Οι πέτρες της Νάξου ακτινοβολούν γοητεία και µυστήριο. Η Πορτάρα, τα όρθια και τα ξαπλωµένα µαρµάρινα µέλη του ναού του Απόλλωνα πάνω στο νησάκι Παλάτια, σε υποδέχεται στο νησί και µοιάζει να αποτελεί τη δίοδο για να µπεις στην επικράτεια της πέτρας. Οχι στην επικράτεια των ακατέργαστων βραχωδών ορέων –ο Ζας είναι η ψηλότερη κορυφή πάνω από τις Κυκλάδες –αλλά της δουλεµένης, της πελεκηµένης πέτρας. Ο βράχος έχει αποτυπωµένη πάνω του την εµπειρία της φύσης, σαν βαθιές ρυτίδες στο ηλιοκαµένο πρόσωπο του τόπου, ενώ η πέτρα έχει πάνω της την εµπειρία του ανθρώπου. Και είναι πολιτισµός όταν λαξεύεις την πέτρα για να φτιάξεις µια στέρεη ξερολιθιά, αλλά και όµορφη σαν ένα γλυπτό, ενσωµατωµένο στο νησί.
Η γλύπτρια Ειρήνη Γκόνου και ο ζωγράφος Μίλτος Παντελιάς απολαμβάνουν την εμπειρία της Νάξου στο κτήμα τους στον Αμπράμ. Η καθημερινότητά τους, η ζωή τους, βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με την τέχνη τους. Και όσο βρίσκονται στο νησί το ψηλαφούν. Ετσι αναζήτησαν στις περιπλανήσεις τους την ακατέργαστη, πέτρινη σπηλιά του Ζα, αλλά και τις επίσης φυσικές πέτρες, τις οποίες όμως τοποθέτησε ανθρώπινο χέρι γύρω από τους κυκλικούς τάφους του γεωμετρικού νεκροταφείου στο Τσικαλαριό, μέσα σε ένα δραματικό ορεινό τοπίο, εκεί στα βάθη της Νάξου, «που οι πέτρες μοιάζουν με Τζιότο» καθώς λέει η Ειρήνη. «Α, τα αλωνάκια ψάχνετε» τους είπε ένας ντόπιος και τους έδωσε να πιάσουν ξανά το νήμα που ξετύλιγαν από την πινακίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αλλά κάπου το είχαν χάσει. Ετσι έλεγαν πάντοτε οι αυτόχθονες αυτούς τους κυκλικούς τάφους: αλωνάκια.
Τα μνημειακά «αλωνάκια» των αυτοχθόνων εκείνης της εποχής, γύρω από ένα μενίρ, ωθούν τους μελετητές να τους συσχετίσουν με τους μυθικούς οικιστές της Νάξου, τους Κάρες. Αυτοί οι ευγενείς ξωμάχοι, κάπου τον 8ο αιώνα π.Χ., λάτρευαν τη Δήμητρα στο ιερό στο Σαγκρί. Οχι, αυτά τα αστραφτερά λευκά μάρμαρα που μπροστά τους στέκεται ο καθηγητής Βασίλης Λαμπρινουδάκης και μας μιλάει για τον τόσο ατμοσφαιρικό αρχαιολογικό χώρο του Γύρουλα δεν είναι από εκείνο τον ναό αλλά δύο αιώνες νεότερο. Οι δουλεμένοι με περισσή μαστοριά ντελικάτοι κίονες και η μαρμαρόστρωτη σκεπή του προβάλλονταν πάνω στον τραχύ όσο και μεγαλόπρεπο Ζα. Αυτό είναι το δεύτερο βήμα της μεγάλης ιωνικής αρχιτεκτονικής που οδήγησε στην Ακρόπολη της Αθήνας και στον Παρθενώνα. Αλλά και το πρώτο έγινε πάλι στη Νάξο, όχι όμως στην ενδοχώρα, αλλά στην παραλία, στον ναό των Υρίων, τον αφιερωμένο στον Διόνυσο.
Ο ναός του Απόλλωνα δημιούργησε δικό του καλλιτεχνικό χώρο. Η καμπυλότητα και η σύγκλιση των κιόνων εμφανίζονται εδώ και δημιουργούν μια δυναμική του βλέμματος και της ψυχής προς τα άνω, πιο ψηλά από την κορυφή του Ζα, προς τον ουρανό. Αυτή η τάση χαρακτηρίζει όλες τις μετέπειτα λατρείες που συναντώνται σε αυτό το σταυροδρόμι των πολιτισμών, καθώς πάνω από τους αρχαίους ναούς κτίστηκε μια παλαιοχριστιανική βασιλική και πάνω από εκείνη το μοναστηράκι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

Ο κούρος των Μελάνων ζει κάτω από το λιοπύρι, μέσα στη μοναξιά. Φωτογραφία: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος

Στον Κυνίδαρο είδαµε τα ενεργά ακόµη λατοµεία µαρµάρου. Είχαν άφθονο µάρµαρο εδώ και πάντα ήξεραν να το δουλεύουν. Η χάρη των τεχνιτών έφτασε ως τους Δελφούς µε την περίφηµη Σφίγγα των Ναξίων. Αλλά τα µεγάλα µυστήρια της πέτρας έµειναν στις ερηµιές του νησιού. Τα παιδιά από τον Απόλλωνα και τους κοντινούς οικισµούς, ανάµεσά τους και η Ειρήνη Γκόνου, έκαναν τσουλήθρα πάνω στο τεράστιο, πέτρινο σώµα του γενειοφόρου άνδρα που φέρνει πολύ στον θεό του κεφιού, της γιορτής και του παιχνιδιού, Διόνυσο, που παντρεύτηκε εδώ την Αριάδνη. Εκεί γύρω υπάρχουν πολλά αµπέλια και αυτός ο κούρος είναι ο πιο εύκολος στην ανακάλυψή του, καθώς είναι πολύ κοντά στον αµαξιτό δρόµο. Δεν ξέρω αν η πρόθεση αυτών των αρχαϊκών λιθοξόων ήταν να αποσπάσουν από τον βράχο, να µεταφέρουν κάπου αλλού και να στήσουν όρθιο ένα άγαλµα ύψους άνω των 10 µέτρων και βάρους πολλών τόνων, που όµοιό του δεν υπάρχει στον ελλαδικό χώρο. Ο κούρος έχει µείνει εκεί, ξαπλωµένος, ενσωµατωµένος στο αρχαίο λατοµείο, πέτρα ριζιµιά, για να συντηρεί το µυστήριό του µε ένα αδιόρατο χαµόγελο. Μισοτελειωµένος, για να µην πει ποτέ όλη την αλήθεια του. Και να κυλά η ζωή πάνω του…

Το ίδιο και ο κούρος στο Φλεριό, µέσα στη ρεµατιά, κάτω από το γιγάντιο δέντρο. Μοιάζει να απολαµβάνει τη σκιά αιώνες τώρα. Οχι όπως ο κούρος των Μελάνων λίγο πιο πάνω, που έχει ζήσει όλη τη ζωή του κάτω από το λιοπύρι, µέσα στη µοναξιά. Ως πριν από λίγο που πήγε δρόµος, έπρεπε να σου τον δείξει κάποιος αυτόχθων για να µπορέσεις να τον συναντήσεις. Είναι και ο πιο µικρός από τους τρεις. Στη µέση του πουθενά, µε δυσδιάκριτα τα ίχνη του αρχαίου λατοµείου. Οµιλούσα πέτρα, που λέει µόνο αινίγµατα για τον πάµπλουτο εσωτερικό κόσµο αυτού του συναρπαστικού νησιού. Μα πιο γοητευτική είναι η αναζήτηση του µονοπατιού για τη λύση του αινίγµατος παρά η ίδια η λύση. Ισως και αυτό να είναι η τελική λύση…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ