Ποια σχέση µπορεί να έχουν τα αστέρια της Μεγάλης Αρκτου, τα έλατα του Μαινάλου, ο ζωγράφος Νικολά Πουσέν και η γιορτινή ατµόσφαιρα των Χριστουγέννων; Στην Αρκαδία όλα συνωµοτούν για να συναρµολογήσουν µια διαρκή ευδαιµονία. Η αρκαδική ατµόσφαιρα είναι ένα µυστικό που διατρέχει τους αιώνες, από µύθο σε µύθο, από ιδέα σε ιδέα, από ποίηµα σε ποίηµα, από ζωγραφιά σε ζωγραφιά: «Και εγώ στην Αρκαδία» χάραξε ο Πουσέν στον πίνακά του «Οι ποιµένες της Αρκαδίας» (1647) που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου. Που πάει να πει και εγώ σε έναν ειδυλλιακό τόπο που η παντοδύναµη φύση, τα ελατοσκέπαστα βουνά, τα οροπέδια, τα φαράγγια, τα ποτάµια, είναι το σκηνικό µιας ζωής βασισµένης στα ανθρώπινα µέτρα, ανεπιτήδευτης σαν τη µουσική από τα κουδούνια των κοπαδιών και τον ήχο της καλαµένιας φλογέρας του τραγοπόδαρου θεού Πάνα, συναρµολογηµένης από σπάγκο και κερί. Τόσο σύνθετης όµως σε συναισθήµατα, ώστε να εµπνέει ποιητές όπως ο Βιργίλιος, ο Γκαίτε, ο Μπάιρον
και, εντελώς φυσικά, πλήθος ταξιδιωτών.
Ο Παυσανίας είναι από τους πλέον συνειδητοποιηµένους ταξιδιώτες. Περιηγούνταν και έγραφε: «(…) Ο Λυκάονας είχε και µια κόρη, την Καλλιστώ. Αυτή την Καλλιστώ ερωτεύτηκε ο Δίας και πλάγιασε µαζί της. Οταν όµως τους έπιασε η Ηρα, µεταµόρφωσε την Καλλιστώ σε αρκούδα και η Αρτεµις για να ευχαριστήσει τη σύζυγο σκότωσε τη νύµφη µε το τόξο της. Ο Δίας όµως έστειλε τον Ερµή µε διαταγή να σώσει τον καρπό του έρωτά του, που βρισκόταν στα σπλάχνα της Καλλιστώς. Αυτός µεταµόρφωσε την Καλλιστώ σε αστερισµό και από τότε η Μεγάλη Αρκτος βρίσκεται στον ουράνιο θόλο». Και τώρα, αυτή την εποχή, µπορείς να δεις τα αστέρια της να λάµπουν στις κορφές των ελάτων, σαν στολίδια χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Το Μαίναλο μοιάζει να απογειώνει το αρκαδικό ιδεώδες. Ιδιαίτερα όταν ανεβαίνεις προς το χιονοδρομικό κέντρο μέσα στον τρελό χορό των νιφάδων του χιονιού. Μια απλή νιφάδα, ένα μικρό κομματάκι φύσης, στήνει έναν απίθανο χορό, σαν μια πανέμορφη, λυγερή, ολόλευκη, Δρυάδα. Είναι το μόριο του αρκαδικού ιδεώδους. Η φύση είναι ο κανόνας και η ουσία της ζωής που υπαγορεύει είναι τόσο αρχέγονη και απλή όσο ο βίος ενός ποιμένα. Και όσο πιο απλή είναι η ουσία της ζωής, τόσο πιο ηθική και αθώα είναι. Αυτή η αθωότητα του αρκαδικού τοπίου γεμίζει το βλέμμα σου όταν φτάσεις στη χιονισμένη καρδιά του, το χιονοδρομικό κέντρο, και σταθείς απέναντι στις πίστες του. Οι σκιέρ κατεβαίνουν ανάμεσα στις συστάδες των χριστουγεννιάτικων δέντρων, σαν έντονες χειρονομίες κολορίστα ζωγράφου, για να φρενάρουν μπροστά σου μέσα σε ένα σύννεφο μορίων χιονιού, μικρά φωτοστέφανα στην αθωότητα του τοπίου.

Ο δρόµος για το χιονοδροµικό κέντρο
ξεστρατίζει αριστερά, 5 χλµ. πριν από το Λεβίδι. Οι περιηγητές της Αρκαδίας το προσπερνούν βιαστικά, αλλά το οροπέδιο που ανοίγεται στα πόδια του κρύβει µεγάλες δυνάµεις του αρκαδικού τοπίου. Η Βυτίνα, τα Λαγκάδια, η Δηµητσάνα, η Στεµνίτσα, µπορούν να περιµένουν. Το πεδίο του αρκαδικού Ορχοµενού είναι ανοιχτό µπροστά σου. Ο Τζον Π. Αντον, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήµιο της Φλόριντα, λέει: «Αν ο επισκέπτης θελήσει να σταµατήσει για λίγο και να περπατήσει πιο κάτω από την πλατεία Λεβιδίου, θα χαρεί ένα από τα πιο γλαφυρά τοπία του κόσµου. Εδώ, κατά την ώρα του δειλινού, και στον γύρω ορίζοντα τα χρώµατα αλλάζουν τον κάµπο της Μαντινείας και τα βουνά όλα σε σπάνιο λυρικό όραµα».
Οι αίθουσες του Αρκαδικού Μουσείου Τέχνης και Ιστορίας, μέσα στο ξενοδοχείο Καλλιστώ, είναι ένα ταξίδι, με όχημα την τέχνη, στο αρκαδικό ιδεώδες. Και έτσι βγαίνεις έτοιμος στον δρόμο, για το πρώτο και το δεύτερο ορχομένιο πεδίο και το οροπέδιο της Μαντινείας, παίζοντας ένα παιχνίδι με τον εαυτό σου, κάτι σαν κυνήγι θησαυρού. Λες, ας πούμε, να ανακαλύψεις τα αρχαία θέατρα που υπάρχουν εδώ στην αγκαλιά των βουνών. Το πρώτο ησυχάζει στους λόφους του Ορχομενού. Από την τελευταία σειρά κερκίδων, η ματιά σου κατεβαίνει ένα ένα τα «σκαλοπάτια», μέχρι την ορχήστρα, και συνεχίζει πιο πέρα, πάνω στο «χαλί» με τα «μπαλώματα» των χωραφιών, μέχρι την οροσειρά του Ολίγυρτου.

Βρίσκεσαι πάνω στο ίχνος της αρχαίας Αγχισίας Οδού και πας προς Μαντινεία, καθώς διατρέχεις το ειδυλλιακό µίλι στον δρόµο µε τις λεύκες, 2 χλµ. µετά το χωριό Αρτεµίσιο. Τα λυγερόκορµα δέντρα ορίζουν δεξιά και αριστερά τον δρόµο σου. Η εικόνα του βοσκού που προσέχει το κοπάδι του, λες και έρχεται πατώντας από αιώνα σε αιώνα από πολύ παλιά. Από τότε που πίστευαν ότι ο Πάνας είχε το ληµέρι του εδώ και δεν έκαναν θόρυβο τα µεσηµέρια για να µην ταράξουν τον ύπνο του. Ο υιός του Διός και της νύµφης Καλλιστώς ήταν φίλος του Διόνυσου, και του κρασιού φυσικά, και εδώ, στο πεδίο της Μαντινείας, βρίσκεσαι ήδη ανάµεσα στα αµπέλια που βγάζουν το ονοµαστό Μοσχοφίλερο. Το οινοποιείο Σπυρόπουλου, δεξιά πάνω στον δρόµο (4 χλµ. µετά τον δρόµο µε τις λεύκες), είναι επισκέψιµο και µπορείς να παρακολουθήσεις εκεί τη σύγχρονη εκδοχή µιας παµπάλαιας διαδικασίας σε αυτά τα µέρη, την οινοποίηση των σταφυλιών.
Μην ξεχνάς, ψάχνεις το δεύτερο αρχαίο θέατρο, αλλά προς στιγµήν επιτρέπεις στην πολύ ιδιαίτερη Αγία Φωτεινή να σε αποσπάσει από την αποστολή σου. Η σύγχρονη εκκλησία ταλαντεύεται ανάµεσα σε διάφορους ρυθµούς χωρίς να κυριαρχείται από κανέναν. Αυτό την κάνει ιδιαίτερη αλλά και αιρετική για την επίσηµη Εκκλησία, ιδιαίτερα οι «κοσµικές» τοιχογραφίες της. Τα µέλη του θεάτρου υπάρχουν τελικά ανάµεσα στα ερείπια της αρχαίας Μαντινείας, αλλά παραµονεύει και άλλη έκπληξη. Δεν είναι το πιο πολύχρωµο στην Ελλάδα σπήλαιο Κάψια, που είναι γνωστό πια, αλλά οι περιστερώνες που υπάρχουν µόνο εδώ και στις Κυκλάδες. Κι αυτοί µπορεί να κατάγονται από τη µυθολογία, καθώς οι αρχαίοι σπούδαζαν τη «γλώσσα» των περιστεριών και προσπαθούσαν να µαντέψουν τα µελλούµενα.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ