Το 2009 κόντεψα να ποδοπατηθώ από τις ορδές θαυμαστών-αναγνωστών του Ιρβιν Γιάλομ που είχαν κατακλύσει το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών προκειμένου να ακούσουν τη διάλεξη που θα έδινε στο πλαίσιο του προγράμματος Megaron Plus. Ηταν 31 Μαρτίου και ήταν εκεί 4.000 φανατικοί, κάθε ηλικίας και κοσμοθεωρίας.
Πέντε χρόνια πριν, το 2004, όταν αποφάσισα να αρχίσω ψυχοθεραπεία για να βάλω κάποια πράγματα σε τάξη, οι περισσότεροι φίλοι με κοιτούσαν ανήσυχοι, έπαιρναν και αυτή τη θεατρινίστικη πόζα βάζοντας το χέρι στην καρδιά για να ελέγξουν την υποτιθέμενη ταχυπαλμία τους.
Και σήμερα, με την οικονομική κρίση να έχει περάσει σαν οδοστρωτήρας από πάνω μας, οι περισσότεροι με ρωτούν πλέον ανοιχτά: «Εσένα ο δικός σου πόσα παίρνει; Θέλω να πάω κι εγώ». Και έρχονται στιγμές στις συντροφιές, που μιλάμε με αυτούσιες φράσεις των θεραπευτών μας, σαν αγχωμένοι μαθητές που πασχίζουν εδώ και χρόνια να μάθουν καλά το μάθημά τους και να ενταχθούν με αυτοπεποίθηση και χωρίς ψυχαναλυτικό βοήθημα στον έξω κόσμο. Σε απλά μαθηματικά: η ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα πριν από δέκα χρόνια ήταν ταμπού, πριν από πέντε έγινε μόδα και τώρα πια κατέληξε να είναι ανάγκη.
Ο αριθμός των Ελλήνων που καταφεύγουν στο ντιβάνι του ψυχοθεραπευτή έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Μόνο και μόνο η άνεση με την οποία τόσος κόσμος μιλάει πλέον τόσο ανοιχτά για τη θεραπεία που ακολουθεί, τη σχολή που εκπροσωπεί (φροϊδική, υπαρξιακή, συμπεριφοριακή κ.ά.), αποδεικνύει πως ό,τι ήταν τα παλιά χρόνια για τον Ελληνα ο εξομολόγος, είναι πλέον ο ψυχολόγος.
Μια κοινή παρανόηση όμως είναι η λογική της «τρέλας», το ότι όποιος επισκέπτεται έναν ψυχοθεραπευτή έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας. Δεν ισχύει. Είναι σημαντικό να γίνει μια διάκριση ανάμεσα σε όσους αισθάνονται πως πρέπει να πάρουν βοήθεια και σε όσους έχουν σημαντικά προβλήματα ψυχικής υγείας. Η τελευταία έρευνα που έγινε για να καταμετρηθούν επίσημα όσοι αντιμετωπίζουν κλινικά προβλήματα ψυχικής υγείας έδειξε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά και φαιδρά ταυτόχρονα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα δειγματοληπτικού ελέγχου σε Μονάδες Ψυχικής Υγείας, ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που είχε ανακοινώσει η τότε υφυπουργός Υγείας Ζέττα Μακρή, 500.000 Ελληνες εμφανίζονταν να κάνουν χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας μέσα σε ένα εξάμηνο.
Ο έλεγχος αφορούσε στο δεύτερο εξάμηνο του 2013 σε σύνολο 65 φορέων, στους 18 εκ των οποίων εντοπίστηκαν τα εξής: 18,2% των ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας επισκέπτονται δύο ή περισσότερα Κέντρα Ημέρας σε διάφορες περιοχές τις ίδιες ημέρες, ταυτόχρονα. Το 43% επισκέπτεται διαφορετικά κέντρα μέσα στο διάστημα του ελέγχου. Ενα ποσοστό 38,8%, ενώ νοσηλεύεται ως εσωτερικός σε οικοτροφεία και ξενώνες, ταυτόχρονα εμφανίζεται ότι κάνει χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας και από Κέντρα Ημέρας. Δηλαδή, είναι εσωτερικός σε κέντρα με εξειδικευμένο προσωπικό, πολλοί από αυτούς έχουν βαριά νοητική στέρηση και ταυτόχρονα φαίνεται ότι κάνουν χρήση υπηρεσιών υγείας ως εξωτερικοί ασθενείς.
Ακόμη και σε μη κλινικές περιπτώσεις, η κατάσταση μιλάει από μόνη της. Η φράση «Εχω κατάθλιψη» τείνει να αντικαταστήσει το «Καλά, ευχαριστώ», στην τυπική ερώτηση «Τι κάνεις;». Τα ψυχοφάρμακα κάθε είδους, από ήπια αγχολυτικά και ηρεμιστικά ως βαριά αντικαταθλιπτικά, πηγαινοέρχονται μέσα σε τσάντες και εντοπίζονται σε συρτάρια εργασιακών χώρων και σε ντουλάπια νοικοκυριών. Κινδυνεύουμε άραγε να γίνουμε ένας λαός σε καταστολή, βολικά μουδιασμένος και μάλιστα με συνταγή γιατρού;
H επιλογή του κατάλληλου ψυχολόγου-ψυχιάτρου είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα που μπορεί να κληθείς να κάνεις κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής σου. Πρέπει να βρεις τον πιο σωστό άνθρωπο για να του εμπιστευθείς τα πιο απόκρυφα σημεία της ψυχής σου, χωρίς να ξέρεις τίποτα για αυτόν. Πώς κάνεις τη σωστή επιλογή; Πρώτο βήμα, είναι η έρευνα αγοράς. Ρωτάς φίλους σου που επισκέπτονται κάποιον ειδικό να σου πουν τις εντυπώσεις τους. Και κυρίως, πρέπει να δεις αν οι συγκεκριμένοι μοιάζουν να έχουν σημειώσει κάποια βελτίωση σε σχέση με τη ζωή και τη συμπεριφορά τους, ή τους βλέπεις σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι προτού αρχίσουν τις συνεδρίες. Το να αναζητείς ειδικό σε σχέση με το φύλο, του τύπου «είναι άνδρας, οπότε θα νιώσει πιο άνετα με γυναίκα» και το αντίστροφο, είναι τεράστιο λάθος. Το παν είναι να υπάρξει χημεία με το συγκεκριμένο άτομο και αυτό θα το καταλάβεις σχεδόν από την πρώτη συνάντηση. Και υπάρχουν κάποια κομβικά σημεία, που θα σε κάνουν να μείνεις και να επενδύσεις σ’ αυτή τη νεογέννητη σχέση, ή να φύγεις τρέχοντας, αναζητώντας κάποιον άλλο για να του ανοίξεις την ψυχή σου.
Ενα βασικό σημείο είναι να έχει προσυμφωνηθεί ότι η ψυχοθεραπεία, όταν δεν πρόκειται για κάποια βαριά, κλινική περίπτωση, έχει ημερομηνία λήξης. Το να πηγαίνεις στον θεραπευτή σου νιώθοντας έντονα σημάδια βελτίωσης της ψυχολογίας σου, να του το αναφέρεις γεμάτος χαρά κι εκείνος να σου αντιτείνει ένα «δεν πιστεύω ότι είσαι καλύτερα, απλώς νομίζεις» προκειμένου να μη χάσει την πελατειακή σχέση, είναι σίγουρα δείγμα ότι πρέπει να αρχίσεις να κοιτάς αλλού.

Ο Πάνος Παπαγεωργόπουλος καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στον κόσμο του θεάτρου και της ψυχολογίας, καθώς ούτως ή άλλως είναι δύο πεδία με πολλά κοινά. Μας μίλησε για τη χρήση και κατάχρηση των ψυχοφαρμάκων, τη συχνά χειριστική σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου και τη σημασία τού να ερευνάς σε βάθος την ψυχή σου, ακόμη κι όταν φοβάσαι για το τι μπορεί να βρεις.
«Είμαι τελειόφοιτος του Τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και εκπαιδευόμενος ψυχοθεραπευτής στο μοντέλο της Γνωστικής Αναλυτικής Ψυχοθεραπείας στην Πανελλήνια Εταιρεία Γνωστικής Αναλυτικής Ψυχοθεραπείας (www.hellascat.gr), στην Πάτρα. Αρχικά, προέρχομαι από τον χώρο του θεάτρου, στον οποίο έχω δουλέψει και δουλεύω ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής υποκριτικής. Θεωρώ τους δύο χώρους του θεάτρου και της ψυχολογίας βαθιά συγγενικούς και αισθάνομαι το άνοιγμά μου στην ψυχοθεραπεία τα τελευταία χρόνια ως φυσική συνέχεια της ίδιας ανθρωπιστικής προβληματικής που με κινεί και στο θέατρο».
Τι συμβαίνει λοιπόν με τα ψυχικά νοσήματα; Προέρχονται από γονιδιακά αίτια ή έχουν να κάνουν και με εξωτερικούς παράγοντες όπως κάποιο σοκαριστικό συμβάν ή δύσκολα παιδικά χρόνια; «Η έννοια της ψυχικής νόσου είναι μια σύνθετη και επικίνδυνη έννοια, ακριβώς επειδή ανοίγει ζητήματα υγείας και ασθένειας, κανονικότητας και παθολογίας. Στην εποχή μας τα περισσότερα μοντέλα ψυχοπαθολογίας αναγνωρίζουν την πολυπαραγοντική διάσταση των ψυχικών φαινομένων, κατανοώντας τα βιοψυχοκοινωνικά. Ωστόσο κάποιες διαταραχές φαίνεται να έχουν πολύ πιο ξεκάθαρο γονιδιακό υπόβαθρο, όπως η διπολική διαταραχή, ενώ άλλες φαίνεται να καθορίζονται κυρίως από το περιβάλλον και τα βιώματα, όπως οι διαταραχές προσωπικότητας. Δεν υπάρχει απλή γραμμική σχέση αιτίου και αποτελέσματος».
Στην Ελλάδα παρατηρείται τα τελευταία χρόνια έντονη χρήση και κατάχρηση ψυχοφαρμάκων από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, την ίδια στιγμή που τα ίδια φάρμακα δαιμονοποιούνται ενώ κρίνονται απαραίτητα σε κάποιες σοβαρές ψυχικές νόσους: «Ιδανικά, και ανάλογα με τη φύση και την ένταση της ασθένειας, η ψυχοφαρμακοθεραπεία συνδυάζεται με ψυχοθεραπεία και οικογενειακή – κοινοτική παρέμβαση. Σε κάποιες περιπτώσεις τα φάρμακα είναι απολύτως απαραίτητα, για να επανέλθει ο οργανισμός σε μια σχετική ισορροπία, σε έναbaselineλειτουργικότητας. Χωρίς αυτά, συχνά είναι αδύνατη οποιαδήποτε ψυχοθεραπευτική ή άλλη παρέμβαση. Σε άλλες περιπτώσεις λειτουργούν επικουρικά στην ψυχοθεραπεία, ενώ σε μερικές είναι μάλλον άχρηστα. Κάθε ουσία, φυσική ή τεχνητή, μπορεί να είναι φάρμακο ή μοιραίο δηλητήριο, ανάλογα με τη δόση αλλά και τον σκοπό της χρήσης. Τα ψυχοφάρμακα έχουν κι αυτά παρενέργειες, είναι όμως ασφαλή, όσο κανείς τα λαμβάνει αυστηρά σύμφωνα με τις υποδείξεις του ψυχιάτρου».
Και τονίζει: «Ωστόσο, εκτός από τα σφάλματα στη δόση, και η μη συνταγογραφημένη, μη ενδεδειγμένη ή άσκοπη χρήση ψυχοφαρμάκων (π.χ. αγχολυτικών) μπορεί να είναι επίσης «μοιραία», με την έννοια ότι μπορεί να λειτουργεί ως μια άμεση, μαγική λύση, η οποία κατευνάζει μεν προσωρινά ένα δύσκολο σύμπτωμα, αλλά μακροπρόθεσμα δημιουργεί εξάρτηση, κουκουλώνει τις αιτίες και, κυρίως, καθηλώνει τον ψυχισμό σε ανώριμους τρόπους βρεφικής – παντοδύναμης αντίληψης και λειτουργίας, εις πείσμα μιας πολύ πιο σύνθετης, απαιτητικής και «ενήλικης» πραγματικότητας».
Γιατί είναι τόσο σημαντική η ψυχοθεραπεία στον σύγχρονο άνθρωπο και συγκεκριμένα στον σύγχρονο Ελληνα; «Η ψυχοθεραπεία έχει έναν και μοναδικό σκοπό: την ευτυχία του ανθρώπου. Σε όλο της το φάσμα, από την υποστηρικτική – παρεμβατική ως την πλέον εκφραστική – αναλυτική μορφή της, η θεραπεία επιχειρεί να αφαιρέσει όσο το δυνατόν περισσότερα εμπόδια στέκονται στον δρόμο της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου. Η ψυχοθεραπεία δεν δίνει αναγκαστικά απαντήσεις, πόσω μάλλον μασημένες, δίνει όμως εργαλεία για να θέτει κανείς τις σωστές ερωτήσεις ή να αναγνωρίζει τις λάθος απαντήσεις. Πιστεύω ότι αυτό το πετυχαίνει κυρίως με το να ξαναστρέφει τον ασθενή στις πυρηνικές ανάγκες του, να ξαναθυμηθεί και να ξανανιώσει τη δύναμη που έχει η αγάπη, τόσο για να καταστρέψει έναν άνθρωπο, όταν αυτή απουσιάζει, όσο και για να τον σώσει, όταν αυτός ξαναμπεί σε τροχιά να την αναζητήσει και να τη διεκδικήσει. Με την ελπίδα να τη βρει.Οπως λένε κάποιοι ψυχαναλυτές, η ζωή δίνει στον άνθρωπο τρεις ευκαιρίες στη ζωή του για να «μεγαλώσει» υγιώς. Η πρώτη είναι εκεί γύρω στα δύο έτη, όταν δομείται ο βασικός πυρήνας της προσωπικότητας, ενώ η δεύτερη είναι στην εφηβεία. Η τρίτη ευκαιρία να γίνει κανείς υγιέστερος και να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή τού δίνεται όταν αναζητήσει ψυχοθεραπεία».
Και επειδή η ψυχική κατάσταση μιας κοινωνίας αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από την τέχνη, οι ατέλειωτες ουρές που σχηματίζονται κάθε Παρασκευή μετά τα μεσάνυχτα και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 για την παράσταση «Κατερίνα» στο Θέατρο Θησείον, έχει να πει πολλά για την απόφασή μας να αγκαλιάσουμε με λιγότερη προκατάληψη θέματα που κάποτε καταχωνιάζονταν με ντροπή στους κόλπους πολλών οικογενειών, όπως η μανιοκατάθλιψη. Βασισμένο στο άκρως αυτοβιογραφικό μπεστ σέλερ του Αύγουστου Κορτώ «Το βιβλίο της Κατερίνας», το έργο που προέκυψε σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη και σε καθηλωτική ερμηνεία Λένας Παπαληγούρα εξιστορεί την αέναη πάλη της μητέρας του συγγραφέα με τη μανιοκατάθλιψη, από την παιδική της ηλικία ως την αυτοκτονία στην ενήλικη ζωή της.
Αν το καλοσκεφτούμε, είναι η λογοτεχνία που έσπασε στην Ελλάδα το ταμπού της ψυχανάλυσης, αποδεσμεύοντας την εικόνα του ψυχιάτρου από τον ημίτρελο κύριο που σου χτυπάει το γόνατο με το σφυράκι. Από το ευπώλητο «Οταν έκλαψε ο Νίτσε» του δημοφιλέστατου Γιάλομ (εκδ. Αγρα) ως το επίσης ευπώλητο μυθιστόρημα του Κορτώ, η λαοθάλασσα του 2009 έξω από το Μέγαρο και η μαζική προσέλευση στο Θησείον μαρτυρούν ότι η μόδα έγινε ανάγκη. Οι κυρίες της αστικής τάξης που εισερχόμενες στο Μέγαρο αναφωνούσαν «Λατρεύω τον Γιάλομ!» έγιναν, σε μια Ελλάδα που δείχνει πλέον τα σημάδια της, οι γυναίκες της διπλανής πόρτας, που τολμούν να μιλήσουν ανοιχτά για τα σκοτάδια που κατοικοεδρεύουν μέσα τους.
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Νανούρης μάς μίλησε σχετικά: «Οταν φτιάχνεις μια παράσταση, αυτό που ελπίζεις είναι να αρέσει και να γεμίζει το θέατρο, αυτό όμως που ζούμε με την «Κατερίνα» είναι πρωτόγνωρο. Τα εισιτήρια για τις παραστάσεις έχουν προπωληθεί δύο εβδομάδες πριν, κόσμος μάς παίρνει τηλέφωνο να μεσολαβήσουμε για μια θέση. Ξέρω πολύ καλά πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει κάθε μέρα και προφανώς δεν θα συμβεί πάλι άμεσα σ’ αυτόν τον βαθμό, το αντιμετωπίζουμε με χαρά μεν, αλλά και με πολλή αγωνία και σεβασμό. Το έργο καταπιάνεται με πολλά θέματα και το θέατρο λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός, πράγματα που έχεις ακούσει, έχεις διαβάσει, έχεις σκεφτεί και ίσως έχεις βιώσει, τα βλέπεις να συμβαίνουν μπροστά σου».
Η πιο συγκινητική στιγμή της ως τώρα πορείας της «Κατερίνας»; «Από την πρώτη μέρα συμβαίνουν πρωτόγνωρα πράγματα. Μια φορά, μια κυρία βγήκε από την αίθουσα κατά τη διάρκεια της παράστασης. Οταν τελειώσαμε, την είδαμε πίσω από την κουρτίνα. Είχε καθήσει σε ένα πεζούλι στο φουαγέ και άκουγε μόνο. Μας είπε πως δεν άντεχε να βλέπει, αλλά δεν ήθελε και να φύγει. Οταν άνοιξα την κουρτίνα για να φύγουμε μετά την υπόκλιση, η εικόνα της γυναίκας να είναι μόνη στο πεζουλάκι και απλώς να ακούει, ήταν πολύ συγκινητική».
Και τι συμβαίνει με το στίγμα της ψυχικής νόσου στις μέρες μας και στη χώρα μας; «Προφανώς υπάρχουν ακόμη τεράστια ταμπού, υπάρχει ο φόβος μη σε πουν τρελό, άρα στίγμα κοινωνικό, υπάρχουν πολλά κατάλοιπα. Ομως, απ’ ό,τι έχω καταλάβει τώρα με την «Κατερίνα», οι άνθρωποι με ψυχικές ασθένειες είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσοι νομίζουμε. Καλό θα ήταν λοιπόν να τους αφήσουμε να μας μιλήσουν και εμείς να τους ακούσουμε» καταλήγει ο Γιώργος Νανούρης.
Εχει αυξηθεί κατακόρυφα η ζήτηση ψυχοθεραπείας στη χώρα μας; Ο Πάνος Παπαγεωργόπουλος εξηγεί: «Στην Ελλάδα όλο και περισσότερος κόσμος απευθύνεται, επιτέλους, σε ειδικούς ψυχικής υγείας και ζητάει ψυχοθεραπεία. Αυτή τη στιγμή, στις διάφορες δομές και κέντρα Ψυχικής Υγείας, τα αιτήματα για ψυχοθεραπεία έχουν λίστες αναμονής μηνών. Παραδόξως, χαίρομαι πολύ για αυτό, γιατί μέχρι πρόσφατα η ψυχοθεραπεία θεωρούνταν ταμπού, ήταν προσιτή μόνο στους αστούς ή συχνά θεωρούνταν ότι πήγαινε πακέτο με τις μοδάτες ακριβές συνήθειες βαριεστημένων επαναπατρισμένων πρωτο-χίπστερ. Λέω παραδόξως, γιατί, φυσικά, δεν είναι ευχάριστη συνθήκη να υποφέρει κανείς ψυχικά ούτε να περιμένει σε λίστες αβοήθητος, είναι όμως πολύ αισιόδοξο να βλέπουμε τους Ελληνες να μην ντρέπονται πια τόσο πολύ (ή, έστω, να αναγκάζονται να ξεντραπούν) και να αποφασίζουν να ζητήσουν βοήθεια. Ευτυχώς, κανείς μας δεν είναι πραγματικά παντοδύναμος. Ολοι μας, λιγότερο ή περισσότερο, υποφέρουμε και έχουμε ανάγκη από ένα ψύχραιμο βλέμμα να μας βοηθήσει να κάνουμε τις κατάλληλες συνδέσεις, να φωτίσει τα τυφλά σημεία μας και να μας επαναπροσανατολίσει στις ουσιαστικές ανάγκες μας».
Οσο για την κρίσιμη σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου: «Το επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή, το οποίο, σημειωτέον, στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί αυτό καθαυτό (!), είναι πολύ απαιτητικό, καθώς αυτός καλείται συχνά να γνωρίσει και να βοηθήσει έναν άνθρωπο στις πιο δύσκολες ή και απελπισμένες στιγμές της ζωής του. Αυτή η συνθήκη μοιάζει να εμπεριέχει μια ασυμμετρία ισχύος που συχνά κινεί μια γενικευμένη δυσπιστία απέναντι στους ψυχοθεραπευτές. Συχνά η θεραπεία ασυνείδητα εμπλέκεται σε τέτοια «παιχνίδια» εξουσίας, με πρωτοβουλία όχι μόνο του θεραπευτή αλλά και του θεραπευόμενου. Αυτές οι αλληλοχειριστικές δυναμικές είναι φυσικές σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, όμως σε μια καλή ψυχοθεραπεία πέφτουν στο τραπέζι, συζητούνται ανοιχτά και γίνονται μοχλός ίασης και όχι διαιώνισης των ίδιων δυσλειτουργικών σχεσιακών μοτίβων, τα οποία πιθανόν και να ήταν ακριβώς αυτά που έφεραν τον θεραπευόμενο στην πόρτα του θεραπευτή».
Οι δραστικοί καιροί θέλουν δραστικές λύσεις. Και καθώς η ψυχική υγεία παύει να είναι ταμπού, ήρθε η ώρα να δώσουμε βοήθεια σε όσους τη χρειάζονται. Χωρίς να τους κρίνουμε και κυρίως χωρίς να τους φοβηθούμε. Αν το καλοσκεφτούμε, ένας λαός που εφησύχασε επί τόσα χρόνια στον καναπέ, ίσως να κάνει καλά που αποφάσισε να τον αντικαταστήσει με ντιβάνι.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ