«Το ταξίδι είναι το μόνο πράγμα που το πληρώνεις και σε κάνει πλουσιότερο», διαβάζω στην καλαίσθητη μικρή πινακίδα στην αυλή του boutique ξενοδοχείου Avalon (www.avalonboutiquesuites.com) καθώς ανεβαίνω για τη σουίτα Ερως. Οι κλειστές αυλές των θαυμάτων είναι η ουσία της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου –από τα πιο εντυπωσιακά σύνολα αυτής της εποχής που συνεχίζει τη σφριγηλή ζωή του επί Γης, εκατονταετηρίδες τώρα -, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ιδιαίτερης σημασίας για την ανθρωπότητα. Και το Avalon είναι συμβολικό του χαρακτήρα της Παλιάς Αγοράς, έτσι όπως ανοίγει την καμαρωτή θύρα του στο βάθος της λότζιας που ανοίγεται στην πλευρά της οδού Ιπποτών.
Στην οδό Ιπποτών η ζωή συνεχίζει να κυλά μέσα στα κελύφη που άφησαν οι ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου στο πέρασμά τους από τη Ρόδο, οι οποίοι ξεκίνησαν ως μοναχοί –νοσοκόμοι των προσκυνητών –στην αγία Ιερουσαλήμ, πέρασαν από την Κύπρο, για να εγκατασταθούν ως πολεμιστές και διαχειριστές ενός κοσμικού κράτους στη Ρόδο και στα γύρω νησιά των Νοτίων Σποράδων. Ανέγγιχτη λες από το πέρασμα των καιρών, η οδός που βγάζει στο παλάτι του ηγέτη των ιπποτών, του Μεγάλου Μαγίστρου, φαντάζεσαι ότι οι σιδερόφραχτοι πολεμιστές μόλις βγήκαν με τα κινητά υπάρχοντά τους από τα καταλύματα των διαφόρων Γλωσσών του Τάγματος για να περάσουν τη μεγαλόπρεπη Πύλη της Θάλασσας και να επιβιβαστούν στα καράβια που τους μετέφεραν στον επόμενο σταθμό του ταξιδιού τους στη Μεσόγειο, στη Μάλτα, μετά την κατάληψη του κάστρου τους από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, το 1522.
Η οδός Ιπποτών, το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου –το Καστέλο όπως το λένε στη Ρόδο -, η Πύλη της Θάλασσας είναι εξάρσεις στο χρώμα που πωρόλιθου της οχυρωμένης πόλης, που στο χρώμα του λυκόφωτος ή του λυκαυγούς ζουν την πιο καλή τους ώρα. Τότε είναι που προεκτείνονται σαν τις σκιές οι παλιές ιστορίες και κινούνται στα μάτια και τον νου του περιηγητή της περίκλειστης πόλης. Μια τέτοια ιστορία για τον δράκο της Ρόδου μού διηγείται ο ξεναγός μου στα στενά, βοτσαλοστρωμένα, σοκάκια της Παλιάς Πόλης, ο Παναγιώτης Μπρόκος, πρωτοετής μόλις φοιτητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίαςτου Πανεπιστημίου της Κρήτης στο Ρέθυμνο, αλλά με ώριμο όσο και ενθουσιώδες πάθος για την πολεμική ιστορία των Νοτίων Σποράδων. «Να, βλέπεις τις λαξευμένες κεφαλές του δράκου στην πρόσοψη του κτιρίου της Γλώσσας της Γαλλίας; Τοποθετήθηκαν εκεί σε ανάμνηση του κατορθώματος του γάλλου ιππότη Ντιεντονέ ντε Γκοζόν που σκότωσε τον δράκο. Τι δράκος;», σχολιάζει ο Παναγιώτης, «θα ήταν κροκόδειλος που ξέφυγε από κάποιο ναυάγιο και θέριεψε στην πλούσια σε τροφή εξοχή της Ρόδου». Πάντως ο Γκοζόν έγινε ο τρίτος Μεγάλος Μάγιστρος. Το δε κρανίο του θεριού έμεινε για πάρα πολλά χρόνια κρεμασμένο στην Πύλη της Θάλασσας. Το είδαν περιηγητές και το ανέφεραν στα χρονικά τους. Επίσης αποτύπωσαν σε χαλκογραφία τον άθλο. Ο Γκοζόν σκοτώνει τον δράκο με τη βοήθεια των δύο σκυλιών του. Την τοιχογραφία είδε ο βέλγος ταξιδευτής Bernard Eugène Antoine Rottiers σε οθωμανικό σπίτι κάπου στην Παλιά Πόλη και την αντέγραψε.
Αυτά τα οθωμανικά σπίτια, καθώς αποκαλύπτουν τον κρυμμένο εσωτερικό κόσμο τους, αφού τα βλέπεις από πάνω, είναι μεγάλο κομμάτι της γοητείας του περίδρομου των τειχών της Παλιάς Πόλης. Ναι, μπορείς να περπατήσεις πάνω στις επάλξεις, στα βήματα των ιπποτών, από το Καστέλο μέχρι την πύλη του Αγίου Φραγκίσκου. Μοναδική διαδρομή, στην αιωρούμενη, πολύ φαρδιά, Λεωφόρο των Ιπποτών, έχοντας από τη μία μεριά την Παλιά Πόλη εντός των οχυρώσεων και από την άλλη τη νέα, εκτός των ισχυρών τειχών. Κι όλο συλλέγεις απίθανες εικόνες και μνήμες. Ειδικά αυτή την εποχή που οι επάλξεις του πολέμου είναι στολισμένες με μαργαρίτες και το χρώμα του αίματος το δίνουν πλέον οι παπαρούνες.
Κι όλο και πληθαίνουν οι προκλήσεις της διαδρομής: Το μικρό φρούριο του Αγίου Γεωργίου, η θέα του Παλατιού και του πύργου του οθωμανικού ρολογιού μαζί με τον μιναρέ του τζαμιού του Σουλεϊμάν, που σηκώθηκε πάνω από τα σπίτια σε ανάμνηση της κατάκτησης. Και η Κόκκινη Πόρτα πιο κάτω, μετά τους προμαχώνες της Γλώσσας της Αγγλίας, από την οποία ο Σουλεϊμάν μπήκε στην πόλη, έμεινε για πάντα κλειστή, μέχρι το 1912 που οι Ιταλοί ζήλεψαν τη δόξα του σουλτάνου και μπήκαν από αυτή την πύλη όταν πήραν τη Ρόδο από τους Τούρκους. Αλλά ο τρούλος μιας ορθόδοξης εκκλησιάς του 15ου αιώνα δεν είναι παράταιρος, αλλά υπογραμμίζει ακριβώς αυτόν τον χαρακτήρα της Παλιάς Πόλης. Του παζλ εποχών και πολιτισμών. Και ανάμεσα σε όλα αυτά οι αυλές των οθωμανικών σπιτιών με τις χαρακτηριστικές καμινάδες και τα ξύλινα κλειστά μπαλκόνια, ολόκληροι κήποι με εσπεριδοειδή, αθέατοι και μυστηριώδεις από το επίπεδό τους.
Στην αυλή του ξενοδοχείου Avalon. Φωτογραφία: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος

Η αυλή του Avalon διατηρεί τον ιπποτικό χαρακτήρα του κτιρίου, με τα τόξα και τους πέτρινους πελεκημένους τοίχους, αλλά κρατά ακόμη κλεισμένες μέσα της τις εκπλήξεις της Ανατολής. Οχι μόνο στην ατμόσφαιρά της, που μοιάζει σαν μια κλειστή, φιλόξενη, αγκαλιά, αλλά και στις γεύσεις της. Η κυρία Χρυσαφίνα μαγειρεύει όντως ως μαμά, πράγμα σπάνιο για έναν από τη φύση του κοσμοπολίτικο προορισμό. Εδώ, επανέρχεται στο προσκήνιο η γεύση της Ρόδου που χρόνια την είχαμε για χαμένη και την αναζητούσαμε. Και δεν είναι μόνο τα ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα, ο μουσακάς, οι κεφτέδες από φάβα, το ζυμωτό ψωμί από τον ξυλόφουρνο στα Κολύμπια, το κρασί από το ενδημικό Αθήρι, η σούμα από τον Αγιο Ισίδωρο, τα γλυκά του κουταλιού, το σταφύλι, το κυδώνι, το νεράντζι. Είναι και τα προϊόντα της «Ρόδιας Γης», ενός κοινωνικού συνεταιρισμού για την προβολή των προϊόντων των νησιών της Δωδεκανήσου που δημιούργησε η Δέσποινα μαζί με άλλους. Να λοιπόν που μπαίνουν πλέον στη ροδιακή αίσθησή μας και η άγρια ζαφορά της Αστυπάλαιας, οι αγκινάρες με δενδρολίβανο σε χυμό λεμονιού, η πάστα ελιάς με σύκο, το λεμόνι στην άρμη, η μαρμελάδα ελιάς με λεμόνι, η μεσογειακή σάλτσα με ελιά, αντσούγια και ντομάτα, η μουστάρδα σύκου, το ροδιακό λάδι, όλα τα βαζάκια της σειράς Rodia 12, τα αυθεντικά καρυκεύματα των αναμνήσεων από ένα τόσο αισθαντικό ταξίδι στη Ρόδο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ