Ο αμερικανός συγγραφέας Εντμουντ Ουάιτ έγραψε κάποτε ειρωνικά πως ο ένας στους τρεις συμπατριώτες του πιστεύει πως έχει δει τον Ιησού Χριστό αυτοπροσώπως. Ποιος θα μπορούσε όμως να φανταστεί πως το 1837 θα τον έβλεπε στον ύπνο του, όπως ισχυρίστηκε αργότερα, ένας Κινέζος ονόματι Χονγκ Χσιουτσουάν; Βέβαια, με τα εξωφρενικά που συμβαίνουν σήμερα, ακόμη κι αυτό μπορεί να μην εντυπωσιάζει. Σηματοδοτεί ωστόσο την απαρχή του αιματηρότερου εμφυλίου πολέμου που συνέβη ποτέ, ο οποίος στοίχισε πάνω από 20 εκατ. νεκρούς, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν άμαχοι.
Ο Χονγκ Χσιουτσουάν ήταν το τέταρτο παιδί μιας φτωχής οικογένειας η οποία προερχόταν από τους Χάκα, μειονότητα της φυλής των Χαν που αιώνες νωρίτερα είχε μεταναστεύσει από τον Βορρά στη Νότια Κίνα. Τον 19ο αιώνα τη χώρα κυβερνούσε η δυναστεία των Τσινγκ, η οποία θα ήταν και η τελευταία.
Η οικογένεια του Χονγκ στερήθηκε τα πάντα για να τον σπουδάσει αλλά στις αυτοκρατορικές εξετάσεις για την επιλογή των ανώτατων αξιωματούχων απέτυχε και τις τέσσερις φορές που είχε λάβει μέρος. Η τελευταία ήταν το 1843, όταν εργαζόταν ως δάσκαλος σε ένα μικρό χωριό. Εξι χρόνια νωρίτερα όμως είχε δει ένα όνειρο, όπου του παρουσιάστηκε κάποιος σεβάσμιος άνδρας με γενειάδα και χρυσά μαλλιά και του έδωσε ένα σπαθί. Δίπλα του στεκόταν ένας άλλος άνδρας, νέος αυτός, που του εξηγούσε πώς να το χρησιμοποιήσει προκειμένου να εξολοθρεύσει τα «κακά πνεύματα».
Τότε ο Χονγκ δεν έδωσε σημασία στο όνειρο. Κάποιος κινέζος ιεραπόστολος όμως του είχε δώσει πιο μπροστά ένα βιβλίο με περικοπές από τη Βίβλο. Ο Χονγκ τού έριξε μια βιαστική ματιά και το έβαλε στο ράφι. Το 1843, μετά την τελευταία του αποτυχία στις αυτοκρατορικές εξετάσεις, ένας εξάδελφός του ονόματι Λι Τζινφάνγκ το ανακάλυψε, το διάβασε και του το έδωσε. Ο Χονγκ το διάβασε και εκείνος προσεκτικά και ξαφνικά άλλαξε μέσα του ο ρυθμός του κόσμου. Θυμήθηκε το παλιό του όνειρο και «βρήκε» την ερμηνεία του: ο άνδρας με τα χρυσά μαλλιά και τη γενειάδα ήταν ο Θεός. Ο νέος άνδρας δίπλα του ο Χριστός και ο ίδιος ο Χονγκ ήταν ο νεότερος αδελφός του Χριστού που ο Θεός τον είχε στείλει στη Γη για να σώσει τους Κινέζους από τη διαφθορά και την αδικία.
Με προφητικό πάθος άρχισε να κηρύσσει τον χριστιανισμό στη Νότια Κίνα και να παρουσιάζεται ως αδελφός του Χριστού προσηλυτίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες στο ιδιότυπο χριστιανικό δόγμα του. Σε ελάχιστο χρόνο συγκέντρωσε γύρω του μια στρατιά από αφοσιωμένους ζηλωτές. Μαζί τους, τον Ιούλιο του 1850, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της δυναστείας των Τσινγκ, που έμεινε στην Ιστορία ως εξέγερση της Ταϊπίνγκ (Ταϊπίνγκ σημαίνει μεγάλη ειρήνη).
Πρωτοποριακές μεταρρυθμίσεις. Την επόμενη χρονιά ανήγγειλε την ίδρυση της «Ουράνιας αυτοκρατορίας της μεγάλης ειρήνης» με αυτοκράτορα τον εαυτό του. Τα στρατεύματά του άρχισαν να προελαύνουν προς Βορράν και από όποιο χωριό ή πόλη περνούσε οι κάτοικοι ενώνονταν μαζί του με αποτέλεσμα σύντομα ο στρατός του, που αποτελούνταν από άνδρες και γυναίκες –σε χωριστά ωστόσο σώματα –να ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο. Στις 10 Μαρτίου 1853 κατέλαβε τη Ναντζίνγκ, μια από τις ιστορικότερες πόλεις της Κίνας που υπήρξε κατά το παρελθόν πρωτεύουσα αρκετών δυναστειών, και την κατέστησε πρωτεύουσα της δικής του αυτοκρατορίας.
Στην αυτοκρατορία του εισήγαγε πρωτοποριακές, για την εποχή, μεταρρυθμίσεις. Προέβη σε αναδιανομή της γης, καθιέρωσε την ισότητα των φύλων, απαγόρευσε τη χρήση οπίου, κατάργησε την πολυγαμία και το βάρβαρο έθιμο σύμφωνα με το οποίο επί αιώνες τα κορίτσια της Κίνας φορούσαν υποχρεωτικά σιδερένια παπούτσια για να μη μεγαλώνουν τα πέλματά τους.
Το 1856 ξέσπασε ο Β’ Πόλεμος του Οπίου ανάμεσα στη δυναστεία των Τσινγκ και τη Μεγάλη Βρετανία, στον οποίο νίκησαν οι Βρετανοί και επέβαλαν ταπεινωτικούς όρους στην Κίνα. Σε αντάλλαγμα, με τη συνεργασία των Γάλλων, βοήθησαν τη δυναστεία να συντρίψει την εξέγερση της Ταϊπίνγκ.
Οταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του Χονγκ έπεσε στις 19 Ιουλίου 1964, οι νικητές επιδόθηκαν σε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές της Ιστορίας εξοντώνοντας 100.000 κατοίκους της πόλης. Τον προηγούμενο μήνα ο Χονγκ πέθανε και τα αίτια του θανάτου του δεν είναι εξακριβωμένα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτοκτόνησε και άλλοι ότι πέθανε από δηλητηρίαση κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ναντζίνγκ.
Η εξέγερση, ο Μάο και ο Μαρξ. Ο Μάο Τσετούνγκ θαύμαζε την εξέγερση της Ταϊπίνγκ (τους στρατιώτες της τους χαρακτήριζε ως «πρώιμους επαναστάτες») και έλεγε πως ήταν η ηρωική προσπάθεια του λαού να απαλλαγεί από το φεουδαλικό σύστημα. Γι’ αυτό άλλωστε στη βάση του τεράστιου μνημείου των Ηρώων της Επανάστασης στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου υπάρχουν ανάγλυφα τα οποία παριστάνουν σκηνές από εκείνη την εξέγερση.
Στη Δύση, πολύ αργότερα έγινε κατανοητό πως ο χριστιανισμός ήταν το ιδεολογικό όχημα της εξέγερσης. Ο Μαρξ, για παράδειγμα, που δεν είχε αρκετές πληροφορίες, σε άρθρο του στη «New York Herald Tribune» το 1853 έγραψε πως οφειλόταν σε εξωτερικούς παράγοντες: στον (Α’) Πόλεμο του Οπίου και τις επεμβάσεις των Ευρωπαίων. Ακόμη, στις μεγάλες μάζες των αγροτών, των διανοουμένων και των χαμηλόβαθμων αξιωματούχων που είχαν ενωθεί για να ανατρέψουν το φεουδαλικό σύστημα. Ο Μαρξ στην ανάλυσή του αγνοεί τα φυλετικά χαρακτηριστικά, τις εσωτερικές μετακινήσεις και τον φανατισμό των εξεγερμένων, που στον χριστιανισμό έβρισκαν το αντίδοτο στην καταπίεση του βουδισμού και του ταοϊσμού που ήταν οι θρησκείες των φεουδαρχών.
Το όνομα του Χονγκ Χσιουτσουάν αναφέρεται τελευταία σε όλα τα άρθρα που δημοσιεύονται στον δυτικό Τύπο για τη ραγδαία ανάπτυξη του χριστιανισμού στην Κίνα, ιδιαίτερα του προτεσταντικού δόγματος.
Ο Χονγκ θεωρείται εθνικός ήρωας και στη Ναντζίνγκ υπάρχει ειδικό μουσείο για την εξέγερση της Ταϊπίνγκ, ενώ αγάλματά του βρίσκονται και σε άλλες πόλεις.
Η ανάμνηση αυτού του «προφήτη», που ωστόσο δεν τον είχε καταλάβει μόνο το «ψήλωμα του νου» αλλά ήταν και στρατιωτική ιδιοφυΐα (αρκεί μόνο να συγκρίνει κανείς την πορεία του στρατού του προς Βορράν κατά μήκος του ποταμού Γιανγκτσέ με τη Μακρά Πορεία του Μάο), επανέρχεται για να θυμίσει πως τίποτε δεν χάνεται οριστικά. Ο χριστιανισμός για τον ίδιο δεν ήταν μόνον η θρησκεία των ίσων αλλά και μια θρησκεία πολυεθνική –γι’ αυτό και τον αντιμετωπίζουν σήμερα εχθρικά οι εθνικιστές της χώρας.
Εκκλησία για 5.000 πιστούς. Από τη δεκαετία του 1980 και εξής στην Κίνα οι κάτοικοι είναι ελεύθεροι να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα αλλά μόνο σε καθορισμένους χώρους λατρείας που θα πρέπει να εντάσσονται σε ένα σύστημα ελεγχόμενο από το κράτος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο χριστιανικός πληθυσμός της χώρας είναι 26 εκατομμύρια, όμως στην πραγματικότητα (και με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς) πρέπει να ξεπερνά τα 60 εκατομμύρια. Είναι χαρακτηριστικό –και εντυπωσιακό –που στην Κίνα βρίσκονται δύο από τις εντυπωσιακότερες προτεσταντικές εκκλησίες: η μία στο Γκουανγκτσού (την οποία επισκέφθηκα πριν από τέσσερα χρόνια) και η άλλη σε μια μικρή πόλη, τη Λιουσί. Κτίσμα εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής η δεύτερη, με τον κυρίως ναό διαμορφωμένο αμφιθεατρικά σε δύο επίπεδα, αποπερατώθηκε πέρυσι και μπορεί να χωρέσει 5.000 πιστούς, δύο φορές περισσότερους από όσους το Αβαείο του Γουέστμινστερ στην Αγγλία.
Δυτικοί παρατηρητές υποστηρίζουν βάσιμα πως τις Κυριακές περισσότεροι Κινέζοι από όσους στη Δύση παρακολουθούν στις εκκλησίες τη θεία λειτουργία. Πρόσφατα μάλιστα ο Πάπας δήλωσε πως αν η κυβέρνηση της Λαϊκής Κίνας επιτρέψει στο Βατικανό να διορίζει τους επισκόπους αντί να το κάνει η ίδια, τότε η Αγία Εδρα θα μετακινήσει την πρεσβεία της από την Ταϊβάν στη Λαϊκή Κίνα. Φυσικά αυτό προς το παρόν παραμένει εκτός συζήτησης. Οι ιθύνοντες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας θεωρούν ότι μια τέτοια ενέργεια μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και οι χριστιανικές εκκλησίες να αρχίσουν να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της χώρας όπως είχαν κάνει παλαιότερα πολλά μέλη των χριστιανικών ιεραποστολών.
Και στην Ταϊβάν παρατηρείται μεγάλη άνοδος του χριστιανισμού τα τελευταία χρόνια. Μολονότι το ποσοστό των χριστιανών εκεί είναι μόλις 4,5%, η επιρροή τους στους πολιτικούς κύκλους παραμένει σημαντική. Τέσσερις πρόεδροι της χώρας ήταν χριστιανοί: ο Σουν Γιατ-Σεν, ο Λι Τεν-Χούι, ο Τσιάνγκ Τσινγκ Κούο και ο Τσανγκ Κάι-Σεκ. Ο τελευταίος ήταν μεθοδιστής και είχε βαπτισθεί χριστιανός στη Σανγκάη το 1930, τον καιρό του Κουομιντάνγκ.
Χριστούγεννα διαρκείας. Τα Χριστούγεννα είναι μια μεγάλη γιορτή αλλά και μια τεράστια επιχείρηση. Κι αν το τελευταίο ισχύει για τη Δύση, για την Κίνα ισχύει δύο φορές. Εκεί παράγονται πάνω από τα μισά πλαστικά δέντρα, τα στολίδια, οι φάτνες των Χριστουγέννων και οι στολές του Αϊ-Βασίλη. Γι’ αυτό και διάφοροι «εθνικώς υπερήφανοι» κινέζοι δημοσιογράφοι ισχυρίζονται πως πρέπει να είμαστε ευγνώμονες και να ευχαριστούμε την ημέρα των Χριστουγέννων τις κινεζικές επιχειρήσεις που τα παράγουν και μας βοηθούν να τα γιορτάσουμε όπως πρέπει.
Τον Αϊ-Βασίλη μπορεί να τον δει κανείς στις κινεζικές μεγαλουπόλεις συνοδευόμενο από ευειδέστατες δεσποινίδες να χαϊδεύει τα παιδάκια στα πολυκαταστήματα προτρέποντας φυσικά τους γονείς να ξοδευτούν για χάρη τους. Αν βρεθεί κανείς στη Χσιάν (την παλαιά Τσανγκάν, πρωτεύουσα της δυναστείας των Τανγκ), μπορεί να τον δει έξω από γραφεία εταιρειών, από τράπεζες ή πολυκαταστήματα να παίζει ακόμη και σαξόφωνο –όταν δεν χτυπάει κινέζικα τύμπανα συνοδευόμενος από την ανάλογη μπάντα με κινεζικά όργανα.
Εδώ τα Χριστούγεννα μοιάζουν με την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, που τα ζευγάρια ανταλλάσσουν δώρα, κάτι που γενικά δεν συνηθίζεται στο Μέσο Βασίλειο.
Εκτός από τις πλατείες των μεγαλουπόλεων, σε όλα σχεδόν τα ξενοδοχεία θα δει κανείς χριστουγεννιάτικα δέντρα, τόσο στη Λαϊκή Κίνα όσο και στην Ταϊβάν, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τον προηγούμενο μήνα. Τα στολίζουν από τις αρχές Νοεμβρίου και τα κρατούν ακόμη και ως το τέλος Φεβρουαρίου.
Είναι πραγματική εμπειρία να ακούς χριστουγεννιάτικα άσματα παιγμένα από κινεζικά όργανα. Και εκπληκτικό το ότι ένα από αυτά, το «Jingle Bells», είναι από τις δημοφιλέστερες μελωδίες (την ακούς ακόμη και στα καραόκε κλαμπ) και παίζεται όλη τη χρονιά, χωρίς βεβαίως οι περισσότεροι που το ακούν να μπορούν να κάνουν τους απαραίτητους συσχετισμούς. (Αν δεν έχετε ακούσει Κινέζο να το τραγουδά συνοδεία ηλεκτρονικής ορχήστρας, δεν έχετε ακούσει τίποτε.)
Θρησκεία και πατρίδα. Οταν από τη δεκαετία του 1980 επετράπη η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων στην Κίνα, το επίσημο σύνθημα ήταν «αγάπα την πατρίδα σου, αγάπα τη θρησκεία σου».
Στο μεταξύ, τον περασμένο Αύγουστο το καθεστώς ανήγγειλε στη Σανγκάη τη λεγόμενη «κινεζοποίηση του χριστιανισμού». Που σημαίνει –πάντα σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις –ότι η χριστιανική θεολογία στην Κίνα θα πρέπει «να προσαρμοστεί στον εθνικό χαρακτήρα της χώρας και να ενσωματωθεί στην κινεζική κουλτούρα». Το αν αυτό θα οδηγήσει σε αναζωπύρωση του εθνικισμού, που θα καλύψει το ιδεολογικό κενό το οποίο προέκυψε λόγω της μετάβασης από το μαοϊκό καθεστώς στην οικονομία της αγοράς, είναι κάτι που θα φανεί στο εγγύς μέλλον.
Στο παρελθόν οι χριστιανικές ιεραποστολές αντιμετωπίστηκαν θετικά για το κοινωνικό έργο τους (τη δημιουργία σχολείων και την ανάπτυξη κοινωνικών υπηρεσιών). Συχνά όμως και με εχθρότητα και οργή, είτε εξαιτίας της υποστήριξής τους στις δυνάμεις της αποικιοκρατίας είτε και εξαιτίας καθαρά θρησκευτικών λόγων: της αντίδρασης των κύριων θρησκευτικών δογμάτων, δηλαδή του βουδισμού και του ταοϊσμού. (Για να μην αναφερθεί κάποιος στο πώς μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια χώρα ο κομφουκιανισμός και ο χριστιανισμός.)
Οσο για το πλήθος των παραλλαγών του χριστιανικού δόγματος, αυτών που στη Δύση τις αποκαλούσαν για χρόνια αιρέσεις, είναι δύσκολο να βρεθεί άκρη σε μια χώρα μάλιστα που ο πληθυσμός της αγγίζει τα 1,4 δισεκατομμύρια και όπου επισήμως αναγνωρίζονται 56 εθνότητες, πολλές από τις οποίες έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, αναγόμενες στο απώτατο ιστορικό παρελθόν της, όπως λ.χ. ήταν η εξέγερση των Μπόξερ που είχε καθαρά αντιχριστιανικό χαρακτήρα.
Σήμερα, το πολιτικό παιχνίδι, ειδικά ανάμεσα στο καθεστώς της Κίνας και το Βατικανό, είναι περίπλοκο, δεδομένου ότι ο προτεσταντισμός αναπτύσσεται στη χώρα πολύ ταχύτερα από τον καθολικισμό, προφανώς επειδή συνδέεται με τις ΗΠΑ όπου η μεγάλη πλειονότητα ανήκει στα προτεσταντικά δόγματα –ένα επίσης σοβαρό πρόβλημα για το Βατικανό.
Γι’ αυτό κι ενώ η κινεζική κυβέρνηση (που επιτρέπει στους καθολικούς να αναγνωρίζουν τον Πάπα ως πνευματικό τους ηγέτη) διορίζει τους καθολικούς επισκόπους, πολλούς τους εγκρίνει και το Βατικανό. Οσους όμως δεν εγκρίνει, τους αφορίζει. Οσο για τους ορθόδοξους, είναι συγκριτικά ελάχιστοι.
Στην Κίνα, μαζί με την οικονομία της αγοράς, «εισήχθησαν» και τα διαζύγια, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι Αρχές θέλουν και να ελέγξουν την ανάπτυξη των χριστιανικών εκκλησιών και να περιορίσουν την αύξηση των διαζυγίων (τα οποία θεωρούν ότι θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή) πιστεύοντας ότι η χριστιανική ηθική μπορεί να παίξει επ’ αυτού σημαντικό ρόλο. Ομως είναι αμφίβολο αν το σταυρόλεξο αυτό μπορεί να λυθεί.
Χριστούγεννα στην Απω Ανατολή. Πριν από χρόνια θα ακουγόταν –και θα ήταν –υπερρεαλιστικό. Είναι ως έναν βαθμό και σήμερα, με μια διαφορά: οι προβλέψεις λένε πως το 2030 στην Κίνα θα έχουμε τον μεγαλύτερο παγκοσμίως χριστιανικό πληθυσμό.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ