Ο hostis humani generis (εχθρός του ανθρώπινου γένους) Αντολφ Αϊχμαν είναι ξανά εδώ. Το ιστορικό ενδιαφέρον για τον ενορχηστρωτή της «Τελικής Λύσης του εβραϊκού ζητήματος» μοιάζει 70 ακριβώς χρόνια μετά την απελευθέρωση του Αουσβιτς να αναζωπυρώνεται. Μετά την προβολή του πολυσυζητημένου δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ «The Eichmann Show» από το BBC2 πριν από λίγες ημέρες (20 Ιανουαρίου) αλλά και την καινούργια ιστορική έρευνα «Eichmann before Jerusalem. The Unexamined Life of a Mass Murderer» της Γερμανίδας Μπετίνα Στάνγκνετ (κυκλοφόρησε προ μηνών στα αγγλικά), ο αμερικανικός οίκος Alexander Historical Auctions δημοπρατεί σε λίγες ημέρες ένα σπάνιο χειρόγραφο-ντοκουμέντο που φωτίζει άγνωστες πλευρές του γραφειοκράτη εγκληματία του Γ’ Ράιχ.
Το σπάνιο, έκτασης 296 σελίδων χειρόγραφο, βγαίνει για πρώτη φορά ολόκληρο στο «σφυρί» στις 10-11 Φεβρουαρίου και εκτιμάται ότι θα «χτυπήσει» τα 800.000 δολάρια (προηγούμενος ιδιοκτήτης του ήταν κάποιος ιστοριοδίφης ιδιώτης). Πρόκειται για σημειώσεις που κρατούσε ο Αντολφ Αϊχμαν εν αναμονή της δίκης του στην Ιερουσαλήμ το 1961 («Δεν ανταλλάσσω κουβέντα σχεδόν με κανέναν, έτσι συνομιλώ μέσω της ευκίνητης πένας πάνω στο χαρτί»). Πιθανολογείται ότι βγήκαν λαθραία από το κελί του χάρη στον γερμανό συνήγορό του, δόκτορα Ρόμπερτ Σερβάτιους (ο οποίος άλλωστε θα παραπονεθεί επανειλημμένα στη διάρκεια της δίκης για τη χαμηλή αμοιβή του, εκφράζοντας μάλιστα ανοιχτά την ελπίδα του να εμπορευτεί κάποτε τα απομνημονεύματα του πελάτη του). Οπως τονίζει στο BHMAgazino ο 57χρονος ελληνοαμερικανός πρόεδρος του οίκου δημοπρασιών (με έδρα το Κονέκτικατ) Μπιλ Παναγόπουλος, οι σημειώσεις αυτές του «αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος» (ανοργάνωτες, χωρίς επεξεργασία, συχνά ασυνάρτητες) είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές: «Μέχρι το τέλος ο Αϊχμαν ισχυριζόταν πως όταν οδηγούσε στον θάνατο εκατομμύρια Εβραίους απλώς ακολουθούσε άνωθεν εντολές. Και παρότι και εδώ διατείνεται ότι δεν είχε άλλη επιλογή, επαναλαμβάνοντας μονότονα τη φράση που ήταν το προσφιλές σύνθημα των Ες Ες «Η τιμή μου είναι η υπακοή μου», κάποιες στιγμές «ανοίγεται». Αστράφτει και βροντάει εναντίον εκείνων που τον πρόδωσαν στη Δίκη της Νυρεμβέργης, καταθέτει έμπλεος αλαζονείας ότι θα μπορούσε εύκολα να βρει καλύτερο κρησφύγετο…».
Από τα πιο αποκαλυπτικά αποσπάσματα του χειρογράφου-ντοκουμέντου που δημοπρατείται, εκείνο όπου ο Αντολφ Αϊχμαν συνδιαλέγεται με τον εαυτό του καθώς συνομιλεί με τον Ρικάρντο Κλέμεντ, την περσόνα που υιοθέτησε μεταπολεμικά, τουλάχιστον μέχρι το βράδυ της 11ης Μαΐου 1960 που τον συνέλαβαν οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες σε ένα φτωχό προάστιο του Μπουένος Αϊρες: «Ο Κλέμεντ μιλάει στον Αϊχμαν «ήταν απαραίτητη, η σφαγή… Που είναι η ανταμοιβή. Γιατί συμμετείχες; Γιατί με έφερες στην Αργεντινή σαν Κλέμεντ; Θέλω να ξέρω τι θα συμβεί και αν αυτό θα διαρκέσει για πάντα». «Κλέμεντ, κάτσε κάτω και άκου… Η σπίθα προκάλεσε πυρκαγιά και η Ευρώπη βρέθηκε στις φλόγες. Δεν έφταιγε αυτό μόνο· κάποιοι υποδαύλισαν τη φωτιά… Το μίσος διαδέχτηκε το μίσος. Διαταγές! Διαταγές! Διαταγές!»».
Δεν είναι βεβαίως το μοναδικό ντοκουμέντο που άφησε πίσω του ο «τσάρος των Εβραίων», προτού οδηγηθεί στις 31 Μαΐου 1962 στην αγχόνη (απόλυτος κύριος του εαυτού του παρότι συναντήθηκε με τον πορθμέα του Αδη έχοντας καταναλώσει μισό μπουκάλι κόκκινο κρασί· δεν υπήρχε χρόνος ούτε για το τελευταίο γεύμα, διότι εκτελέστηκε δύο μόλις ώρες αφότου ενημερώθηκε για την απόρριψη της αίτησης απονομής χάριτος). Η αλήθεια είναι ότι ο πολυγραφότατος Αϊχμαν θα παραδώσει στην αιωνιότητα εκατοντάδες σελίδες αυτοβιογραφικών του κειμένων (διάσπαρτων σήμερα και σε διάφορες παραλλαγές στις «συλλογές» της CIA, του Ισραήλ, του αρχείου του γερμανικού κράτους, των απογόνων του κ.ο.κ.). Μεταξύ αυτών ένα χειρόγραφο 107 σελίδων με τίτλο «Οι άλλοι μίλησαν, τώρα είναι η σειρά μου», ένα ημι-μυθιστορηματικό κείμενο 260 σελίδων, το οποίο παραμένει σε γνώση μόνο των κληρονόμων του. Σε αυτά βέβαια ας προστεθεί και το λεγόμενο «Τεκμήριο Σάσεν», μια σειρά συνεντεύξεων που παραχώρησε ο Αϊχμαν το 1955 στην Αργεντινή στον ολλανδό δημοσιογράφο, πρώην στέλεχος των ενόπλων Ες Ες, Βίλεμ Σάσεν (ένα μέρος τους δημοσιεύτηκε μετά τη σύλληψη του Αϊχμαν στο περιοδικό «Life» του Ισραήλ και οι υπόλοιπες στο γερμανικό «Stern»). Παρόντες στις «συνεντεύξεις» Σάσεν και μια ομάδα «γκρούπις» του Γ΄ Ράιχ, κυρίως άλλοι φυγόδικοι ναζιστές και νοσταλγοί του καθεστώτος.
Οι 296 αυτές αυτοβιογραφικές σελίδες συνάδουν με το «ανθρώπινο» πορτρέτο του Αϊχμαν που σκιαγραφεί η Γερμανίδα Μπετίνα Στάνγκνετ στη νεοαφιχθείσα έρευνά της «Eichmann before Jerusalem. The Unexamined Life of a Mass Murderer» (εκδ. Κnopf). Η ανεξάρτητη φιλόσοφος με έδρα το Αμβούργο καταρρίπτει την περίφημη «θεωρία της κοινοτοπίας του κακού» που διατύπωσε προ 50 ετών η Χάνα Αρεντ, σύμφωνα με την οποία οι αυτουργοί του Ολοκαυτώματος δεν ήταν παρά φαύλες ασημαντότητες, γκρίζοι γραφειοκράτες που διέπρατταν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας επειδή απλώς υπάκουαν σε άνωθεν εντολές. Η Στάνγκνετ προβαίνει σε μια εξαντλητική έρευνα της εσωτερικής ζωής του υπεύθυνου σε οργανωτικό επίπεδο για την εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων. Και αποκαλύπτει το εξής: Το προσωπείο με το οποίο ο Αντολφ Αϊχμαν αποτυπώθηκε στην Ιστορία (αυτό το «σοκαριστικής μετριότητας» ανθρωπάκι με τα μυωπικά γυαλιά και το ανεπαίσθητο τικ στο στόμα που κοιτάζει μέσα από τον ειδικά κατασκευασμένο γυάλινο θάλαμο του περιφερειακού δικαστηρίου της Ιερουσαλήμ) είναι το αποτέλεσμα της σχεδόν απόκοσμης ικανότητάς του να κόβει και να ράβει τα αφηγήματά του ανάλογα με τις επιθυμίες και τις φαντασιοπληξίες των ακροατών του. Η σταρ φιλόσοφος Χάνα Αρεντ είχε και αυτή πέσει θύμα μιας υψηλών προδιαγραφών θεατρικής παράστασης. Βρισκόμαστε δηλαδή τελικά ενώπιον μιας εκκωφαντικής και πολυπρόσωπης «ιδιοτυπίας του κακού».
Το 1950 που δραπετεύει στην Αργεντινή, ο Αντολφ Αϊχμαν έχει ήδη αφήσει πίσω τις ναζιστικές «ντουσιέρες» με το δηλητηριώδες αέριο Ζyklon B και εμφανίζεται έτοιμος να υποδυθεί τον ρόλο –μεταξύ άλλων –του άκακου εκτροφέα κουνελιών που απλώς φυλάει τα νώτα του γιατί «ο παλιός σύντροφος είναι ο σημερινός διάβολος». Οπως γράφει χαρακτηριστικά: «Το ταξίδι είχε έρθει στο τέλος του. Βρισκόμουν πια στο έδαφος της Αργεντινής. Ολες οι ανησυχίες… Το πηγαινέλα ανάμεσα σε δύο ηπείρους… Είχαν λάβει τέλος. Οι φόβοι μου ότι θα έπεφτα θύμα προδοσίας ήταν αβάσιμοι. Τις οκτώ εβδομάδες του ταξιδιού συνάντησα πολλά άγνωστα πρόσωπα. Πάντα σε επιφυλακή, κάποιες φορές απρόσεκτος. Φρόντιζα να μην τραβώ την προσοχή. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι μπορούσα να εμπιστευτώ τους ανθρώπους με τους οποίους συνδιαλεγόμουν. Ηταν περίεργο! Μετά από πέντε χρόνια στην παρανομία γίνεται δεύτερη φύση σου, να αμφιβάλλεις για κάθε καινούργιο πρόσωπο. Τον έχεις δει ξανά ποτέ; Μήπως οι εκφράσεις του προσώπου του αποκαλύπτουν κάτι; Ανά πάσα στιγμή προετοιμασμένος για την περίπτωση που κάποιος πίσω μου φωνάξει «Αϊχμαν». Εγγεγραμμένο πια στο υποσυνείδητο, δεν ήταν βάρος… Παρ’ όλα αυτά, πήρε χρόνια να χάσω το υψηλό επίπεδο ετοιμότητας. Χωρίς πρόθεση το μυαλό ήταν εθισμένο σε όλες αυτές τις ανεπαίσθητες λεπτομέρειες, μερικές φορές ενάντια στη θέλησή μου. Το είχα συνηθίσει. Το να «σκέφτομαι κανονικά» ήταν τον πρώτο καιρό εκνευριστικό. Η δουλειά βοήθησε ώστε να το κάνω τελικά κτήμα μου». Η «χρήση της αυτο-εξαπάτησης», όπως την αποκαλεί η Γερμανοεβραία Χάνα Αρεντ στο βιβλίο της «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Εκθεση για την κοινοτοπία του κακού» (εκδ. Νησίδες), είναι τόσο κοινή για τα πρωτοπαλίκαρα του Γ’ Ράιχ, «σχεδόν μια ηθική προϋπόθεση επιβίωσης».
Για το έτερο όμως ακροατήριό του, τους άλλους ναζί της Διασποράς, ο Αϊχμαν θα προτιμήσει, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα αυτοβιογραφικά του κείμενα, το πρόσωπο που απέκρυψε τεχνηέντως στη δίκη του. Αυτό του αμετανόητου εθνικοσιαλιστή που μοιράζει αυτόγραφα με την υπογραφή του και τον βαθμό του: «Αντολφ Αϊχμαν –Αντισυνταγματάρχης των Ες Ες ε.α. (εν αποστρατεία)» και κομπάζει για τη «δημιουργική δουλειά» του στα κρεματόρια του Αουσβιτς (μεταξύ άλλων για την εξόντωση 400.000 Εβραίων της Ουγγαρίας: «Επρόκειτο στην πραγματικότητα για ένα κατόρθωμα που όμοιό του δεν είχε ποτέ επιτευχθεί»). Ακόμη και το φιλοναζιστικό fan club του στο Μπουένος Αϊρες (μεταξύ αυτών και κάμποσοι αρνητές του Ολοκαυτώματος) νιώθει «αμηχανία» μπροστά στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες με τις οποίες ο ίδιος περιγράφει το υποτιθέμενο ψέμα της γενοκτονίας των Εβραίων.
Οσον αφορά την προσωπική του ζωή, ο άνθρωπος που επινόησε τον όρο «Τελική Λύση» ουδέποτε θα απολέσει την πουριτανική, μικροαστική αντίληψή του για την οικογένεια και τον κοινωνικό καθωσπρεπισμό (αρνούμενος π.χ. ότι είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση ή ότι αμειβόταν αδρά για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο Γ’ Ράιχ). Ουδέποτε βέβαια θα του περάσει από το μυαλό να θυσιάσει τους οικείους του (από φόβο μήπως κονιορτοποιηθούν κυριολεκτικά ή ιδεολογικά από τον Κόκκινο Στρατό). Οι απόγονοι του Αϊχμαν δεν θα έχουν την τύχη π.χ. των έξι αγγελοπρόσωπων παιδιών του Γιόζεφ Γκέμπελς (που την 1η Μαΐου 1945 θανατώθηκαν στον ύπνο τους από την ίδια τους τη μητέρα, στο μπούνκερ της καγκελαρίας, δέκα μέτρα κάτω από το φλεγόμενο Βερολίνο). Μόλις καταφθάνει στην Αργεντινή ο τέως SS-Obersturmbannführer σπεύδει να δρομολογήσει τις διαδικασίες για να φέρει, το καλοκαίρι του 1952, κοντά του την οικογένειά του: τη σύζυγό του Βερόνικα και τους τρεις γιους του Κλάους, Χορστ και Ντιέτερ (όχι όμως με ψεύτικα χαρτιά, αλλά με τα αληθινά τους ονόματα, μια «αβλεψία» που, κατά πολλούς, θα βοηθήσει στον εντοπισμό του από τους Ισραηλινούς). Για τον εαυτό του βέβαια θα φιλοτεχνήσει ένα ακόμη προσωπείο, αυτό του «θείου Ρικάρντο».
Στο χειρόγραφο που δημοπρατείται προσεχώς από τον αμερικανικό οίκο περιγράφει εν λεπτομερεία το σχέδιό του: «… Η γυναίκα μου ακολούθησε με τους τρεις γιους στην Αργεντινή. Κανείς δεν μπορούσε να με εμποδίσει. Οταν δημιούργησα ένα ακόμη παραμύθι. Το παραμύθι του θείου Ρικάρντο ή του θείου Κλέμεντ. Τα παιδιά μου θα είχαν πιστέψει τότε ακόμη και στον Αγιο Βασίλη… Και επιπλέον ότι ο πατέρας τους εξαφανίστηκε πιθανότατα στη διάρκεια του πολέμου, δεν είχε βρεθεί ακόμη κανένα στοιχείο… Αφησα τον «Αϊχμαν» πίσω στο 1945 στην Αυστρία. Χάθηκε μέσα στην πρωινή ομίχλη του Ρίο ντε λα Πλάτα και το παρελθόν του επιστρατεύθηκε για την επινόηση της νέας μου ύπαρξης. Οταν κατέφθασε το τέταρτο παιδί (σ.σ.: το 1955, ο Ρικάρντο) άρχισαν να με φωνάζουν αστειευόμενοι «Μπαμπά». Το παιδί ήταν επισήμως νόθο. Και πήρε το επώνυμο της μητέρας του. Υστερα ήρθε η μέρα της σύλληψης, μια κλασική περίπτωση απαγωγής. Με δεμένα χέρια και πόδια, με δεμένα τα μάτια, κρυμμένος· ένα ελαφρύ ηρεμιστικό για την αναχώρηση με το αεροπλάνο. Το φαγητό και το ποτό ήταν καλά. Γελούσα κρυφά μέσα μου, σκεπτόμενος τα παιδιά την ώρα που θα ξυπνούσαν. Είχαν χάσει έναν θείο, αλλά είχαν βρει έναν πατέρα». Σημειωτέον ότι σήμερα οι γιοι του Αντολφ Αϊχμαν ζουν όπως όλα τα επονομαζόμενα «παιδιά του Χίτλερ», με τους προσωπικούς τους δαίμονες. Το 1995, ο γεννημένος στο Μπουένος Αϊρες Ρικάρντο Αϊχμαν, καθηγητής τότε Aρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τουμπίνγκεν (Γερμανία), μιλάει στα βρετανικά media για τη συνάντηση που είχε σε ένα δωμάτιο λονδρέζικου ξενοδοχείου με τον ισραηλινό πράκτορα που συνέλαβε τον πατέρα του: «Ηταν μια συνάντηση με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Με ρωτούν αν νιώθω θυμό. Δεν νιώθω. Ο πατέρας μου έπρεπε να βρεθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης για ό,τι έκανε».
«Ο Αντολφ Αϊχμαν μπορεί να είναι νεκρός, αλλά τα φιλοσοφικά και τα ψυχολογικά διακυβεύματα γύρω από το πρόσωπό του ζητούν κατεπειγόντως να απαντηθούν» έγραφε τον Σεπτέμβριο ο ιστορικός Στίβεν Ασχάιμ στους «New York Times». Εβδομήντα ακριβώς χρόνια μετά την απελευθέρωση του Αουσβιτς και με την «εποχή του μάρτυρα» να φθάνει στο τέλος της (ελάχιστοι πλέον σήμερα οι επιζώντες από τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου), η Ιστορία συνεχίζει να ψηλαφά τα πάντα ανοιχτά τραύματά της.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ