Βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία, το αυστραλέζικο φιλμ «Mary & Max» είχε εντυπωσιάσει πριν από μερικά χρόνια με την τρυφερότητα και το λοξό χιούμορ του. Είναι εντυπωσιακό το πόσο καλά έχει μεταφέρει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπογδάνος τις ίδιες ακριβώς αρετές στη θεατρική μεταφορά που έχει επιμεληθεί με μεράκι και φαντασία, παραδίδοντας στο κοινό μια παράσταση ευαίσθητη («Μπιλ και Λου», λέγεται), συγκινητική και πολύ αστεία.


Tι σε συγκίνησε στην ταινία «Mary & Max» και αποφάσισες να μεταφέρεις την ιστορία των δύο αυτών ηρώων στη σκηνή του θεάτρου;
«Η ταινία αφηγείται μία πραγματική ιστορία. Η αληθινή διάστασή της στάθηκε λοιπόν κινητήριος δύναμη, ώστε με αφορμή τους δύο αυτούς κινηματογραφικούς χαρακτήρες να χτίσουμε με αυτοσχεδιασμούς έναν κόσμο όπου οι σκοτεινές δυνάμεις της μοναξιάς, της βίας, της κοινωνικής απομόνωσης και της συναισθηματικής δυσλεξίας είναι διάχυτες, αλλά με όπλα το χιούμορ και την παιδική αφέλεια νικά τελικά η ανθρώπινη επαφή».

Πόσο διαφέρει η προσέγγισή σου στη σκηνοθεσία όταν απευθύνεσαι σε ενήλικους θεατές σε σχέση με τις φορές που προετοιμάζεις παιδικές παραστάσεις;
«Στις παιδικές παραστάσεις οφείλουμε να μην υποτιμάμε το κριτήριό των μικρών θεατών και να παραμένουμε απολύτως ειλικρινείς μαζί τους. Δεδομένου λοιπόν ότι η αλήθεια αποτελεί οδηγό σε κάθε θεατρική πράξη, τελικά η προσέγγιση δεν αλλάζει, διαμορφώνεται μόνο το σκηνοθετικό λεξιλόγιο. Έχει ενδιαφέρον ότι στην Τελεία και τον Γαρλαληστή η καθοριστική επιλογή ήταν να αφαιρεθεί η γλυκερή προσποιητή αφέλεια, ενώ αντίθετα το Γαμ και το Μπιλ & Λου επενδύθηκαν με μία παιδικότητα για να προσεγγίσουν με μεγαλύτερη ευαισθησία τη σκληρή θεματολογία τους».

Είναι πιο εύκολο να σκηνοθετείς κάποιον που έχει και ο ίδιος εμπειρία στη σκηνoθεσία;
«Η δυσκολία προέρχεται από την ιδιοσυγκρασία του συνομιλητή σου, όχι από το γνωστικό πεδίο του. Στην περίπτωση του υπέροχα πολυτάλαντου Βασίλη Μαυρογεωργίου η συνεργασία ήταν απολύτως εποικοδομητική και απολαυστική. Η συνεισφορά του στην πρόβα είναι εύγλωττη και προφανώς λόγω και της σκηνοθετικής του ιδιότητας γνωρίζει επακριβώς τα όρια. Συνολικά η διαδικασία των προβών αυτών με τους τρεις ηθοποιούς (Λυδία Τζανουδάκη, Στέλιο Ιακωβίδη και Βασίλη Μαυρογεωργίου) και με την πολύτιμη συνεργάτιδά μου Μαρία Δημητρίου, ήταν από τις πιο δοτικές και καλοπροαίρετες που έχω βιώσει τα τελευταία οκτώ χρόνια που εργάζομαι στο θέατρο».

Oι μικροί χώροι, σαν το skrow, αφήνουν τελικά περιθώριο για μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων σε έναν δημιουργό;
«Το Skrow είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα θέατρα της Αθήνας. Η δομή του και η αρχιτεκτονική έκπληξη που κρύβει ξαφνιάζει πολύ ευχάριστα τον θεατή. Σε περιπτώσεις λοιπόν σαν αυτή, όπου ο χώρος δεν έχει παραδοσιακή σκηνή, διεγείρεται εντονότερα η εφευρετικότητα του εκάστοτε σκηνοθέτη και ο σχεδιασμός βγαίνει απ’ αρχής εκτός πλαισίου. Αυτό είναι αφυπνιστικό και περιπετειώδες όχι μόνο για τη δημιουργική ομάδα αλλά και για το κοινό. Αρκεί να δεις αυτή την πρόκληση και να την εκμεταλλευτείς. Να μετατρέψεις σε λεωφόρο, το δύσβατο μονοπάτι. Όπως και σε κάθε πτυχή της ζωής μας».

Αυτή την, ταραγμένη σχετικά, περίοδο φαίνεται πως πολλοί καλλιτέχνες προσπαθούν να σχολιάσουν με το έργο τους την επικαιρότητα. Σε αφορά αυτός ο τρόπος σκέψης;
«Προτιμώ ο σχολιασμός να επικεντρώνεται στη συναισθηματική κατάσταση του κοινού. Να αφουγκράζεται τα αδιέξοδα και τις ανάγκες του. Άλλο ένα τηλεοπτικό παράθυρο όπου οι καθημερινές σκέψεις του θεατή διογκώνονται, δύσκολα θα επιφέρει κάποια κοινωνική μεταστροφή. Σ’ έναν κόσμο όπου είναι πιο εύκολο να είσαι κακός παρά καλός, αποτελεί ουσιαστικότερο μήνυμα στην παρούσα πολιτικοοικονομική κατάσταση η ελπίδα και η λύτρωση».

Είναι η Αθήνα φιλική προς τους καλλιτέχνες;
«Η Αθήνα της κρίσης είναι πιο δημιουργική. Η δυσκολία αποτέλεσε πρόκληση για τους καλλιτέχνες και εφαλτήριο για το κοινό. Στο the.flat για παράδειγμα, φιλοξενούμε τέχνη σ’ ένα διαμέρισμα. Αν δεν υπήρχε κρίση ούτε ο δημιουργός θα μας εμπιστευόταν, ούτε το κοινό θα μας καλοδεχόταν. Οι κακουχίες μας έχουν κάνει πιο εφευρετικούς και διαλλακτικούς. Ωστόσο η πολιτεία της Αθήνας περνάει την πιο μουδιασμένη της περίοδο. Η ανυπαρξία στήριξης (έστω ηθικής) των καλλιτεχνών, τα ανεπαρκή δίκτυα συνεργασίας αλλά και ο μηδενικός πολιτισμικός σχεδιασμός είναι τα σημαντικότερα ζητήματα που με την πενταμελή ελληνική αντιπροσωπεία του Global Young Cultural Innovators, στο οποίο είχα την τιμή να προσκληθώ τον περασμένο Οκτώβριο στο Salzburg, θα προσπαθήσουμε σύντομα να φέρουμε στην επιφάνεια».

πότε & πού:

Θέατρο Skrow (Αρχελάου 5, Παγκράτι), κάθε Κυριακή στις 21.00 (από τις 08/03 προστίθεται και μία δεύτερη παράσταση κάθε Κυριακή στις 18.00).