο Ντέιβ (ο αδικοχαμένος σύζυγός της) να ήταν, όπως διατείνεται (και το εννοεί), «ο βράχος της», αλλά η ίδια δεν το κουνάει ρούπι από τη «Lean Ιn» («Βγες μπροστά») κοσμοθεωρία της. Η πρόσφατη ανάρτησή της στο Facebook, ακριβώς 30 ημέρες μετά τον πρόωρο θάνατο του 47χρονου Ντέιβιντ Γκόλντμπεργκ (μετά την πτώση του από διάδρομο γυμναστικής στο Μεξικό) είναι σαφής: «…Εζησα 30 χρόνια μέσα σε αυτές τις 30 ημέρες. Είμαι κατά 30 χρόνια πιο θλιμμένη. Αισθάνομαι σαν να είμαι 30 χρόνια σοφότερη».

Ισως η νέα μητριαρχία να είναι τελικά η λύση. Οχι για να καταργηθεί διά παντός το ασθενές χρωμόσωμα Υ, αλλά για να διασωθεί. Ακόμη και στο προαναφερθέν «Women Αfter Αll», ο δόκτωρ Κόνερ δεν προαναγγέλλει ούτε ευαγγελίζεται το τέλος των ανδρών. Ισα ίσα, θεωρεί ότι, βελτιώνοντας τη θέση των γυναικών, ο κόσμος θα γίνει πιο βιώσιμος και για τους ίδιους τους άνδρες (που θα σταματήσουν και αυτοί να υφίστανται την καταδυνάστευση από το δικό τους φύλο). Ο αμερικανός ανθρωπολόγος ατενίζει το μέλλον με ελπίδα: «Καθώς οι γυναίκες κερδίζουν σε επιρροή», υπογραμμίζει, «ο κόσμος θα γίνει πολύ πιο δημοκρατικός, πολύ πιο κοινωνικά συμπονετικός, με ίσες ευκαιρίες, με λιγότερες διακρίσεις, λιγότερο σεξουαλικά ελευθεριάζων και λιγότερο πορνογραφικός».

Από τον Μάρκο Καρασαρίνη

Το ψιθυρίζουμε χρόνια τώρα, αλλά η φωτογραφία της 15ης Απριλίου από εκείνη τη συνέντευξη Τύπου της Φρανκφούρτης τα λέει όλα μεγαλόφωνα: ο έντρομος μπροστά στα καλλίγραμμα πόδια της Γιοζεφίνε Βιτ, Μάριο Ντράγκι, προσωποποιεί τον καλοπροαίρετο, καλλιεργημένο, τεχνοκράτη άνδρα ηγέτη των αρχών του 21ου αιώνα που καταλαμβάνεται εξαπίνης από την τροπή των γεγονότων και σηκώνει τα χέρια ψηλά αδυνατώντας να δώσει λύση. Πρόκειται βέβαια για σχήμα καθ’ υπερβολήν, επιτατικό του επιχειρήματος, είναι όμως γεγονός ότι αν υπήρξε ποτέ μια κατάλληλη στιγμή που το άλλο φύλο είχε την ευκαιρία του να βγει μπροστά και να ενσαρκώσει μια διαφορετική οπτική των πραγμάτων, αυτή είναι σήμερα. Και, όντως, υφίστανται ποικίλες υποψήφιες, σε ποικίλα πεδία.

Γιοζεφίνε Βιτ
Η freelance ακτιβίστρια

Κι όμως, το βλέμμα του Μάριο Ντράγκι μάλλον δεν είναι το πιο εκφραστικό για τα συναισθήματα που προκαλεί η Γιοζεφίνε Βιτ στον χώρο γύρω της. Ο φακός έχει συλλάβει τον Απρίλιο του 2013 τον Βλαντίμιρ Πούτιν κατά την επίσημη επίσκεψή του στη Γερμανία να ακολουθεί την Ανγκελα Μέρκελ, η οποία αγνοεί την εν εξελίξει διαμαρτυρία των Femen, καρφώνοντας τη γυμνόστηθη νεαρή με πρόδηλο ενδιαφέρον. Παρόμοιο θα ήταν εκείνο πολλών ανδρών που έχουν παρακολουθήσει το κλιπ που τη δείχνει να εισβάλει σε τηλεοπτικό τοκ σόου για να καταγγείλει τις συνθήκες εργασίας στο Κατάρ, όπου πρόκειται να διεξαχθεί το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022, με τα στήθη της ζωγραφισμένα σαν μπάλες.

Ο ακτιβισμός της 22χρονης Γερμανίδας είναι ο ακτιβισμός της ασέβειας, είτε αυτή εκφράζεται με κομφετί στη συνέντευξη Τύπου του Ντράγκι είτε με την ανάβαση στην Αγία Τράπεζα του καθεδρικού ναού της Κολονίας εν ώρα λειτουργίας με τη φράση «Είμαι ο θεός» γραμμένη στο μπούστο της. Η ασέβεια μπορεί να πληρώνεται (1.200 ευρώ πρόστιμο για διατάραξη θρησκευτικής τελετής), είναι όμως μια συμβολική πρακτική που αν μη τι άλλο προκαλεί τη σκέψη. Πολλοί θα στέκονταν στην εντυπωσιοθηρία και το ατελέσφορο, ουσιαστικά, των πράξεών της. Αλλά σε μια εποχή κατά την οποία ένα ιερατείο από αγέλαστους προφήτες κρατά τα ηνία του κόσμου είναι μάλλον λυτρωτικό να τους φέρνεις σε δύσκολη θέση με το σώμα σου και ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη.

Ανγκελα Μέρκελ
Η επαγγελματίας διασώστρια

Εχει καταστεί κοινότοπο να μιλάει κανείς για την ευρωπαϊκή ηγεμονία της με τους τόνους που άλλες δεκαετίες μεταχειριζόμασταν για να αποκαλούμε τους αμερικανούς προέδρους πλανητάρχες. Ωστόσο, ειδοποιό γνώρισμα της 61χρονης Ανγκελα Μέρκελ είναι ότι την τελευταία πενταετία δουλεύει ως κατά συρροήν διασώστρια: διέσωσε την ευρωζώνη βάζοντας πλάτη για τη δημιουργία του οικονομικού σταθεροποιητικού μηχανισμού (EFSF) το 2010, διατήρησε την Ελλάδα εντός ευρώ το 2012 εν μέσω αντικρουόμενων εισηγήσεων, έβαλε το χέρι της το 2014 για να εξομαλυνθεί ως έναν βαθμό η κρίση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας στήνοντας ένα φόρουμ διακρατικών συνομιλιών. Διόλου παράξενο που αυτό το τελευταίο επιλέγει το περιοδικό «Time» για να την κατατάξει στην ετήσια έκδοσή του των «100 ισχυρών» για το 2015. Γραμμένο από τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Πέτρο Ποροσένκο, το σημείωμα εστιάζει στο πώς η Ανγκελα μεταφράζει την οικονομική ισχύ της Γερμανίας σε διπλωματικό βάρος και κρατά μια αποστροφή της από πρόσφατη συνάντησή τους: «Περιγράφει τη γενική της προσέγγιση στα πράγματα ως προσπάθεια να καταστήσει το αδύνατο δυνατό». Μοιάζει με περιφραστικό ορισμό του θαύματος – και τα θαύματα είναι για τους μεσσίες.

Λίλα Τρέτικοφ
H ιντερνετική επιτελής

Η Wikipedia επαινείται ή επικρίνεται για διάφορους λόγους – για την ενημέρωση, την ακρίβεια, την αντικειμενικότητά της. Δεν παύει όμως να παραμένει, σε αντίθεση με τους μετέπειτα κολοσσούς του Διαδικτύου, όπως το Google ή το Facebook, ένας απόηχος από τις πρώτες ουτοπικές του ημέρες: μια παρακαταθήκη ελεύθερης γνώσης για όλους. Σήμερα τα 59 εκατ. δολάρια του προϋπολογισμού, σχεδόν αποκλειστικά από δωρεές, με τα οποία συντηρείται το Wikimedia Foundation, ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός που τη διαχειρίζεται, μοιάζουν ψίχουλα για να κρατήσουν στη ζωή μια εγκυκλοπαίδεια 36 εκατ. άρθρων σε 288 γλώσσες.

Η δύσκολη αποστολή έχει αναληφθεί από μια ρωσίδα μετανάστρια στις ΗΠΑ: η Λίλα Τρέτικοφ, 37 ετών σήμερα, σπούδασε τεχνητή νοημοσύνη στο Μπέρκλεϊ χωρίς να αποφοιτήσει, ήταν εξέχουσα μορφή στο κίνημα στήριξης λογισμικού ανοικτού κώδικα και τέθηκε επικεφαλής της Wikipedia το 2014. Εχει να αντιμετωπίσει τη σταδιακή μείωση των εθελοντών του πρότζεκτ (-35% στην αγγλική έκδοση από το 2007, -20% στην ιταλική από το 2013), τις δυσχέρειες συντονισμού τους, την απροθυμία των ολοένα πολλαπλασιαζόμενων χρηστών του mobile Ιnternet να ενταχθούν στην κοινότητα των επιμελητών. Το «Time» τής έδωσε στα μέσα Απριλίου ψήφο εμπιστοσύνης («Η γυναίκα που θα σώσει τη Wikipedia»). Γιατί η πρόσβαση στην ελεύθερη πληροφορία δεν είναι μικρή κατάκτηση.

Χίλαρι Κλίντον
Η μητέρα της χώρας

Κάθε τέσσερα χρόνια η αμερικανική πολιτική κοιτάζεται στον καθρέφτη και διαπιστώνει ότι αναζητεί έναν Μεσσία αντίστοιχο του Φράνκλιν Ρούζβελτ. Αφού εξαντλήθηκαν όλες οι Great White Hopes, το εκλογικό σώμα στράφηκε σε έναν μαύρο – τον Μπαράκ Ομπάμα. Αφού εξαντλήθηκαν όλοι οι άνδρες, η κοινή γνώμη στρέφεται προς τις γυναίκες. Σε δημοσκόπηση του «Pew Research Center» στις αρχές του 2014 το 77% πίστευε ότι γυναίκα πρόεδρος θα εκλεγεί σε μία από τις αναμετρήσεις ως το 2024, ενώ σε πρόσφατο γκάλοπ του ίδιου οργανισμού το 38% απαντούσε ότι θα ήθελε προσωπικά μια τέτοια εξέλιξη. Επομένως, η ανακοίνωση της Χίλαρι Κλίντον στις 12 Απριλίου ότι θα διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές του 2016 φαίνεται να ταιριάζει με τα κελεύσματα των καιρών.

Στα υπέρ της, ότι μπορεί να σώσει την πολιτική σκηνή από την αυξημένη επιρροή, έστω και παρασκηνιακή, που θα έχουν οι εκπρόσωποι του Tea Party, αν οι Ρεπουμπλικανοί αλώσουν τον Λευκό Οίκο, η πείρα της τόσο ως γερουσιαστή όσο και ως υπουργού Εξωτερικών τα τελευταία 15 χρόνια, η ωριμότητα απέναντι στα προβλήματα της δημοκρατίας που προδίδει η διάσημη πια ατάκα «μην ψηφίζετε κανέναν, από κανένα κόμμα, σε κανένα αξίωμα της χώρας, εφόσον σας λέει με υπερηφάνεια ότι δεν πρόκειται να συμβιβαστεί». Στα κατά, το επώνυμό της. Για πλήθος ψηφοφόρων το ερώτημα είναι κατά πόσο η οικογενειοκρατία των Μπους ή των Κλίντον μπορεί πλέον όχι να σώσει, αλλά να σωθεί από τον εαυτό της. Από την άλλη, το φύλο της εγγυάται έτσι κι αλλιώς μια άλλη προσέγγιση: όπως λέει, «αρκεί να αλλάξω στυλ μαλλιών για να διώξω κάθε θέμα από την πρώτη σελίδα». Στη θεωρία τουλάχιστον, η Χίλαρι είναι η μαμά που χρειάζεται η Αμερική.

Ελίζαμπεθ Γουόρεν
Η σωτηρια των Δημοκρατικών

Ναι, αλλά είναι άραγε η Χίλαρι αυτό που χρειάζεται το Δημοκρατικό Κόμμα; Δεν είναι λίγοι αυτοί που αισθάνονται ότι οι Κλίντον είναι πολύ κεντρώοι για την εποχή του Τομά Πικετί, για τον καιρό μετά τη χειρότερη ύφεση, για τα χρόνια της αυξανόμενης ανισότητας. Αυτοί που εξέλεξαν τον Μπαράκ Ομπάμα γιατί, εκτός του ότι δεν ήταν ο Τζορτζ Μπους, μίλησε και με τον λιγότερο ξύλινο λόγο της τελευταίας δεκαετίας. Αυτοί που θα προτιμούσαν να ακούν πιο αυθόρμητους πολιτικούς να μιλούν πιο ουσιαστικά – και ας μην ξέρουν απέξω όλα τα νούμερα που εκτιμά η αγορά. Να λένε όπως η Ελίζαμπεθ Γουόρεν: «Εχτισες ένα εργοστάσιο και εξελίχθηκε σε κάτι καταπληκτικό ή είχες μια εξαιρετική ιδέα. Συγχαρητήρια. Κράτα το μεγαλύτερο μέρος τους για σένα. Ομως το κοινωνικό συμβόλαιο λέει “πάρε ένα κομμάτι και δώσε κάτι από αυτό και για τα παιδιά που έρχονται”».

Πρώην καθηγήτρια του Χάρβαρντ με ειδίκευση στο πτωχευτικό Δίκαιο, η 66χρονη Γουόρεν έχει το χάρισμα να αλλάζει με τους καιρούς – και μάλιστα να αλλάζει πειστικά, όχι ως ανεμοδούρα. Ψήφιζε τους Ρεπουμπλικανούς ως το 1995, όταν είδε να τους κυριεύει η φανατική ιδεοληψία. Πίστευε στις αγορές ως το 2008, όταν βεβαιώθηκε ότι το δόγμα «too big to fail» απομείωνε τη μεσαία τάξη. Εμεινε στο πανεπιστήμιο ως το 2011, όταν αποφάσισε ότι η πολιτική είχε ωριμάσει μέσα της. Πήρε πίσω από τους Ρεπουμπλικανούς την ιστορική έδρα του Τεντ Κένεντι στη Γερουσία το 2012 και από τότε ανθίσταται στα κελεύσματα μιας πιθανής υποψηφιότητας για την προεδρία – κάλεσε μάλιστα δημοσίως τη Χίλαρι να βγει μπροστά προτού εκείνη το ανακοινώσει επίσημα. Αλλά οι (πολλοί) οπαδοί της δεν πτοούνται, οργανώνουν επιτροπές πίεσης, όπως έγραφε στις 22 Απριλίου το «Atlantic». Γιατί; Γιατί, λένε, δεν είναι απομίμηση, «she’s the real deal».

Μαρίν Λεπέν
Η δεξιά ψάλτρια

Η Μαρίν Λεπέν είναι ένα σημείο των καιρών – ιδιότητα που κληρονόμησε από τον πατέρα της. Στο κάτω κάτω, αν ξετυλίξει κανείς τη δική της ρητορεία υπέρ του έθνους και κατά της Ευρώπης, η οποία αποτελεί τα θεμέλια του κηρύγματός της, θα βρει την ίδια χρόνια αντιευρωπαϊκή αλλεργία του Ζαν-Μαρί. Απλώς, εκείνη ντύνει με εύπεπτες ανησυχίες την αντιμεταναστευτική της στάση και απομονώνει τα αντισημιτικά στοιχεία που αφθονούν στις τάξεις του σκληρού πυρήνα του Εθνικού Μετώπου. Σε μια εκστρατεία για να σωθεί η Γαλλία από τους ευρωλιγούρηδες, τους κουλτουριάρηδες, τους περίεργους, τους αριστερούς, τους μη νοικοκυραίους, τέτοιες προσεκτικές κινήσεις επιβάλλονται. Εξ ου και η πρόσφατη «πατροκτονία», όταν στις αρχές Απριλίου ο πατήρ τα μάσησε πάλι δημοσίως για το Ολοκαύτωμα («μια λεπτομέρεια της Ιστορίας», ήταν η δήλωση που επαναλαμβάνει κατά καιρούς) και η κόρη Λεπέν τού έκοψε τον βήχα, την εκλογική υποψηφιότητα και την κομματική ιδιότητα.

Ωστόσο, η Μαρίν Λεπέν στην πραγματικότητα είναι η σώτειρα της γαλλικής Δεξιάς, όχι της χώρας. Οι Σαρκοζί και σία έχουν ουσιαστικά χρεοκοπήσει και μαζί τους έχει εξαντληθεί η μετριοπαθής Κεντροδεξιά που ευφυώς σμίλεψε ο Σαρλ ντε Γκωλ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η καινοτομία της Λεπέν είναι η επιστροφή στην πόλωση. Πόλωση προπολεμική, μιας ακραιφνούς Δεξιάς, ακομπλεξάριστης και προκλητικής, με λαϊκιστική απήχηση στα εργατικά στρώματα και γλώσσα που ανακυκλώνει τα ξεχασμένα συνθήματα των άλλων. Οπως γράφει ο Λικ Μπολτανσκί στην «Επέκταση του πεδίου της Δεξιάς» (εκδ. Πόλις), αυτή η «ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά» έρχεται από τη μεσοπολεμική «Action Française» και τη χορεία των ακροδεξιών που υπηρέτησαν το φιλοχιτλερικό καθεστώς του Βισί μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας. Ο λόγος της, με τη μορφή μιας ξανθιάς, δυναμικής, σύγχρονης γυναίκας που τα λέει, υποτίθεται, σταράτα, έχει εποικίσει τη δημόσια σφαίρα. Μπορεί να επιβληθεί ως εξουσία; Το 2017 θα δείξει.

Μαλάλα Γιουσαφζάι
Η έφηβη νομπελίστρια

Στα 18 της έχει γίνει κιόλας πρότυπο για εκατομμύρια γυναίκες στην Ασία. Δεν το επεδίωξε, ήταν αποτέλεσμα του τόπου όπου γεννήθηκε και της ιδιοσυγκρασίας της. Η Μαλάλα Γιουσαφζάι έζησε στο Βόρειο Πακιστάν, μια περιοχή περισσότερο υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν παρά της κυβέρνησης, έγραψε με ψευδώνυμο ένα μπλογκ για την εμπειρία της στο BBC στην ηλικία των 12 ετών, μίλησε στα 13 της διεθνώς για τα δικαιώματα των γυναικών στην εκπαίδευση, σώθηκε στα 15 της από τρεις εξ επαφής σφαίρες των Ταλιμπάν. Πέρυσι της απονεμήθηκε το Νομπέλ Ειρήνης (από κοινού με τον ινδό ακτιβιστή κατά της παιδικής δουλείας Κάιλας Σατιάρτι), καθιστώντας την τον νεότερο κάτοχο του βραβείου. Η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Σχολείων του Πακιστάν έχει απαγορεύσει στα 152.000 μέλη της να συστήσουν στους μαθητές το βιβλίο της («Με λένε Μαλάλα», εκδ. Πατάκη) γιατί ασεβεί προς τη μωαμεθανική θρησκεία. Οσες γυναίκες της Ασίας, ωστόσο, προσβλέπουν σε ένα σύμβολο που δηλώνει «δεν είμαι φεμινίστρια» και αναζητεί, εξόριστη πλέον στη Δύση, τη διέξοδο από τον μισογυνισμό μιας συγκεκριμένης εκδοχής του σύγχρονου Ισλάμ, κατανοούν την ανησυχία που εμπνέει η μικρή της, επιτυχημένη επανάσταση κατά της σιωπής.

Τζένιφερ Λόρενς
Η χολιγουντιανή ελπίδα

Η φήμη ότι το θερινό box office του 2015 θα καταρρίψει κάθε προηγούμενο ρεκόρ «κουβαλώντας» όλη τη χρονιά μαζί του είναι αρκετή στο Χόλιγουντ για να αναστείλει τις σκουρόχρωμες σκέψεις από διάφορα κακά νέα – από την πτώση των εσόδων κατά 5% εντός του 2014, από την πτώση των εισιτηρίων κατά 6%, από τη διαρκή απώλεια σε δυνητικά κέρδη εξαιτίας του downloading. Η στρατηγική της σωτηρίας είναι η καθαγιασμένη πεπατημένη της τελευταίας δεκαετίας: κόμικ και πρόσωπα. Στη μία πλευρά οι «Εκδικητές». Στην άλλη η Τζένιφερ Λόρενς.

Η 25χρονη Αμερικανίδα, περισσότερο και από το αναπάντεχο Οσκαρ του «Silver Linings Playbook» το 2013, επιβλήθηκε στη σόου μπιζ με την αντίδρασή της στην κλοπή γυμνών φωτογραφιών από τον λογαριασμό της στο iCloud στις 31 Αυγούστου 2014. «Σεξουαλική παράβαση» ή «σεξουαλικό έγκλημα», ο έκδηλος θυμός μάλλον μετουσιώθηκε στην εντυπωσιακή φωτογράφιση για το «Vanity Fair» του Οκτωβρίου της περασμένης χρονιάς: το υπνωτικό γαλάζιο βλέμμα της εξημέρωσε ως και τον βόα που της έφεραν για παρτενέρ. Είτε ο συνδυασμός υποκριτικής ικανότητας και ομορφιάς της Λόρενς κλίνει μελλοντικά προς την ποιότητα της Κέιτ Μπλάνσετ είτε προς τη διεκπεραίωση της Αντζελίνα Τζολί, το Χόλιγουντ μπορεί να κοιμάται ήσυχο. Ως σήμερα τη σωτηρία του είχε αναλάβει η Σκάρλετ Τζοχάνσον. Τώρα, μπορεί να ξαποστάσει.

Οι Κούρδισσες μαχήτριες

Κάπου στα δυτικά σύνορα του Ιράκ με τη Συρία, σε έναν τόπο που πλέον είναι ασαφές αν ορίζεται από Κούρδους, Σύριους, Ιρακινούς ή το Ισλαμικό Κράτος, τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ανακάλυψαν με έκπληξή τους το φθινόπωρο του 2014 ότι η γυναικεία χειραφέτηση είχε κάνει άλματα εντός της πολεμικής ζώνης. Οργανωμένη από το 2012, η εθελοντική κουρδική πολιτοφυλακή, γνωστή ως «Γυναικεία Μονάδα Προστασίας» (YPJ) υπεράσπισε διαδοχικά την περιοχή της Ράμπια από τις δυνάμεις του Μπασάρ αλ Ασαντ στα χρόνια του συριακού εμφυλίου και εδώ και έναν χρόνο μάχεται με επιτυχία τους τζιχαντιστές του ISIS. To BBC και η «Washington Post» έκαναν πάρτι βλέποντας έναν απρόσμενο σύμμαχο της Δύσης που παράλληλα διακρινόταν από φωτογένεια και διαρρήγνυε (με πάταγο) τα γυναικεία στερεότυπα της Ανατολής. Οι περίπου 7.500 μαχήτριες του YPJ προφανώς δεν θα αλλάξουν αριθμητικά τις ισορροπίες στην προβληματική για ΗΠΑ και Ευρώπη αναμέτρηση με το Ισλαμικό Κράτος. Αποτελούν όμως ισχυρό συμβολισμό, αντίβαρο εικόνας στους βάρβαρους αποκεφαλισμούς, υπενθύμιση ότι η κατάρρευση των παλιών ιεραρχιών της περιοχής δεν σημαίνει ταυτόχρονα παράδοση στον ακραίο πατριαρχικό ισλαμισμό. Τουλάχιστον όχι αν περνάει από το χέρι της 33χρονης στρατηγού Ζελάλ, μιας από τις αρχηγούς του YPJ, η οποία δήλωνε στο «Marie Claire» ότι η δική τους πάλη περιλαμβάνει και τη γυναικεία ανεξαρτησία: «Δεν θέλω να παντρευτώ, να κάνω παιδιά, να μένω στο σπίτι όλη μέρα. Θέλω να είμαι ελεύθερη».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ