Ενα κυριακάτικο γεύμα. Γύρω από το τραπέζι καθισμένη η οικογένεια. Oταν σερβιριστεί και το φρούτο, ο 15χρονος πιτσιρικάς, κάπως βαριεστημένα, θα πάει στην κουζίνα για να βάλει ένα ποτήρι νερό στην 85χρονη γιαγιά του, η οποία πρέπει να πάρει εκείνο το κόκκινο χαπάκι για την καρδιά της.
Η παραπάνω εικόνα δεν αποτελούσε αυτονόητη καθημερινότητα για τους ανθρώπους στις αρχές του 20ού αιώνα. Τότε το προσδόκιμο ζωής άγγιζε τα 31 έτη· ήταν σχεδόν αδύνατο ένα εγγόνι να γνωρίσει την 80χρονη γιαγιά του. Σήμερα το προσδόκιμο ζωής φτάνει τα 70. Tα κρούσματα ιλαράς και πολιομυελίτιδας τείνουν να εξαφανιστούν χάρη στο εμβόλιο, η θανατηφόρα ευλογιά εκριζώθηκε. Στον δυτικό κόσμο όλο και περισσότεροι άνθρωποι φθάνουν μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Κάπως έτσι η πρόκληση για τον τομέα της Υγείας στον 21ο αιώνα έχει αλλάξει. Δεν έχει να κάνει τόσο με την αντιμετώπιση των μολυσματικών ασθενειών. Αντιθέτως, καθώς το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται, οι άνθρωποι ζουν αρκετά για να νοσήσουν από τις λεγόμενες χρόνιες παθήσεις, όπως είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, τα προβλήματα ψυχικής υγείας, ο σακχαρώδης διαβήτης, τα χρόνια αναπνευστικά νοσήματα κ.τ.λ. Είναι ενδεικτικό ότι σε πλούσια κράτη όπως οι ΗΠΑ το 86% των δαπανών Υγείας αφορούν μη μεταδοτικές ασθένειες, ενώ κάθε χρόνο περίπου το 60% των παγκόσμιων θανάτων «οφείλεται» σε χρόνιες παθήσεις. Και μάλλον αυτό το ποσοστό αναμένεται να αυξηθεί καθώς οι συνθήκες διαβίωσης βελτιώνονται σε χώρες όπως η Ασία, η Αφρική και η Λατινική Αμερική. Ηδη ο αριθμός των ανθρώπων άνω των 60 έχει διπλασιαστεί σε σχέση με το 1980 και σε αυτή την ηλικιακή ομάδα προβλέπεται να ανήκει ο ένας στους πέντε μέχρι το 2050.
Ο πληθυσμός της Γης γερνά και το ερώτημα εγείρεται: θα μπορέσουν τα υπάρχοντα συστήματα Υγείας να αντεπεξέλθουν στις αυξανόμενες οικονομικές απαιτήσεις;
Σύμφωνα με το Economist Intelligence Unit (EIU), η δαπάνη για την Υγεία στην Κίνα προβλέπεται να αυξάνεται με ρυθμό 14% τον χρόνο μέχρι το 2017, ενώ στην Αμερική θα υπάρχει ένας ρυθμός ανάπτυξης που θα φθάνει το 4,4% τον χρόνο για την ίδια περίοδο.Τα στοιχεία για τη Γηραιά Ηπειρο κινούνται στο ίδιο πλαίσιο: το 2050 αναμένεται τέσσερις στους δέκα Ευρωπαίους να είναι ηλικίας άνω των 60 χρόνων, ενώ εξ αυτών περισσότεροι από τους μισούς θα πάσχουν από χρόνια νοσήματα, για την αντιμετώπιση των οποίων θα ξοδεύεται το 75% των δαπανών Υγείας. Ο κώδωνας του κινδύνου για τη βιωσιμότητα των συστημάτων Υγείας ήδη έχει αρχίσει να χτυπά και η πίεση προς τις φαρμακοβιομηχανίες για μείωση των τιμών είναι φανερή. Στην Ευρώπη, όπου τα δημόσια συστήματα Υγείας είναι οι κύριοι πελάτες, η δύναμη της διαπραγμάτευσης για τη μείωση της τιμής μπορεί να επιφέρει έκπτωση 30%-40% στην τιμή του φαρμάκου σε σχέση με την Αμερική. Εκεί η αγορά είναι πιο κατακερματισμένη, όμως οι πρωτοβουλίες του Μπαράκ Ομπάμα για να αμβλύνει την πρόσβαση στο σύστημα Υγείας σίγουρα αλλάζουν πλέον τα δεδομένα.
Αυτή τη στιγμή αρκετές προσπάθειες εντατικοποιούνται στην κατεύθυνση της μείωσης του κόστους της έρευνας για την ανάπτυξη των νέων φαρμάκων –το οποίο εκτιμάται σήμερα κατά μέσο όρο στα 2,5 δισ. δολάρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση που έχει ξεσπάσει σχετικά με την περίπτωση του Glybera, της πρώτης γονιδιακής θεραπείας που εγκρίνεται στο δυτικό ημισφαίριο. Ουσιαστικά το Glybera προσφέρει μόνιμη θεραπεία της σπάνιας πάθησης της έλλειψης λιποπρωτεϊνικής λιπάσης (LPLD) με τους ασθενείς που πάσχουν από τη συγκεκριμένη ασθένεια να είναι επιρρεπείς σε επαναλαμβανόμενα επεισόδια παγκρεατίτιδας.
Το πρόβλημα; Το κόστος της θεραπείας, η οποία αγγίζει τα 780.000 ευρώ για κάθε ασθενή. Η ολλανδική εταιρεία uniQure που τη δημιούργησε δικαιολογεί την τιμή κάνοντας λόγο για το υψηλό κόστος έρευνας και τονίζοντας ότι το Glybera αφορά γονιδιακή παρέμβαση που θα επιφέρει μόνιμη θεραπεία. Βέβαια εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η πάθηση της έλλειψης λιποπρωτεϊνικής λιπάσης (LPLD) αφορά μόλις 150-200 ασθενείς στην Ευρώπη, άρα η εταιρεία απευθύνεται σε ένα πάρα πολύ μικρό κοινό, το οποίο θα πρέπει να καλύψει και το κόστος της ανάπτυξης του φαρμάκου.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν το κόστος των νέων φαρμάκων και θεραπειών είναι δυσβάσταχτο για τα συστήματα Υγείας; Αρκετοί ειδικοί πιστεύουν ότι η λύση βρίσκεται σε αλλαγή του μοντέλου πληρωμής των φαρμακοβιομηχανιών με την αποπληρωμή να μη γίνεται εφάπαξ αλλά να διαιρείται στον χρόνο ανάλογα με την αποτελεσματικότητα των νέων αυτών φαρμάκων στην υγεία αυτών που τα λαμβάνουν.
Η πρόκληση, πάντως, της βιωσιμότητας των συστημάτων Υγείας είναι φανερή σε κάθε περίπτωση και δεν είναι λίγοι οι ειδικοί που θεωρούν ότι το θέμα θα πρέπει αντιμετωπιστεί πιο σφαιρικά υποστηρίζοντας ότι το κλειδί βρίσκεται στην ανάπτυξη της τεχνολογίας και στη δημιουργία βάσεων δεδομένων των ασθενών. Για παράδειγμα, εφαρμογές κινητών έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να παρέχουν πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο για τον κάθε ασθενή, αλλά και να αποκαλύπτουν τάσεις και συνήθειες που θα βοηθήσουν στην έρευνα.
Το μεγαλύτερο βάρος θα πρέπει να δοθεί στην πρόληψη και στην έγκυρη διάγνωση,ενώ οι δαπάνες Υγείας θα πρέπει να αντιμετωπιστούν όχι απλά ως ένα κόστος, αλλά ως μια επένδυση. Και σε αυτόν τον τομέα κάποιες χώρες τα πάνε πράγματι καλύτερα από κάποιες άλλες. Σε μελέτη που πραγματοποίησε το Economist Intelligence Unit (EIU) σε 166 χώρες, η Αμερική, μολονότι εμφανίζει τις περισσότερες κατά κεφαλήν δαπάνες για την Υγεία, βρίσκεται στην 33η θέση σε σχέση με τα αποτελέσματα των υπηρεσίων της. Aντίθετα, η Ιαπωνία είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. Θα μπορούσαμε άραγε να μάθουμε από το λεγόμενο «ιαπωνικό θαύμα»;
Από το 1961 η Ιαπωνία προσέφερε καθολική πρόσβαση όλων των πολιτών της στο σύστημα Υγείας δημιουργώντας ένα μοντέλο ιδιαίτερα γενναιόδωρο προς τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Μάλιστα το 2000 προώθησε σύστημα υποχρεωτικής ασφάλειας μακροχρόνιας περίθαλψης για τους πολίτες, το οποίο χρηματοδοτούνταν από τη φορολογία, καθώς ο αριθμός των ηλικιωμένων της χώρας αυξανόταν με ταχύτατο ρυθμό. Ηδη ένας στους τέσσερις πολίτες στην Ιαπωνία είναι άνω των 65 ετών, ενώ σε διάστημα 20 χρόνων πλέον αναμένεται να είναι ο ένας στους τρεις.

Η λύση για το κράτος στην προβλεπόμενη αύξηση των χρόνιων νοσημάτων βρίσκεται στην πρόληψη μέσω της πολιτικής των μεγάλων εταιρειών, οι οποίες κρατούν βάσεις δεδομένων αποθηκεύοντας τα ιατρικά δεδομένα των εργαζομένων τους. Ενθαρρύνοντας και επιδοτώντας τέτοιες πολιτικές, το κράτος θεωρεί ότι θα βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος, δίνοντας έμφαση στην πρόληψη, καθώς πολλές εταιρείες είναι υπεύθυνες για τα ετήσια τσεκάπ των εργαζομένων τους. Το παράδειγμα της εταιρείας Uchida Yoko είναι χαρακτηριστικό.

Παλαιότερα μια νοσοκόμα ήταν υπεύθυνη για να υπενθυμίζει σε 7.600 υπαλλήλους και στις οικογένειές τους τις ιατρικές εξετάσεις. Φυσικά έκανε τη δουλειά της, αλλά δεν μπορούσε να κρατά αρχείο για το πόσοι πραγματικά εμφανίζονταν για να κάνουν τις εξετάσεις. Η εταιρεία προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα έλαβε επιδότηση 125.000 δολαρίων από το κράτος για τη δημιουργία βάσης δεδομένων. Αποτέλεσμα; Το ποσοστό των υπαλλήλων της που υποβλήθηκαν σε τσεκάπ έφτασε το 92% πέρυσι. Βέβαια αυτές οι ενέργειες σε αρκετές περιπτώσεις θέτουν ανησυχίες για το ιατρικό απόρρητο, αν δεν τηρούνται σωστά οι διαδικασίες.

Πάνω από όλα, πάντως, είναι αυτονόητο ότι ο καθένας θα πρέπει να φροντίζει μόνος του για τον εαυτό του. Οι πυλώνες που οδηγούν στη μακροζωία και σε μια καλή ζωή είναι γνωστοί και κρύβονται στο δίπτυχο της καλής διατροφής και της άσκησης. Τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής έχουν πολλαπλά αποτυπωθεί στο θαύμα της Ικαρίας, ο καλός ύπνος, η αποφυγή της αλόγιστης χρήσης των αντιβιοτικών όπως και του καπνίσματος είναι απλές, καθημερινές συνήθειες που προστατεύουν τον οργανισμό μας. Και μην ξεχνάμε φυσικά τον παράγοντα ψυχολογία. Πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Brigham Young υποστηρίζει ότι η μοναξιά και η κοινωνική απομόνωση συνιστούν εξίσου μεγάλη απειλή για τη μακροζωία με την παχυσαρκία. Η υγεία τελικά σε έναν βαθμό είναι και θέμα προσωπικής απόφασης.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ