Είναι δυνατόν η δημοφιλέστερη τηλεοπτική εκπομπή του κόσμου να εξαφανιστεί από τις οθόνες 214 χωρών για μια μπριζόλα; Είναι δυνατόν 350 εκατ. μανιώδεις τηλεθεατές να στερηθούν το πιο διάσημο αυτοκινητικό πρόγραμμα επειδή κάποιος σεφ στο Βόρειο Γιόρκσαϊρ πήγε σπίτι του και ο πεινασμένος πρωταγωνιστής έπρεπε να συμφιλιωθεί με σούπα και κρύο πιάτο για βραδινό αντί για το ζουμερό κομμάτι κρέας που ζητούσε; Ναι, είναι, εφόσον η αντίδραση του Τζέρεμι Κλάρκσον, πατριάρχη του μηχανοκίνητου ρεπορτάζ και ηγέτη του «Top Gear», ήταν να επιτεθεί στον παραγωγό του BBC Οϊσιν Τάιμον και να του σκίσει το χείλος με μια γροθιά. Πταίσμα, θα πείτε, για έναν άνθρωπο που κάποτε αποκάλεσε off camera τον τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας Γκόρντον Μπράουν «ανόητο αρχιμαλάκα» (χρησιμοποιώντας τη βαρύτατη για τους Αγγλους λέξη «cunt»), και μέσα στο 2014 είχε εξαναγκαστεί σε επανειλημμένες αιτήσεις συγγνώμης για ρατσιστικά αστεία έναντι Ασιατών και μαύρων, ενώ είχε εκδιωχθεί κακήν κακώς από την Αργεντινή εξαιτίας μιας Porsche με την πινακίδα «H982 FKL» η οποία θύμιζε ύποπτα τη χρονολογία του πολέμου των Φώκλαντ. Για το BBC, ωστόσο, το επεισόδιο της 4ης Μαρτίου 2015 ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι: στις 10 Μαρτίου ο Κλάρκσον τέθηκε σε διαθεσιμότητα, στις 25 του ίδιου μήνα απολύθηκε και δεν τον έσωσαν ούτε το 1 εκατομμύριο υπογραφές που οι οπαδοί του συγκέντρωσαν με διαδικτυακή εκστρατεία και παρέδωσαν επίσημα στον σταθμό με ένα νοικιασμένο τανκ. Μια ξέφρενη πορεία 25 ετών καυστικού χιούμορ, προσβολών, απολογιών και ατέλειωτων ταξιδιών πάνω σε τέσσερις τροχούς έλαβε οριστικά το τέλος που μάλλον της άξιζε.
Το πάθος του Τζέρεμι Κλάρκσον για την αυτοκίνηση είναι γνήσιο –όπως και οι καταβολές του στη βρετανική μικροαστική κουλτούρα την οποία ενσαρκώνει και υπονομεύει ταυτόχρονα. Γεννημένος στο Ντονκάστερ του Γιόρκσαϊρ το 1960, γιος δασκάλας και πλανόδιου πωλητή, γνώρισε από νωρίς τι σημαίνει ο χώρος του εμπορίου συνοδεύοντας τους γονείς του σε εξορμήσεις στην επαρχία. Από την άλλη πλευρά, υπήρξε ταυτόχρονα ευνοημένος, εφόσον οι δικοί του τον δήλωσαν σε ιδιωτικό σχολείο, έστω και χωρίς να ξέρουν πώς θα το πληρώσουν. Σύμφωνα με μια εκπομπή του BBC, τα κατάφεραν πουλώντας μια δική τους εκδοχή του Πάντιγκτον, δημοφιλούς τηλεοπτικής αρκούδας της εποχής. Αυτό δεν έκανε τον ίδιο καλύτερο μαθητή. Η κατάχρηση αλκοόλ, τσιγάρων και της υπομονής των καθηγητών του τον οδήγησαν σε αποβολή από το σχολείο Ρέπτον. Βρήκε την κλίση του στη δημοσιογραφία μέσα από τις φιλόξενες στήλες της «Shropshire Star», γράφοντας κριτικές για Peugeot και Fiat. Το 1984 ίδρυσε τη Motoring Press Agency μαζί με τον συνάδελφό του Τζόναθαν Γκιλ: έκαναν test drive σε αυτοκίνητα για λογαριασμό τοπικών εφημερίδων και περιοδικών αυτοκίνησης για να περάσουν αργότερα στο εξειδικευμένο «Performance Car». Από τον Οκτώβριο του 1988 ο Κλάρκσον παρουσίαζε στο BBC το «Top Gear» με ένα μικρό μόνο διάλειμμα δύο ετών μεταξύ 2000 και 2002. Την ίδια περίοδο, όπως αναφέρει η «Daily Telegraph», παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Αλεξάντρα Τζέιμς. Εκείνη τον παράτησε έξι μήνες μετά για έναν φίλο του, είκοσι χρόνια αργότερα, όμως, δήλωνε ότι συνέχισαν να βλέπονται ακόμη και μετά τον δεύτερο γάμο του Κλάρκσον με την ατζέντισσά του, Φράνσις Κέιν, το 1993. Αγνωστο αν η αποκάλυψη έπαιξε ρόλο στην αίτηση διαζυγίου της τελευταίας, τον Απρίλιο του 2014. Πολλοί θα έλεγαν, άλλωστε, ότι η καθημερινή γειτνίαση με την περσόνα του Κλάρκσον για δύο δεκαετίες θα αρκούσε από μόνη της γι’ αυτό, χωρίς καν υποψίες απιστίας.
Ο Τζέρεμι Κλάρκσον προ ετών μέσα σε ένα Fiat 500. Φωτογραφία: VISUALHELLAS.GR

Κατά τη διάρκεια αυτής της εικοσαετίας, πάντως, η περσόνα του Κλάρκσον εξελίχθηκε. Κυρίως σε τηλεπερσόνα, αν και παρήγαγε τακτικά στήλες για τη «Sun» και τους «Sunday Times» και κατά μέσο όρο ένα βιβλίο τον χρόνο από το 2005 μέχρι σήμερα. Πέρα από το ίδιο το «Top Gear» και τις άλλες εκπομπές αυτοκινήτου που παρουσίασε κατά καιρούς («Jeremy Clarkson’s Motorworld», «Jeremy Clarkson’s Extreme Machines»), η δημοτικότητά του μεταφράστηκε στο δικό του talk show («Clarkson») από το 1998 ως το 2000 και στη συχνή του παρουσία σε διάφορα άλλα, όπως το σατιρικό «Have I Got News for You». Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το 2007 τα εισοδήματά του ανήλθαν στο ποσό των 2,7 εκατ. στερλινών, 1 εκατ. εκ των οποίων αντιπροσώπευε το καθαρό συμβόλαιό του με το BBC. Δεν ήταν η κορυφαία του επίδοση (το 2014 θα αποκόμιζε συνολικά 14 εκατ. στερλίνες, σύμφωνα με τον «Guardian»), ήταν όμως αρκετά για να σπείρουν τη δυσαρέσκεια στο τρίο του «Top Gear». Οπως όλα τα μεγάλα συγκροτήματα, το γκρουπ των Τζέρεμι Κλάρκσον, Ρίτσαρντ Χάμοντ και Τζέιμς Μέι βίωσε τη δική του κρίση, όταν το βοηθητικό καστ αρνήθηκε να συνεχίσει να παραμένει στη σκιά του frontman από άποψη αμοιβής. Το χάσμα ανάμεσα στο 1 εκατομμύριο στερλίνες και τις 15.000 ανά επεισόδιο, δηλαδή στις καλύτερες σεζόν περίπου τις 250.000, ήταν πολύ βαθύ. Η κατάσταση προφανώς εξομαλύνθηκε, αλλά για το «Τop Gear» κάθε ανανέωση συμβολαίου έκτοτε γινόταν παιχνίδι για τα γραφεία στοιχημάτων.

Παιχνίδι ήταν άλλωστε και η ίδια η εκπομπή –ένα πανάκριβο παιχνίδι με παίκτες που πληρώνονταν για να κάνουν τα γούστα τους ανά τον κόσμο. Το κόστος της κάθε σεζόν κυμαινόταν περίπου στα 7 εκατ. στερλίνες –δυσθεώρητο ίσως ως απόλυτος αριθμός, αλλά ψίχουλα μπροστά στα 150 εκατ. στερλίνες των εσόδων που το «CNN Money» υπολόγιζε τον Μάρτιο του 2015 ότι απέφερε ετησίως. Ωστόσο, κατά μία έννοια, το περιεχόμενό του ήταν πάντα πιο πολύ θέμα παιδικής επιθυμίας παρά ώριμης ανδρικής νοοτροπίας: παρέπεμπε στην ευχέρεια του να κάνει κανείς οτιδήποτε είχε φανταστεί με οποιοδήποτε αμάξι. Ο θεατής δεν έβλεπε μόνο τους παρουσιαστές να οδηγούν νέα μοντέλα, τους παρακολουθούσε να φτιάχνουν αυτοσχέδια οχήματα, να οδηγούν τανκ, να τερματίζουν τα γρηγορότερα αυτοκίνητα του κόσμου, να ακολουθούν τον αυτοκινητόδρομο των Ανδεων, να κατεβαίνουν αμμόλοφους στην Αφρική, να παρκάρουν τους τροχούς τους στον Βόρειο Πόλο.

Ο Κλάρκσον αγόρασε ποδήλατο το 2013, αν και στο παρελθόν έχει χαρακτηρίσει «αλήτες πάνω σε σέλες» τους οπαδούς του δίτροχου οχήματος. Φωτογραφία: VISUALHELLAS.GR

Αντίστοιχα ευφάνταστο, προκλητικό, ασεβές, εύκολο και συχνά στερεοτυπικό ήταν και το χιούμορ της σειράς, κομμένο και ραμμένο στα πρότυπα του Κλάρκσον. Eνα «laddie humour», όπως αυτό των νέων των λαϊκών τάξεων της Αγγλίας, λίγο κοντά στο να υπερβαίνει τα εσκαμμένα, λίγο χονδροειδές, λίγο υπαινικτικό για τις αδυναμίες των άλλων, κάπως σεξιστικό, κάπως δεκτικό στις ποικίλες διαδεδομένες προκαταλήψεις για τους ξένους, τους ομοφυλόφιλους, τους πολιτικούς, αλλά με έντιμες προθέσεις, υποτίθεται. Στο πλαίσιο αυτό ο Κλάρκσον μπορούσε ατιμωρητί να συμφωνεί με έναν θεατή της εκπομπής ότι ένα αμάξι ήταν «κάπως γκέι», να θεωρεί ότι ο μεξικανός πρέσβης στο Λονδίνο θα ήταν «πολύ τεμπέλης» για να υποβάλει παράπονα επειδή ο συμπαρουσιαστής του υποστήριξε ότι τα αυτοκίνητα έχουν εθνικό χαρακτήρα, άρα ένα μεξικανικό όχημα θα ήταν «τεμπέλικο, αναξιόπιστο, αργοκίνητο καράβι» ή να αποκαλεί τη Ρουμανία «χώρα του «Borat», συν γύφτους και ρώσους πλεϊμπόι». Οχι ότι οι συμπρωταγωνιστές του γλίτωναν από το ασταμάτητο πείραγμα. Ενα αστείο διαρκείας τον ήθελε να τους αποκαλεί «Τεντ Νιούτζεντ» και «Ρέι Μίαρς» από δύο ροκάδες σωσίες τους. Οταν κάποτε κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου καθυστέρησαν να φτάσουν στο συμφωνημένο σημείο των Ανδεων στην ώρα τους, ο Κλάρκσον εμφανίστηκε για να πει ότι οι συνάδελφοί του ήταν προφανώς νεκροί και να δείξει δύο φιντάνια με τα ονόματα «Τεντ Νιούτζεντ» και «Ρέι Μίαρς» που ο ίδιος είχε μόλις φυτέψει εις μνήμην τους.

Δημοσίως, ο Τζέρεμι Κλάρκσον αντιπαθεί τα πάντα. Οχι τα συμπαθή αρκουδάκια, εκτός αν τα αποκήρυξε κι αυτά πρόσφατα. Από εκεί και πέρα, όμως, όλα τα στοιχήματα είναι ανοικτά. Οποιος δεν είναι Βρετανός, είναι εξ ορισμού ύποπτος για όποιο στερεότυπο του έχει καταμαρτυρηθεί από καταβολής κόσμου. Οι ΗΠΑ είναι μια παρανοϊκή χώρα όπου «μπορείς να αγοράσεις τα πάντα πλην των όπλων». Οι Εργατικοί του Μπλερ ήταν απαράδεκτοι, είχαν απαγορεύσει το κάπνισμα, το κυνήγι της αλεπούς και η μόνη κουλτούρα τους ήταν η «κουλτούρα της απαγόρευσης». Οι κυβερνήσεις γενικότερα είναι απαράδεκτες –η μόνη αρμοδιότητά τους θα έπρεπε να είναι «να κατασκευάζουν παγκάκια, και αυτό να είναι όλο. Κατά τα άλλα, να μας αφήσουν ήσυχους». Οι Πράσινοι είναι φανατικοί «οικο-μενταλιστές», η παγκόσμια υπερθέρμανση δεν έχει αντίκτυπο στο περιβάλλον –αν και όλοι θα πρέπει σιωπηρά να προσπαθήσουμε να γίνουμε πιο φιλικοί απέναντί του. Οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας είναι ένα φιάσκο, οι ανεμογεννήτριες στο μέλλον θα αποτελούν «ανάμνηση της εποχής που το ανθρώπινο είδος τρελάθηκε προσωρινά και αποφάσισε ότι ο άνεμος, τα κύματα και κομμάτια τόφου θα μπορούσαν με κάποιον τρόπο να παράγουν ενέργεια για ολόκληρο τον πλανήτη». Οσοι απεργούν θα έπρεπε να εκτελούνται. Οσοι οδηγούν τροχόσπιτα είναι απειλή του δρόμου. Οσοι οδηγούν ποδήλατα είναι «Ναζί με λίκρα», «αλήτες πάνω σε σέλες», «μπολσεβίκοι οπαδοί του δίτροχου». Το κατά πόσο τα εννοεί όλα αυτά και σε ποιον βαθμό είναι άδηλο –άλλωστε αγόρασε ο ίδιος ποδήλατο το 2013 και το επαίνεσε για τη συμβολή του στο αδυνάτισμα. Από το 2008 είχε παραδεχθεί ότι «ως πρωθυπουργός θα ήμουν σκέτη αποτυχία, εδώ έχω πρόβλημα να μη φάσκω και αντιφάσκω με τον ίδιο μου τον εαυτό στη στήλη μου». Και τον Ιούλιο του 2010 έλεγε στον πρώην στρατηγικό νου του Τόνι Μπλερ, Αλαστερ Κάμπελ, «δεν πιστεύω αυτά που γράφω περισσότερο από όσο πιστεύεις εσύ αυτά που λες». Βέβαια, μπορεί απλώς να αστειευόταν: αν θέλει να βρει κανείς το κλειδί για να αποκωδικοποιήσει τη δημόσια εικόνα του Τζέρεμι Κλάρκσον, αυτό βρίσκεται στην απάντησή του για τη σημασία του «Top Gear» σε μια συνέντευξή του στο BBC τον Ιανουάριο του 2005 –«Το «Top Gear» είναι μόνο επιφάνεια, είναι απλώς διασκέδαση». Στον βωμό της διασκέδασης όλα επιτρέπονται.
That’s entertainment? Δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη. Οχι οι κάτοικοι της πόλης του Νόρφολκ, τους οποίους στόλισε με κάποια επίθετα το 2009. Οχι οι θεατές της εκπομπής του Channel 4 «100 Βρετανοί που λατρεύουμε να μισούμε», οι οποίοι του χάρισαν την 66η θέση στην εκατοντάδα. Οχι οι εργαζόμενοι του εργοστασίου της Rover στο Λόνγκμπριτζ, οι οποίοι λίγο πριν από το κλείσιμό του, το 2007, θεωρώντας τον εν μέρει υπαίτιο της απαξίωσης του brand λόγω των συχνών μειωτικών σχολίων του, κρέμασαν ένα πανό δηλώνοντας ότι κηρύσσουν «εκστρατεία κατά του Κλάρκσον». Οχι, τέλος, ο «Independent», ο οποίος το 2005 οργάνωσε από τις στήλες του μια εικονική δίκη. Αφού επικαλέστηκε διάφορες μαρτυρίες και ζύγισε τα ελαφρυντικά, η εφημερίδα τον καταδίκασε για «εγκλήματα κατά του πλανήτη», «εγκλήματα κατά της μόδας», οδηγικές υπερβολές και επιθετικότητα –αν και μετρίασε τις ποινές μια και ο Κλάρκσον είχε ταχθεί πρόσφατα υπέρ της καθιέρωσης ορίου ταχύτητας 35 χλμ. την ώρα σε ευαίσθητες αστικές περιοχές –έξω από σχολεία, ας πούμε.
Και τώρα, τι; Τι μπορεί να κάνει ένας 55χρονος άνεργος πλούσιος με αμφιλεγόμενες απόψεις, «επιδέξιος προπαγανδιστής του αυτοκινητικού λόμπι», κατά τον «Economist», για το encore της πολύχρονης καριέρας του; Να αναστήσει το «Top Gear», προφανώς. Αν πιστέψει κανείς το δημοσίευμα της «Mirror» από τις 12 Μαΐου, το τρίο της εκπομπής βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τη δικτυακή πλατφόρμα Netflix προκειμένου να μεταφέρει εκεί το ταλέντο του. Και μια και τα δικαιώματα του τίτλου παραμένουν στο BBC, το οποίο ετοιμάζεται για νέα αρχή με νέο παρουσιαστή από του χρόνου, η μετενσάρκωση θα ακούει, υποτίθεται, στο όνομα «House of Cars» –κατά το «House of Cards» του Κέβιν Σπέισι, τη μεγάλη επιτυχία του Netflix. Απόδειξη ότι το «φαινόμενο Τζέρεμι Κλάρκσον» δεν αναφέρεται μόνο στην ατυχή όψη της τζιν ένδυσης σε άνδρες «μέσης νεότητας», όπως έγραφε η «Telegraph» το 2005, αλλά κυρίως στην ικανότητα να αποσπάς συμβόλαια με πολλά μηδενικά από εργοδότες πείθοντάς τους ότι η βαθιά γνώση του αυτοκινήτου υπερτερεί της έφεσής σου στο να χύνεις την καρδάρα με το γάλα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ