«Σήκω επιτέλους» φώναξε με στεντόρεια φωνή ο συγγραφέας στον φίλο του. Είναι ανυπόμονος και βιαστικός. Eνα ραντεβού με τη μοίρα έχει ήδη κλειστεί. Προς το παρόν, εκείνος ανίδεος, βιάζεται μόνο να πάει στο σπίτι του για να πάρει το χάπι του. Ο φίλος του, ο ποιητής και θεατρολόγος Θάνος Φωσκαρίνης, ο άνθρωπος που επιμελείται το αρχείο του, εκείνο το βράδυ της Παρασκευής 5 Δεκεμβρίου τον ακούει, αλλά δείχνει μια απροσδιόριστη νωχελικότητα, σαν κάτι διαισθητικό να τον κρατά καρφωμένο στη θέση του, σε αυτό το συνοικιακό εστιατόριο της Κυψέλης.
«Με τέτοια φωνή που βάζεις, δεν χρειάζεσαι ούτε χαπάκι ούτε τίποτα» του απαντά. Ενας υπαινιγμός αισιοδοξίας: και οι δύο ξέρουν ότι ο συγγραφέας σε πέντε ημέρες θα εισαχθεί στο νοσοκομείο για θεραπεία. Εκείνος ο καρκίνος στους λεμφαδένες έχει κάνει ξανά την εμφάνισή του. Και ο Θάνος Φωσκαρίνης θυμάται παλαιότερα τον συγγραφέα ξαπλωμένο στο κρεβάτι του νοσοκομείου να του λέει «φοβάμαι», εννοώντας τον θάνατο.
Φεύγουν από το εστιατόριο. Ο συγγραφέας σε τρία τέταρτα έχει ραντεβού με έναν φίλο του. Παρακαλεί τον Θάνο Φωσκαρίνη να του κρατήσει συντροφιά μέχρι τότε. Του προτείνει να τον περιμένει σε μια καφετέρια και εκείνος παίρνει τον δρόμο για το διαμέρισμά του στην οδό Ζακύνθου.
Ο Θάνος Φωσκαρίνης περιμένει. Ο χρόνος περνάει. Ανήσυχος, ύστερα από λίγη ώρα, ξεκινά να τον αναζητεί. Είναι ο άνθρωπος που μαζί με τον Νίκο, σύζυγο της Αλεξάνδρας, της αγαπημένης ανιψιάς του συγγραφέα, βρίσκει δολοφονημένο τον Μένη Κουμανταρέα, 40 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, στις 6 Δεκεμβρίου 2014, στο διαμέρισμά του. Βαριές κακώσεις στην κοιλιά και στο κεφάλι. Αιτία θανάτου: στραγγαλισμός. Η φορητή γραφομηχανή Olivetti Lettera 22, χρώματος ανοιξιάτικου φιστικί, είναι στο διπλανό δωμάτιο.
Εναν μήνα αργότερα, πριν από λίγες ημέρες δηλαδή, δύο άνδρες συλλαμβάνονται και κατηγορούνται για τη δολοφονία του Μένη Κουμανταρέα. Είναι δύο Ρουμάνοι, ο 25χρονος Στεφάν Ματασαρεάνου και ο 29χρονος Κοσμίν Γκαϊτάν.
«Δεν είμαι από τους ανθρώπους που κατηγορούν τα τσογλάνια. Εχουν και έναν δικό τους θεό αυτά» είχε πει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Esquire» το 2009 ο εκλιπών.
Ο Στεφάν είναι ένας από τους φτωχοδαίμονες της πλατείας Βικτωρίας. «Είμαι αθώος. Τον αγαπούσα αυτόν τον άνθρωπο. Δεν έχω κάνει τίποτα» φώναξε βγαίνοντας από τα δικαστήρια μετά την απόφαση της προφυλάκισής του. Ο Στεφάν που ισχυρίζεται ότι γνώριζε εδώ και δέκα χρόνια τον Μένη Κουμανταρέα και είναι ο ίδιος άνθρωπος ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες, ανέλαβε τη μετακόμιση των επίπλων, πριν από λίγους μήνες, όταν ο συγγραφέας αποφάσισε να πουλήσει και να αδειάσει το σπίτι του στην Κηφισιά.
Τα χρήματα αυτής της πώλησης φαίνεται να αποτελούν και το κίνητρο της δολοφονίας. Ο Μένης Κουμανταρέας δεν κατέθεσε μεγάλο μέρος τους στην τράπεζα. Ο άδειος φάκελος της Αlpha Bank που βρέθηκε στο σπίτι πιθανότητα να περιείχε το ποσό.
Ποιος ήταν ο Μένης Κουμανταρέας; Κάποιοι θα αναζητήσουν απαντήσεις στο τελευταίο του πεζογράφημα «Ο θησαυρός του χρόνου» (εκδ. Πατάκη) που κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο. Ο ίδιος, σε συνέντευξή του τον περασμένο Οκτώβριο στον ραδιοφωνικό σταθμό ΒΗΜΑ FM, θα τολμήσει να το χαρακτηρίσει αυτοβιογραφικό.
Ο ήρωάς του είναι ένας συγγραφέας, όπως ακριβώς ήταν και εκείνος. Η ηρωίδα του βιβλίου, μια γυναίκα «με ωραία πράσινα μάτια, καλλίγραμμες γάμπες, πάντα κομψά και απλά ντυμένη» είναι η Λιλή, όπως Λιλή λεγόταν και η αγαπημένη σύζυγός του.
Και ο ήρωάς του βλέπει τη Λιλή να αργοσβήνει χτυπημένη από τον καρκίνο, όπως ακριβώς και ο Μένης Κουμανταρέας είδε τη δική του Λιλή να φεύγει από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2010. Πρόκειται για ένα βιβλίο-ελεγεία στην απώλεια, στην αρρώστια που γίνεται η αφορμή για την ανασκόπηση μιας ολόκληρης ζωής. Και ο αφηγητής του Κουμανταρέα που περπατά στα νύχια των ποδιών του με τις κάλτσες του για να μην ξυπνήσει την άρρωστη που ήταν «κάποτε νέα, όμορφη και ζωντανή», ο αφηγητής που πάντα ανησυχεί αν το κόκκινο γκοφρέ κανατάκι της είναι γεμάτο νερό, ταλανίζεται ανάμεσα στην πρωινή του ζωή και στα νυχτοπερπατήματα σε λούμπεν στέκια της Αθήνας, σε φτηνά ξενοδοχεία, στην αναζήτηση της παρέας λαϊκών αγοριών και μεταναστών που πωλούν το κορμί τους.
«Η σχιζοφρένεια απ’ τη μια να διαβάζω Μούζιλ κι απ’ την άλλη να συναγελάζομαι με αρουραίους της νύχτας. Απ’ τη μια ν’ ακούω Αλμπαν Μπεργκ κι απ’ την άλλη να πηγαίνω γυρεύοντας σε μέρη όπου παίζουνε σκυλάδικα» μονολογεί ο ήρωας του Κουμανταρέα.
Και όμως δεν μπορεί να μην παραδεχτεί: «Πότε γράφω και παίζω μουσική καλύτερα; Μετά από ασωτίες, ντράβαλα και απιστίες. Λες και αυτά να είναι προϋποθέσεις για ανάταση ψυχής και δημιουργία. Κακούργα τέχνη!».
Σε μια νυχτερινή Αθήνα που μοιάζει να καταρρέει, με ανθρώπους που μαλώνουν πάνω από τα σκουπίδια, ο ήρωας του Κουμανταρέα περιμένει με καρδιοχτύπι τον 19χρονο πιτσαδόρο Καμικάζι με το τριγωνικό πρόσωπο, γνωρίζει τον Ρουμανοτσιγγάνο Λούνα με τα γκριζογάλανα μάτια και το λευκό δέρμα και ενώ με τον νου του έχει πλάσει εναγκαλισμούς με τον εντυπωσιακό Αλβανό Νουάρ, εκείνος τον αρπάζει από τον λαιμό ζητώντας «επίμονα χρήματα και πιστωτικές κάρτες».
Ο μέντορας σε αυτή την ανασκόπηση, το φάντασμα κάποιου παλιού αλληλογράφου στα γραφεία όπου δούλεψε, ονόματι Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου, επιμένει να του λέει: «Για σένα οι άνδρες είναι μόνο ένα διάλειμμα, ο προορισμός σου είναι γυναίκα». Αλλωστε και ο μυθιστορηματικός ήρωας εξηγείται και λέει για τη δική του Λιλή: «Γεμίζω ενοχές για όσες στενοχώριες τής είχα προξενήσει, για όλα όσα είχα επιτρέψει να μας χωρίσουν προσωρινά. Απορώ ακόμη για την καταπίεση και δυσφορία που ένιωσα τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου και για το πώς είχα επιτρέψει σε φίλους διάφορα σχόλια, ότι τάχα είχα προδώσει τον βαθύτερο εαυτό μου. Ποτέ δεν είχα κρύψει τη σεξουαλικότητά μου παρεκτός από τους γονείς. Μου είναι αδιανόητο ότι υπάρχουν άνδρες που μια ζωή κρύβουν από τη σύντροφό τους ότι πιθανώς να ποθούν έναν άλλον άνδρα. Το ότι παντρεύτηκα για να κλείσω τα στόματα και να βολευτώ –το λέω γιατί μου το είχε πετάξει κατάμουτρα κάποτε ένας κυκλοθυμικός, κατά τα άλλα ταλαντούχος, συγγραφέας –είναι το μεγαλύτερο ψέμα».
Η «ηδονή της κλειδαρότρυπας» θέλησε μάταια και απρεπώς να αναγνωρίσει τον δολοφόνο του Μένη Κουμανταρέα στο πρόσωπο του Ρουμάνου Λούνα και να μιλήσει για το χρονικό ενός προαγγελθέντος θανάτου, όταν ο συγγραφέας περιέγραφε στο βιβλίο του τα χέρια του Αλβανού Νουάρ να τυλίγονται στον λαιμό του κεντρικού ήρωά του.
Ο Μένης Κουμανταρέας αναδεικνύεται πάνω από όλα αυτά. Βγάζει τη γλώσσα στον περίεργο αναγνώστη του και μέσα από τις γραμμές του βιβλίου του «Ο θησαυρός του χρόνου» υπενθυμίζει και τον επαναφέρει στην τάξη: «Ο καλός γραφιάς είναι αυτός που δεν ξεχωρίζει αυτά που συνέβησαν από εκείνα που επινόησε να του συμβούν –αρχή της μυθοπλασίας ιερή για όποιον γράφει».

Γεννημένος στις 17 Μαΐου του 1931, ο Μένης Κουμανταρέας ήταν ο μικρότερος γιος του χρηματιστή Αντώνη Κουμανταρέα και της Ευγενίας Αγγελοπούλου, κόρης του αυλάρχη του βασιλέα. Μοιραία φιγούρα στη ζωή του, ο αυστηρός και καταπιεστικός πατέρας του. Ο πατέρας αυτός, με διάσημους πελάτες όπως ο Ηλίας Βενέζης και ο Στρατής Μυριβήλης –ο Μυριβήλης τον Γενάρη του 1944 είχε χαρίσει στον μικρό τότε Μένη ένα αντίτυπο του βιβλίου του «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» –άκουγε μουσική και μελετούσε Παυσανία. Και όμως δεν έπαψε ποτέ να αποκαλεί τα γραπτά του γιου του, Μένη, «βρωμιές».
Η πινακοθήκη της οικογένειας Κουμανταρέα έκλεινε με τον Αρη, τον πρωτότοκο γιο, τον αγαπημένο αδελφό του Μένη, με τις σπουδές στο Πολυτεχνείο και στο ΜΙΤ, ο οποίος βασανίστηκε από ψυχολογικά προβλήματα και έσβησε το καλοκαίρι του 1987.
Ο Μένης Κουμανταρέας μεγάλωσε λοιπόν σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον, στην πλατεία Βικτωρίας. Καλός μαθητής στα φιλολογικά, αποτύγχανε στα υπόλοιπα και ως παιδί, χωμένος στην πλούσια βιβλιοθήκη της οικογένειας, προτιμούσε να διαβάζει παρά να παίζει «κλέφτες και αστυνόμους» στον δρόμο με τα άλλα παιδιά.
«Τα παιδικά μου διαβάσματα διακόπηκαν από τον πόλεμο κι ας ήμουν σχεδόν ούτε δέκα χρόνων. Η πρώτη βόμβα, που έπεσε στις 28 Οκτωβρίου του 1940, με βρήκε στο υπόγειο της πολυκατοικίας μας, τρέμοντας όχι τόσο από φόβο όσο από την υποψία ότι μπορεί να έπαυα, πρόωρα, να είμαι παιδί» γράφει στον «Πλανόδιο σαλπτιγκτή» (εκδ. Κέδρος).
Τα Χριστούγεννα του 1944, όταν οι ελασίτες συνέλαβαν αυτόν και τη μητέρα του ως μέλη εθνικιστικής και δεξιάς οικογένειας σε μια σύντομη αιχμαλωσία, εκείνος διάβαζε τα «Ξένα χέρια» του ρώσου συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι και στη μικρή ανάκριση που του έκαναν στην ερώτηση «Τι εφημερίδες διαβάζετε, παιδί μου, στο σπίτι σας;» απάντησε «Ριζοσπάστη» και «Ελεύθερη Ελλάδα». «Πόσο με πίστεψαν, δεν ξέρω» μονολογεί στην ομιλία του στο Μέγαρο Μουσικής για τα 50 χρόνια της συγγραφικής δημιουργίας του.
Φυσικά, ως γόνος αστικής οικογένειας, εκπληρώνοντας τις προσδοκίες του πατέρα του, αφού τελείωσε το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών «Κάρολος Μπερζάν», ξεκίνησε σπουδές Νομικής και Φιλολογίας. Παράλληλα, όπως αναφέρει ο Θάνος Φωσκαρίνης στο ΒΗΜΑgazino, με την ανοχή του μακρινού συγγενή του, συγγραφέα Αγγελου Τερζάκη, γράφτηκε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα για έναν χρόνο.
«Είχα κι ένα μόνιμο πρόβλημα αποστήθισης των ρόλων. Αραγε θα γινόμουν ποτέ ηθοποιός; Τον γόρδιο δεσμό έλυσε ο Τερζάκης. Με έκοψε στις εξετάσεις, δηλώνοντάς μου ορθά κοφτά πως καλύτερα θα ήταν να προσανατολίσω τις φιλοδοξίες μου σε άλλα στάδια, λιγότερο καλλιτεχνικά» έγραψε ο Κουμανταρέας στο βιβλίο «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» (εκδ. Κέδρος).
Την πίκρα της απόρριψης επέτεινε και το γεγονός ότι ο Τερζάκης μίλησε ιδιαιτέρως στον πατέρα του. «Να προσέχει ο γιος σου τις παρέες που κάνει» του είπε. Εννοούσε τον Μάνο Χατζιδάκι.
«Το μεγάλο μου σχολείο ήταν το καφενείο «Βυζάντιο». Διότι εγώ δεν έχω τελειώσει πανεπιστήμιο. Είμαι αμόρφωτος, έχω μόνο χαρτί γυμνασίου. Και μπορώ να πω ότι είμαι λίγο περήφανος γι’ αυτό. Πειράζει;» δήλωσε περιπαικτικά σε συνέντευξή του το 2007 στην «Καθημερινή». Πράγματι, ο «άσωτος γιος» εγκατέλειψε τις σπουδές του και ανέπνευσε στα λογοτεχνικά στέκια της εποχής την αύρα του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου.
Με τον μεγάλο συνθέτη γνωρίστηκαν στο Μετοχικό Ταμείο, όπου η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών έχει εγκαταστήσει ένα καμαράκι ακρόασης μουσικής.
«Παιδί φανατικό, αρκετά μεγαλύτερός μου, ήταν και ένας νέος άνδρας, κάπως παχουλός, με μαύρη κλειστή μπλούζα ως τον λαιμό. Είχε άσπρο δέρμα, μαλλιά κορακάτα, που τελείωναν σε δαχτυλιδάκια, και μάτια καστανά, πυρετικά, μέσα σε μαύρους κύκλους. Εκείνος με πλησίασε πρώτος –όπως ήξερε να πλησιάζει τους ανθρώπους μοναδικά. «Tι κάνεις», με ρώτησε, «τι γυρεύεις εδώ»;» γράφει χαρακτηριστικά ο Μένης Κουμανταρέας στο βιβλίο «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» ενθυμούμενος την πρώτη συνάντησή του με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Σιγά σιγά έγινε μόνιμος θαμώνας στο τότε σπίτι του συνθέτη, στην οδό Μάνου 3, στο Παγκράτι. Μουσικές ακροάσεις-μαραθώνιοι και ξενύχτια με τον Χατζιδάκι σκυμμένο στο πεντάγραμμο «μέχρις ότου το τσιγάρο να του κιτρινίσει τα δάχτυλα» σημαδεύουν εκείνη την εποχή τη ζωής του συγγραφέα.
Και ο νεαρός Κουμανταρέας διάβαζε πολύ, μετέφραζε και έγραφε πυρετωδώς. Κάποια στιγμή αποφάσισε να δείξει στον Χατζιδάκι τα γραπτά του. «Μένη, ένας ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται. Η ίδια η νεότητά σου είναι ο ποιητής, εσύ όχι. Μπορείς κάλλιστα να συναντήσεις την ποίηση από άλλον δρόμο, ίσως γράφοντας πεζό» του απάντησε ο συνθέτης.
«Ο Χατζιδάκις επηρέασε πολύ τον Μένη» αναφέρει στο ΒΗΜΑgazino η Ειρήνη Λεβίδη, στενή φίλη του Μένη Κουμανταρέα και καλλιτεχνική υπεύθυνη του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής». «Οσο το σκέφτομαι, τον επηρέασε καθοριστικά σε πάρα πολλές εκφάνσεις στη ζωή του, στον τρόπο που αντιμετώπιζε τα πράγματα, στην ανδρική γενναιότητα της στάσης του. Γιατί ο Μένης είχε πάντα μια ξεκάθαρη θέση, δεν κρυβόταν, ήταν πάντα παρών σε θέματα που είχαν σχέση με τη δικαιοσύνη και την αλήθεια της κοινωνίας».

Κάτω από τη σκιά του Μάνου
αναπτύχθηκε και μια ακόμη σπουδαία φιλία, ανάμεσα στον Μένη Κουμανταρέα και τον Βασίλη Βασιλικό, μια φιλία που συνεχίστηκε στο πέρασμα των χρόνων, χωρίς ποτέ να υπάρξει κάποιο σύννεφο.
«Η αρχή της φιλίας αυτής έχει δύο εκδοχές, μια του Μένη και μια δική μου» αναφέρει στο ΒΗΜΑgazino o Bασίλης Βασιλικός και συμπληρώνει: «Ο Μένης ισχυρίζεται ότι γνωριστήκαμε στο «Πικαντίλι», ένα ζαχαροπλαστείο της οδού Πανεπιστημίου, εγώ όμως θυμάμαι να τον συναντώ πρώτη φορά στο σπίτι του Χατζιδάκι, ντυμένο ναύτη
–υπηρετούσε εκείνη την εποχή στο Ναυτικό -, όμορφο τσαρουχικό ναύτη, να βγαίνει από την κουζίνα μαζί με τη μητέρα του Μάνου».
Οι δύο άνδρες έγιναν φίλοι. Ο Μένης Κουμανταρέας στην Αθήνα παρέα με τους μύθους έστελνε επιστολές-ανταποκρίσεις στον Βασίλη Βασιλικό που ασφυκτιούσε στη Θεσσαλονίκη, μολονότι είχε εκδώσει το πρώτο του βιβλίο «Η διήγηση του Ιάσονα». Ετσι, ξεκίνησε μια ενδιαφέρουσα αλληλογραφία, η οποία αποτυπώνεται στο βιβλίο «Βασίλης Βασιλικός – Μένης Κουμανταρέας, Νεανική αλληλογραφία 1954-1960» (εκδ. Τόπος).
«Τη στιγμή που εγώ ήρθα με τον στρατό το 1958 στην Αθήνα σταματά και η αλληλογραφία μας γιατί πλέον βλεπόμασταν συχνά. Δημιουργήθηκε ένα τρίο μάλιστα, καθώς γνώρισα στον Μένη τον Κρίτωνα Χουρμουζιάδη» αναφέρει o Bασίλης Βασιλικός. «Ο Κρίτων είχε σπουδάσει συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, αλλά δεν ήθελε να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα, γύρισε στην Ελλάδα και βιοποριζόταν με μαθήματα αγγλικών. Οι συζητήσεις μας για τη λογοτεχνία ήταν σπουδαίες. Εκείνη την εποχή έγραφα το «Πηγάδι», θυμάμαι, και περνούσαν, ξέρετε, αυτοί οι δύο ένα βασανιστήριο από εμένα: κάθε Παρασκευή τούς διάβαζα από μια διαφοροποιημένη μορφή του κειμένου, για επτά, δέκα εβδομάδες. Ο Μένης, θυμάμαι, δίσταζε να βγάλει δικό του βιβλίο. Οταν εγώ διάβασα τα «Mηχανάκια», τον πίεσα πάρα πολύ και τελικά πήρε την απόφαση να κάνει το βήμα».
Τα «Mηχανάκια» κυκλοφόρησαν το 1962. Ο Μένης Κουμανταρέας θυμάται χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» το 2007: «Αυτός που με έσπρωξε και μου είπε ότι «αυτά είναι δημοσιεύσιμα και πολύ καλύτερα από άλλων» ήταν ο Βασίλης Βασιλικός. Μετά πήγα στον Μάνο τον Χατζιδάκι. «Α», μου λέει, «εντάξει, θα σε στείλω στον Φέξη», έναν εκδότη με κύρος την περίοδο εκείνη. Μου δίνει ένα σημείωμα και το πάω στον Φέξη, ο οποίος το βλέπει και μου λέει: «Βεβαίως, κύριε Κουμανταρέα, θα σας το βγάλω το βιβλίο. Αλλά όχι μ’ αυτόν τον τίτλο». «Ποιον τίτλο;» λέω εγώ. Ο Μάνος είχε γράψει στο σημείωμα ανάμεσα σε άλλα, σαν λογοπαίγνιο, τον τίτλο του τραγουδιού «Ο ταχυδρόμος πέθανε»».
Ετσι, ο Μένης Κουμανταρέας μπαίνει στα ελληνικά γράμματα. Την ίδια στιγμή βέβαια εργάζεται ως υπάλληλος σε ασφαλιστικά γραφεία. Η οικογένειά του έχει την οικονομική άνεση να τον στηρίξει, ο πατέρας όμως είναι ανένδοτος: ο γιος του πρέπει να εργάζεται. Ο Μένης Κουμανταρέας θα κρατήσει την υπαλληλική του ιδιότητα μέχρι το 1980.

Κατά τη διάρκεια της χούντας εκδίδεται το δεύτερο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, «Το αρμένισμα» (εκδ. Κέδρος). Μολονότι τιμήθηκε με ένα δεύτερο κρατικό βραβείο διηγήματος –του απονεμήθηκε την περίοδο της χούντας –κατηγορήθηκε αυτεπάγγελτα γιατί ήταν «άσεμνο» και ο συγγραφέας οδηγήθηκε σε τέσσερις δίκες. Το Τριμελές Πρωτοδικείο τον καταδίκασε, αλλά δύο Εφετεία και ο Αρειος Πάγος τον αθώωσαν τελικά. Η δίκη του απέκτησε πολιτική χροιά. Μάλιστα, ο εισαγγελέας στο επιχείρημα της υπεράσπισης για την ελευθεροστομία στην αρχαία κωμωδία ούρλιαξε: «Και ο Αριστοφάνης καταδικαστέος» είναι. Ο φίλος του, Βασίλης Βασιλικός, στο εξωτερικό όπου βρίσκεται, βλέποντας τη φωτογραφία του φίλου του στο εδώλιο τού αφιερώνει δύο ποιήματα.
Ο Μένης Κουμανταρέας σε αντίθεση με τη συντηρητική του οικογένεια ανήκε σαφώς στον προοδευτικό χώρο. Η περίοδος της χούντας όμως είναι η πρώτη φορά που ο ίδιος πολιτικοποιείται: «Ποιος, εγώ που ποτέ μου δεν ανακατεύτηκα με πολιτική!» γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του «Η γυναίκα που πετάει» (εκδ. Κέδρος) για εκείνη την περίοδο. Ετσι συμμετέχει στην έκδοση διαμαρτυρίας για το διδακτορικό καθεστώς, «Δεκαοχτώ κείμενα» (εκδ. Κέδρος). Πάντως μέχρι το τέλος της ζωής του εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ο φίλος του Κώστας Ταχτσής αποκλείστηκε από την έκδοση.
«Επικράτησε η άποψη ότι παραήταν παρορμητικός και επιπλέον –πράγμα ασυγχώρητο –ομοφυλόφιλος. Την υστεροφημία όμως εκείνος την κατέκτησε τελικά, ενώ αρκετούς από τους άλλους πρωτεργάτες τούς κατάπιε το σκοτάδι» γράφει «Στη γυναίκα που πετάει» .
Ο Μένης Κουμανταρέας κατακτά τελικά τη δική του θέση στα ελληνικά γράμματα. Βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1975, 2002) και Διηγήματος (1967, 1997), αλλά και με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο των έργων του, είναι ο δημοφιλής συγγραφέας των βιβλίων από τις εκδόσεις Κέδρος «Βιοτεχνία υαλικών» (1975), «Η κυρία Κούλα» (1978), «Η φανέλα με το εννιά» (1986). Δουλεύοντας ακούραστα, παραδίδει διηγήματα, μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια, αυτοβιογραφικά σημειώματα αλλά και μεταφράσεις σε έργα κυρίως αμερικανών συγγραφέων. Από τους γνωστότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, δεν είναι πρόδηλα πολιτικός συγγραφέας, όπως ο Τσίρκας και ο Αλεξάνδρου ή ο Φραγκιάς. Εστιάζει στην ιδιωτική πλευρά της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως στους νέους που αναζητούν μια ταυτότητα σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται. Στη λογοτεχνία, θα τον θυμόμαστε ως τον συγγραφέα της Αθήνας, που απαθανάτισε τους ανθρώπους της και τις γειτονιές της, ιδιαίτερα την Κυψέλη και την πλατεία Βικτωρίας, σε όλα τα στάδια της μεταπολεμικής Ιστορίας. Και όλα αυτά χωρίς να είναι ο συγγραφέας των κλειστών χώρων. Παράλληλα ζούσε τον αθηναϊκό βίο, πρωταγωνιστώντας στις παρέες.
«Ο Μένης άστραφτε και πρώτευε σε όλες τις συζητήσεις και φρόντιζε να πασπαλίζει την ευδαιμονία με μικρές αιφνίδιες κρίσεις θυμού ή παρεξηγήσεις που σύντομα απαλύνονταν, δίνοντας τόπο σε νέο ξέσπασμα γέλιου μέχρι δακρύων» αναφέρει η Τζούλια Τσιακίρη των εκδόσεων Το Ροδακιό και συμπληρώνει: «Δεύτερο χαρακτηριστικό του Μένη: ήταν ατρόμητος, είχε το κεφάλι μανιάτικο, ψηλά. Τρίτο, αγαπούσε τον αδελφό του Αρη και τους φίλους του με παιδική αγάπη, που εκείνες τις δεκαετίες χτιζόταν στους δρόμους και στα καφενεία και στα ξενύχτια».

Την προσωπική ζωή του Μένη Κουμανταρέα σημαδεύει η σύζυγός του Λιλή, με την οποία γνωρίζονται το 1966 στο ασφαλιστικό γραφείο που δουλεύουν και οι δύο. Υστερα από χρόνια σχέσης παντρεύονται στις 29 Νοεμβρίου του 1980, σε μια πολύ κλειστή τελετή στον Αγιο Γεώργιο της Κυψέλης. «Ο Μένης αισθανόταν ότι η Λιλή βρισκόταν πάντα δίπλα του» αναφέρει στο ΒΗΜΑgazino η μουσειολόγος Αλεξάνδρα Τράντα, ανιψιά της Λιλής από την αδελφή της Ενη. «Εγώ ως παιδί τούς θαύμαζα, ήταν ένα ζευγάρι μη συνηθισμένο. Εζησαν μια πλούσια ζωή, με την έννοια του πλούτου της φιλίας, των ταξιδιών. Είχαν εκλεκτούς φίλους, ένα σπίτι ανοιχτό, όχι κοσμικά πράγματα, στα γενέθλια του Μένη μαζεύονταν στη βεράντα οι φίλοι του, θυμάμαι. Ο Μένης ακουμπούσε στη θεία μου, τον στήριζε. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος που διάβαζε τα βιβλία του».
«Ηταν μια σχέση ιδιαίτερη, πέρα από συνηθισμένα» επιβεβαιώνει και ο Θάνος Φωσκαρίνης στο ΒΗΜΑgazino και συμπληρώνει: «Θα έλεγα ότι επρόκειτο για μια αμοιβαία αγάπη βαθιάς κατανόησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν διαφωνίες ή κάποιες στιγμές εντάσεων. Ολα αυτά όμως σε επίπεδο πολύ υψηλό. Οταν κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του, «Ο θησαυρός του χρόνου», τον ρώτησα πώς θα του φαινόταν να αφήναμε ένα αντίτυπο στον τάφο της Λιλής. Moυ είπε ότι του πέρασε και εκείνου από το μυαλό. Την επομένη μού απάντησε ότι δεν θα το κάνει. Δεν του άρεσαν οι συναισθηματισμοί του Μένη. Τελικά πήγε ο ίδιος να τη συναντήσει, μέσα από αυτό το άδικο τέλος».
Η εκδήλωση της αρρώστιας της Λιλής και ο θάνατός της μέσα σε έξι μήνες από καρκίνο του πνευμόνων το 2010 συντάραξαν τον Μένη Κουμανταρέα. Λίγο αργότερα, αρρώστησε και ο ίδιος. «Το αντιμετώπιζε με γενναιότητα, πάντα διακριτικά, και δεν το άφηνε να τον πάρει από κάτω. Φάνηκε να το ξεπερνά αρχικά. Ο Μένης ήθελε να ζήσει» αναφέρει στο ΒΗΜΑgazino η ανιψιά του Αλεξάνδρα Τράντα που βρέθηκε δίπλα του στην αρρώστια και μάλιστα ο Μένης Κουμανταρέας τής κληροδότησε τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του.

Ο θάνατος του στενού του φίλου Λευτέρη Βογιατζή τον Μάιο του 2013 ήταν ένα ακόμη χτύπημα. «Πρέπει να σας πω ότι ο μόνος άνθρωπος που κάλεσε στις τελευταίες του στιγμές ο Λευτέρης ήταν ο Μένης Κουμανταρέας» αναφέρει στο ΒΗΜΑgazino η Ειρήνη Λεβίδη. «Του ζήτησε μάλιστα να του φέρει ένα αντίτυπο της πολύ ωραίας μετάφρασης που είχε κάνει στο «Καθώς ψυχορραγώ» του Φώκνερ (εκδ. Κέδρος). Ο Μένης τού στάθηκε του Λευτέρη σε όλες τις δύσκολες στιγμές, όπως στάθηκε και σε μένα μετά τον θάνατό του. Ο Μένης ήθελε στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή νέες, άξιες δυνάμεις αυθεντικών ταλέντων. Για αυτόν τον λόγο έκανε ό,τι μπορούσε».
Η γραμμή της ζωής του Μένη Κουμανταρέα τελικά δεν κόπηκε από τον καρκίνο, αλλά από ανθρώπινο χέρι, απότομα, βίαια, άδικα. Στο ανακατεμένο από τους δολοφόνους διαμέρισμα, όπως αποκαλύπτει στο ΒΗΜΑgazino η Αλεξάνδρα Τράντα, βρέθηκαν δαχτυλογραφημένες σελίδες της τελευταίας του νουβέλας, με τις χειρόγραφες σημειώσεις του στο πλάι. «Δεν γνωρίζω το θέμα», αναφέρει, «διάβασα τις πρώτες σελίδες, αλλά δεν έχω το κουράγιο να το ολοκληρώσω. Τα γεγονότα είναι πολύ νωπά. Ναι, θα εκδοθεί, αυτό θα ήθελε άλλωστε και ο Μένης».
Πώς θα ήθελε αλήθεια ο Μένης Κουμανταρέας να τον θυμούνται σήμερα; «Σαν έναν άνθρωπο που δεν υπήρξε ποτέ άδικος και που καμιά φορά έγραψε και κάνα καλό βιβλίο –που έκανε καλά τη δουλειά του… Σαν καλό φίλο» έδωσε ο ίδιος την απάντηση στο ερώτημα στον δημοσιογράφο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το μακρινό και αθώο 1986. Τα κατάφερε.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ