Ιεροί τόποι είναι αυτοί που μας φέρνουν πιο κοντά στον ουρανό, εκεί που κρύβονται πίσω από τα άσπρα σύννεφα, κοντά στους αστερισμούς, οι μεταφυσικές ανησυχίες μας· ίσως και η συνέχεια της επί της Γης παρουσίας μας, ο παράδεισός μας. Από τον Ψηλορείτη και τον Ολυμπο ως το όρος Φούτζι στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, οι άνθρωποι βάδιζαν σιωπηλοί στο ανηφορικό μονοπάτι που τους έφερνε όλο και πιο κοντά στους θεούς, μια πορεία ουσιαστικά προς τη δική τους θέωση. Και από εκεί ψηλά, στα ιερά των κορυφών, οι άνθρωποι δεν αισθάνονταν μόνο να τους τυλίγει σαν πέπλο ομίχλης το μυστήριο των υπερκόσμιων, αλλά συνάρπαζε και την ψυχή τους η γαλήνη από την ομορφιά των εγκοσμίων, καθώς γέμιζε τα μάτια τους η πανοραμική, γοητευτική, εικόνα της Γης τους.
Αυτή είναι η αποστολή και των ακριβών μονόπετρων της Θεσσαλίας, του πέτρινου δάσους των Μετεώρων, πάνω από την Καλαμπάκα και το Καστράκι. Να σου κόβουν την ανάσα απ’ όπου κι αν τα κοιτάξεις. Να φέρνουν στα χείλη σου έναν ύμνο των θαυμασίων του Κυρίου. Και να αναριγεί η ψυχή σου από ισχυρές δόσεις μεγαλοπρέπειας, επιβλητικότητας, αδρεναλίνης, πίστης, γαλήνης, ομορφιάς. Οι πρώτοι αναχωρητές γαντζώθηκαν με τα χέρια τους στους βράχους και σκαρφάλωσαν στις κορφές τους αναζητώντας τη γαλήνη που σκορπά στην ψυχή η εγγύτητα με τον ουρανό, με το θείο. Εκτισαν μοναστήρια και σκήτες και το μονοπάτι προς τα επουράνια λεγόταν Μονή Μεγάλου Μετεώρου, Μονή Βαρλαάμ, Μονή Ρουσάνου, Μονή Αγίας Τριάδας, Μονή Αγίου Στεφάνου, Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά. Το μονοπάτι των αναχωρητών ήταν σκαλοπάτια λαξευμένα στον βράχο, ξύλινες σκάλες ή ένα δίχτυ που ανέβαζε το βριζόνι στο μοναστήρι στην κορυφή του βράχου. Οι σύγχρονοι «αναχωρητές» στους βράχους των Μετεώρων λέγονται αναρριχητές και οι διαδρομές τους προς τα επουράνια έχουν διαφορετικά ονόματα από των μοναχών: «Ουράνια Σκάλα», «Γραμμή της Πίπτουσας Σταγόνας», «Δρόμος των Νερών», «Δίεδρο της Σχιζοφρένειας». Φαντάζουν τόσο διαφορετικοί οι κόσμοι και οι ιδεολογίες των αναχωρητών και των αναρριχητών, όμως δεν είναι. Αμφότεροι δίνουν έναν αγώνα –οι μεν με τα εγκόσμια πάθη, οι δε με τις δυσκολίες του κάθετου και λείου βράχου –για να βρεθούν στη γαλήνη και στην ομορφιά της κορυφής, πιο κοντά στο θείο. Και αυτοί οι δύο κόσμοι μπλέκονται θαυμάσια στις 23 Απριλίου. Προσευχές, τάματα, ψαλμοί, τραγούδια, άσκηση, σχοινιά, λαμπάδες στη χάρη του Αϊ-Γιώργη του Μαντιλά.
Το μικρό εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη μοιάζει με σπιρτόκουτο στη σκιά του θεόρατου βράχου του Αγίου Πνεύματος.

Η λειτουργία συνεχίζεται, αλλά οι προσκυνητές έχουν προσηλώσει το βλέμμα τους στη μέση περίπου του γκρίζου βράχου, στην πλευρά του που βλέπει στο Καστράκι, στην εγκαταλελειμμένη σκήτη του Αγίου Γεωργίου, όπου πάνω στους πολυκαιρισμένους τοίχους της ανεμίζουν ακόμη, πολύχρωμα, τα περυσινά τάματα των πιστών. Πολλοί δεν σταματούν στην εκκλησιά, αλλά συνεχίζουν ως τα ριζά του βράχου, για να παραδώσουν το καινούργιο μαντίλι τους για να γίνει αφιέρωμα στον Αϊ-Γιώργη. Κάποιοι φέρνουν και λαμπάδες. Ο Βαγγέλης, ο Χρήστος και άλλοι από την Καλαμπάκα και το Καστράκι που η αναρρίχηση είναι κομμάτι της ζωής τους δίπλα στα πέτρινα γλυπτά της φύσης, τα παραλαμβάνουν και τα περνούν στη μέση τους. Κάποια τα δένουν στον λαιμό τους. Σταματώ να τους φωτογραφίσω, λύνω την κόκκινη μπαντάνα που έχω στον λαιμό μου και τη δίνω στον Χρήστο. Εκείνος τη δένει στον μηρό του και φορτωμένος με αναθήματα αρπάζει το χοντρό σχοινί που κρέμεται από τη σκήτη και με σβέλτες κινήσεις αρχίζει να ανεβαίνει. Φτάνει γρήγορα στη σκήτη, αρχίζει να ξεκρεμά τα περσινά μαντίλια που έμειναν εκεί όλον τον χρόνο και κρεμά τα καινούργια. Κατεβαίνει επίσης γρήγορα και παραδίδει τα παλιά μαντίλια στους επιτρόπους, οι οποίοι τα κόβουν κομμάτια και τα μοιράζουν στο τέλος της λειτουργίας μαζί με τον άρτο, το αντίδωρο και ένα παραδοσιακό γλύκισμα από στάρι. Οι πιστοί τα κρατούν φυλαχτά. Εμένα μου έδωσαν ένα κομμάτι από κόκκινο μαντίλι που το έδεσα στη φωτογραφική τσάντα μου και έμεινε εκεί.

Ερχονται και άλλοι αναρριχητές και ανεβαίνουν να αφιερώσουν το δικό τους μαντίλι. Νιώθουν ευλογημένοι και ασφαλείς. Κανένας δεν έπαθε ποτέ κάποιο σοβαρό ατύχημα. Χαμηλά, σε ένα «σκαλοπάτι» του βράχου κάθονται πέντε-έξι πιτσιρίκια και κοιτάζουν εκστατικά τους αναρριχητές που ξεκινούν από εκεί την πορεία τους στον βράχο. Είναι σίγουρο ότι σε λίγα χρόνια θα ανεβαίνουν κι αυτά. «Γιατί έτσι το βρήκαμε, έτσι το αφήνουμε» όπως λέει ο Βαγγέλης. Αλλά καθώς η λειτουργία έχει τελειώσει, οι αναρριχητές μαζεύονται πάνω στη σκήτη και αρχίζουν να τραγουδούν το τραγούδι του παπα-Γιώργη:
Σαν δεν τον έχετε ακοή, / ν’ αυτόν τον παπα-Γιώργη / που ‘ταν μικρός στα γράμματα, / τρανός στα πινακίδια / και τώρα στα γεράματα / και στις γεραντοσύνες / γυρεύει να πάει ν’ αρματολός, / αρματολός και κλέφτης.
Αυτό είναι το σήμα ότι αυτή η συναρπαστική δράση πάει να τελειώσει. Ενας ένας κατεβαίνουν οι αναρριχητές και ο τελευταίος δένει ένα λευκό μαντίλι στον πάσσαλο στον οποίο είναι περασμένο το σχοινί. Μόλις φτάσει κάτω, τραβά το σχοινί και πέφτει κι αυτό. Μένει το λευκό μαντίλι να ανεμίζει μαζί με όλα τα άλλα σαν υπόσχεση για τον επόμενο χρόνο. Το τραγούδι όμως δεν σταματά. Πλήθος κόσμου πιάνεται χέρι χέρι γύρω από την πλατεία στο Καστράκι, με φόντο τους αισθαντικούς βράχους, σε έναν θεόρατο κύκλο, και χορεύουν με τη μουσική της φωνής τους.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ