«Θα ‘ρθει καιρός αλήθεια που όλοι τους θ’ αποζητούν οι Αργίτες τον Αχιλλέα (…)» ψάλλει ο Οµηρος σε µια στροφή της φιλονικίας του αγέρωχου βασιλιά των Μυρµιδόνων µε τον κραταιό αρχιστράτηγο των Αχαιών στην εκστρατεία εναντίον του Ιλίου, για τα µάτια της Ωραίας Ελένης. Και στην αέναη διαδοχή των αιώνων, όχι µόνον οι Αργίτες αλλά και πλήθος ανθρώπων που θέλγονται από τα σύµβολα και τους µύθους, όπου Γης, παντός καιρού. Στον θείο Αχιλλέα, µία από τις πλέον γοητευτικές µορφές της ελληνικής µυθολογίας, συναντώνται όλες οι σπουδαίες αρετές: η ανδρεία, η περιφρόνηση του θανάτου, η φιλία, η τιµή, ο σεβασµός, η αγάπη, η υπερηφάνεια. Σιδερόφραχτος κάτω από τα τείχη της Τροίας, είναι θεριό ανήµερο. «Λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν όµοσαν ειρήνη» φωνάζει στον Εκτορα, τον φονέα του πολύκλαυστου φίλου της καρδιάς του, Πάτροκλου. Και ο ίδιος ο πολυαγαπηµένος φίλος του θα του πει όταν τον παρακαλεί να επιστρέψει στο στρατόπεδο των συµµάχων του, από όπου έφυγε γιατί ο Αγαµέµνονας του πήρε µια γυναίκα, τη Βρισηίδα:
«Σκληρέ, εσένα δεν σε γέννησε ο Πηλέας μήτε η Θέτις / παρά μονάχα η θάλασσα και οι βράχοι»…
«Εγώ φαντάζομαι πως η θάλασσα μας παίρνει ό,τι έχομε ανθρώπινο, πως δεν ανέχεται μέσα μας τίποτε απ’ την επίγειο ζωοσύνη. Μέσα στην τρικυμία πολλές φορές θαρρώ πως κι εγώ η ίδια έχω γίνει ένα κύμα που αφρίζει». Μιλά μια εύθραυστη γυναίκα, αν και αυτοκράτειρα της κραταιάς τότε Aυστροουγγρικής Aυτοκρατορίας. Η Ελισάβετ, η σχεδόν μυθική Σίσσυ, η ευαίσθητη «αυτοκράτειρα της μοναξιάς», πίστευε ότι ο Αχιλλέας αντιπροσωπεύει την ελληνική ψυχή και την ομορφιά της γης και των ανθρώπων. Και τον θαύμασε και τον αγάπησε, ίσως γιατί έμοιαζε στην άλλη όψη του ήρωα. Μιλούν οι πρεσβευτές σε μια στροφή της Ιλιάδας: «Στων Μυρμιδόνων τις σκηνές έφτασαν και στα πλοία / κι ήβραν αυτόν το πνεύμα του να τέρπει με γλυκείαν, καλήν κιθάραν, τεχνικήν, μ’ ολάργυρον τον πήχην».
Στα δώµατα του Χόφµπουργκ, του παλατιού των Αψβούργων στην αυτοκρατορική Βιέννη, πλανάται η αύρα της Ελισάβετ, σε χαϊδεύει µε οικειότητα στο πρόσωπο και σε σπρώχνει ελαφρά και ούρια νότια, στην κορφή του Ιονίου, την Κέρκυρα. Εκεί, κοντά στο χωριό Γαστούρι (10 χλµ. από την πόλη της Κέρκυρας, Μνηµείο Παγκόσµιας Πολιτιστικής Κληρονοµιάς), στέκει ακόµη το Αχίλλειο, το καταφύγιο που διάλεξε η Ελισάβετ µέσα στην άφραστη γαλήνη του κερκυραϊκού τοπίου. Από την πλαγιά µε τα χαρακτηριστικά των Κορφών κυπαρίσσια, η θέα προς τη λιµνοθάλασσα Χαλικιόπουλου, το Κανόνι, το Ποντικονήσι και τον Παντοκράτορα είναι ειδυλλιακή.
Μέσα στους δροσερούς κήπους του Αχίλλειου η περιδιάβαση είναι επίσης ειδυλλιακή και μοιάζει με ένα παιχνίδι θρύλων και χαρακτήρων. Αγάλματα παντού, μικρές ιστορίες παντού. Το παιχνίδι κορυφώνεται μπροστά στο άγαλμα του «Αχιλλέα θνήσκoντος» που σμίλεψε ο γερμανός γλύπτης Ερνστ Γκούσταβ Χέρτερ. Ο μέγας Αχιλλέας ξαπλωμένος στο βάθρο του καταβάλλει μια ρεαλιστική προσπάθεια να τραβήξει το καρφωμένο στη φτέρνα του –το μόνο τρωτό σημείο του σώματός του –φονικό βέλος του μικρού γιου του Πριάμου, του Πάρη, του απαγωγέα της Ωραίας Ελένης. Ο θνητός και ο ημίθεος συναντώνται σε αυτό το γλυπτό, όπως και η εύθραυστη και ευαίσθητη φύση της αυτοκράτειρας.
Ο έρωτας της Ελισάβετ για τον Αχιλλέα άνθησε εδώ, μετά τον κεραυνοβόλο έρωτά της με την Κέρκυρα. Την είδε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1861 από τη θαλαμηγό «Βικτωρία και Αλβέρτος» με την οποία άραξε στο λιμάνι της. Και είπε να την κάνει το ήρεμο και γαλήνιο σπίτι της. Διάλεξε τις κατάλληλες εποχές, κάθε άνοιξη και φθινόπωρο, για να κατεβαίνει στην Κέρκυρα και να περπατά στα αισθαντικά μονοπάτια της. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια της πλανάται ένας ακόμη έρωτας, ανομολόγητος βέβαια εκείνος, του δασκάλου της των ελληνικών Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Ηρθε μαζί της το 1891 με τη θαλαμηγό «Ιέραξ» και περπάτησαν παρέα στα αγαπημένα μονοπάτια. Γράφει στο «Βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ»:
«(…) Οταν περάσαμε από μπρος του, χαιρέτησε χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του: «Καλημέρα, Βασίλισσα!». (…) Κ’ η Αυτοκράτειρα, χαμογελώντας, του αποκρίθηκε παίρνοντας της Κορφιάτικης φωνής τον τραγουδιστό ρυθμό: «Καλημέρα σου!». Μόλις πήγαμε λιγάκι παραπέρα και πίσω μας ακούστηκαν οι στριγγόλαλοι ήχοι μιας τσοπάνικης φλογέρας. Γύρισα πίσω μου κ’ είδα το μικρό βοσκό που φύσαγε μες στο καλάμι του σαλεύοντας τα δάκτυλά του με μιαν αργοσύνη όλο πάθος (…)».

Μετά τη δολοφονία της Ελισάβετ
στη Γενεύη το 1898 όλα αυτά τα ροµαντικά συναισθήµατα κλείστηκαν για πάντα µέσα στην ασυµβίβαστη ψυχή της όµορφης βασίλισσας. Εκλεισε και το Αχίλλειο για χρόνια, ώσπου το είδε ο Κάιζερ της Γερµανίας Γουλιέλµος Β’ και έκανε τα πάντα για να το αποκτήσει το 1905. Αυτός ήταν άλλος άνθρωπος και τη διαφορετική σφραγίδα του ανέλαβε να βάλει στο ανάκτορο ο Ερνέστος Τσίλλερ. Το 1909 ο Γουλιέλµος Β’ έστησε στον κήπο τον ανδριάντα που τον αντιπροσώπευε. Τον ορειχάλκινο «Νικώντα Αχιλλέα» του Γκετς. Οµως ο πόλεµος που ο ίδιος ο Κάιζερ κήρυξε δεν τον άφησε να χαρεί το Αχίλλειο. Η χλιδή, οι λαµπεροί καλεσµένοι, οι φαντασµαγορικοί χοροί, οι µουσικές χάθηκαν µέσα στην οχλοβοή του Α’ Παγκοσµίου Πόλεµου. Και από τότε δεν ήταν η Μυθολογία που έβαζε τη σφραγίδα της στο Αχίλλειο αλλά οι πόλεµοι.
Σήµερα οι επισκέπτες χαίρονται αυτά που άφησε το πέρασµα της Ιστορίας, τις λαµπρές αίθουσες µε τις ζωγραφικές παραστάσεις και τα όσα αντικείµενα αξίας σώθηκαν και τις στολίζουν. Σεργιανούν στις αυλές, στο πανέµορφο περιστύλιο των Μουσών και στους κήπους µε τα αγάλµατα θεών, ηρώων και φιλοσόφων. Φτάνουν στο άγαλµα και στον ανδριάντα του Αχιλλέα και διαλέγουν ποιο από τα δύο τούς αντιπροσωπεύει. Ποιος είναι τελικά ο νικητής Αχιλλέας;

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ