Δεν θυμούμαι πότε ήπια για πρώτη φορά καφέ. Παιδί, στο χωριό των γονιών μου κοντά στην Κομοτηνή, έβλεπα συγγενείς και γείτονες να κρατούν το φλιτζάνι με το πιατάκι ψηλά, στο μέσον περίπου του στήθους, και να ρουφούν ηδονικά το περιεχόμενο με μικρές γουλιές και σε αραιά χρονικά διαστήματα συζητώντας περί ανέμων και υδάτων ή, πιο σωστά, σχολιάζοντας τη ζωή των άλλων, αφού εκείνα τα χρόνια στα σπίτια δεν συνηθίζονταν οι πολιτικές συζητήσεις. Για αυτές υπήρχαν τα καφενεία, όπου δεν πήγαιναν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι ζωές των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών δεν μπερδεύονταν. Ο καθένας ήξερε τον ρόλο του.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αυτά δεν τα επέβαλλαν τα ήθη αλλά η ανάγκη της επιβίωσης. Στους επισκέπτες, μαζί με τον καφέ σερβιριζόταν και γλυκό του κουταλιού, παρασκευασμένο συνήθως από την οικοδέσποινα. Και ο καφές ήταν μόνο καφές, δεν είχε προέλευση ή εθνικότητα. Τότε δεν υπήρχε καφές φίλτρου ή εσπρέσο στην επαρχία. Η Ιταλία και ο υπόλοιπος κόσμος έμοιαζε να απέχουν έτη φωτός και το ταξίδι ακόμη και σε μια γειτονική πόλη ήταν μια μικρή περιπέτεια.
Δεν με διακατέχει καμιάνοσταλγία για εκείνη την εποχή. Και καγχάζω κάθε φορά που θυμούμαι τα γελοία χρονογραφήματα στα σχολικά βιβλία, στα οποία ο ιδρώτας του «ξωμάχου» (τι λέξη κι αυτή!) λάμπει μέσα στο φως του καλοκαιριού σαν το «χρυσαφένιο στάρι» και άλλα παρόμοια. Ενας από τους συγγραφείς τέτοιων κειμένων ήταν ο απερίγραπτος Σπύρος Μελάς, που ζούσε τότε. Θα έπρεπε να του πει κανείς: Για μπες στο χωράφι Ιούλιο μήνα με 40 βαθμούς θερμοκρασία να θερίσεις το σιτάρι με το δρεπάνι (τότε δεν υπήρχαν θεριστικές ή θεριζοαλωνιστικές μηχανές) και έπειτα έλα να μας πεις πόσο «χρυσαφένιο» είναι.
Η επαρχιακή Ελλάδα ήταν ένας κόσμος γεμάτος φτώχεια και φαντάσματα. Στα σχολεία εξακολουθούσαν να στέλνουν προμήθειες από την αμερικανική βοήθεια, γάλα σκόνη και κίτρινο τυρί –cheddar cheese, αν δεν με απατά η μνήμη μου -, ακόμη και στα χωριά που δεν τα είχαν καμιά ανάγκη.
Χρήματα δεν υπήρχαν, αλλά το γάλα ήταν άφθονο, όπως και το τυρί, το βούτυρο και το γιαούρτι, αφού το κάθε σπίτι είχε τις αγελάδες, τα πρόβατα ή τα κατσίκια του. Κι όμως, τα πρωινά στo σχολείo, πριν από την προσευχή, ο δάσκαλος έβαζε και λιώνανε τη σκόνη του γάλακτος σε τεράστια καζάνια και υποχρέωνε τα παιδιά να πιουν τουλάχιστον ένα κύπελλο από εκείνο το άθλιο παρασκεύασμα. Τα παιδιά έκαναν πως πίνουν και την κατάλληλη στιγμή, όταν ο δάσκαλος κοίταζε αλλού, έχυναν το ψεύτικο γάλα στους θάμνους ή στα δέντρα.
Ο δάσκαλος ήταν τυπικό δείγμα των εκπαιδευτικών της εποχής, για τους οποίους η μόρφωση και η ηθική συνοδεύονταν απαραιτήτως από τη σφαλιάρα. Στην αρχή της χρονιάς, μετά την τέλεση του αγιασμού, έβγαζε μπροστά στη γραμμή όσα παιδιά είχαν την κακή συνήθεια να κυνηγούν το καλοκαίρι πουλιά με τη σφεντόνα. Και αφού τα έπιανε με το ένα χέρι από τα μαλλιά, με το άλλο τα χαστούκιζε ανηλεώς και επί ώρα για να συμμορφωθούν και να «μην το ξανακάνουν». Οι πιτσιρικάδες, χωρίς να έχουν φυσικά ακούσει ποτέ το όνομα Φρόιντ, εξηγούσαν ψυχαναλυτικά τη συμπεριφορά του: Κάτι δεν πήγαινε καλά στην προσωπική του ζωή –γι’ αυτό και τα ξυλοφορτώματα. Ο μόνος τρόπος να τον εκδικηθούν ήταν να τον κοροϊδεύουν μεταξύ τους για το μανικιούρ στο μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού και να τον αποκαλούν «ξεβίδωτο».
Στα μέρη μας δεν έβαζαν γάλα στον καφέ ή καφέ στο γάλα. Και καφέ χωρίς ζάχαρη δεν έπινε σχεδόν κανείς –εγώ τουλάχιστον δεν θυμούμαι ούτε έναν από τους μεγαλύτερους να πίνει τον καφέ του σκέτο. Μια φορά που ένας θαμώνας από αλλού παράγγειλε στο καφενείο του παππού μου έναν καφέ σκέτο, η γιαγιά μου σχολίασε σαρδόνια: «Θα του μαυρίσει το μέσα».
Η ίδια στο σπίτι δεν χρησιμοποιούσε έτοιμο, αλεσμένο καφέ. Τον αγόραζε πάντοτε σε σπόρους, τον καβούρδιζε και τον άλεθε σε μια χειροκίνητη μηχανή που τότε, όπως και σήμερα, την αποκαλούσαν «μύλο». Θυμούμαι βέβαια τη μυρωδιά που κυριαρχούσε και έμενε για πολλές ώρες στην ατμόσφαιρα. Εγώ παρακολουθούσα τη διαδικασία του αλέσματος εκστατικός. Τα υπόλοιπα, συναντήσεις, συζητήσεις και τα παρόμοια, τα συνέδεα πάντοτε με τη μυρωδιά και τη μηχανή του αλέσματος.
Η μηχανή εκείνη δεν υπάρχει σήμερα. Είδα παρόμοιες να πουλιούνται πανάκριβα, χρόνια αργότερα, στο Μοναστηράκι. Δεν υπάρχει ούτε το γραμμόφωνο του παππού μου αφότου αγόρασε το πρώτο πικάπ, ένα Philips που δούλευε με μπαταρίες.
Τον εντυπωσίαζαν πάντοτε τα αγαθά της τεχνολογίας. Και ό,τι πάλιωνε, για εκείνον έπαυε να έχει την παραμικρή αξία. Οταν βγήκαν στην αγορά τα πικάπ και οι δίσκοι 45 στροφών, πήρε το γραμμόφωνο και το ανέβασε στο πατάρι, ενώ το χωνί το κόλλησε στην πίσω πλευρά του τρακτέρ επάνω σε ένα περίεργο εξάρτημα δικής του κατασκευής, που καθάριζε στο άψε σβήσε τα κολοκύθια. Και μόλις εμφανίστηκαν τα τρανζίστορ, ανέβασε στο πατάρι και το παλιό ξύλινο ραδιόφωνο, που δούλευε με μπαταρία αυτοκινήτου, και πήγε στην Κομοτηνή και αγόρασε ένα μικρό τρανζίστορ Toshiba. Μου φαίνεται ότι τον είχε επηρεάσει η διαφήμιση της εποχής «και μ’ ένα Toshiba ακούτε το σύμπαν».
Το δικό του σύμπαν δεν ήταν μεγάλο. Το σπίτι του, το καφενείο κολλητά στο σαλόνι (γι’ αυτό και υπήρχε πόρτα από όπου περνούσες από το σαλόνι στο καφενείο), τα χωράφια και η Κομοτηνή όπου πήγαινε κάθε Τρίτη για να δώσει τις παραγγελίες του ή να πουλήσει τα προϊόντα του στο παζάρι.
Ηταν και ο παράλληλος κόσμος, φυσικά: οι αναμνήσεις του από την πατρίδα πριν απ’ όλα (άλλωστε η τενεκεδένια επιγραφή πάνω από την είσοδο του καφενείου του έγραφε «Ουζοπαντοπωλείον η Ανατολική Θράκη»).
Την επιγραφή εκείνη την είχε φτιάξει ο ζωγράφος Ιωάννης Πιστικός στην Κομοτηνή, όπως και τις περισσότερες στα καταστήματα της πόλης και των γειτονικών χωριών. Επειδή δεν ήταν δυνατόν να ζήσει από τους ελάχιστους πίνακες που πουλούσε, έφτιαχνε πινακίδες για παντοπωλεία, καφενεία και μανάβικα στις οποίες πρόσθετε διακριτικά σε κάποια γωνία τους μία φέτα καρπούζι και δύο μήλα, ένα κομμάτι σαλάμι ή ένα φλιτζάνι του καφέ που άχνιζε. Προτού οι συνταγματάρχες σκεπάσουν το ποτάμι της πόλης, τον Μπουκλουτζά, ο Ιωάννης Πιστικός καθόταν τα ανοιξιάτικα απογεύματα κοντά στο ξύλινο γεφυράκι, που βρισκόταν δίπλα στο εργαστήριό του, και ένωνε τις όχθες του Μπουκλουτζά, έχοντας μπροστά του δύο καβαλέτα. Στο ένα έφτιαχνε μια πινακίδα και στο άλλο έναν πίνακα που παρίστανε συνήθως τοπία ευρωπαϊκών πόλεων.
Στον παππού μου άρεσε να αφηγείται τις εμπειρίες του από τον πόλεμο της Αλβανίας και τη μάχη στα Πέντε Αβγά, όπως την έλεγε, για την οποία ουδέποτε άκουσα οτιδήποτε από κανέναν. Δεν πρέπει να ήταν καμιά σπουδαία μάχη, αλλά για τον ίδιο είχε μεγάλη σημασία, αφού ένα θραύσμα από οβίδα τον είχε τραυματίσει ελαφρά αφήνοντάς του ένα μικρό ελάττωμα στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού που δεν μπορούσε να το λυγίσει.
Τη μάχη αυτή μου την είχε αφηγηθεί πάμπολλες φορές τα βράδια του καλοκαιριού, όταν του άρεσε να στρώνει μια ψάθα στην αυλή, να βάζει τα μαξιλάρια του, να ξαπλώνει, να πίνει το ουζάκι του με τον σχετικό μεζέ και ανοίγοντας το τρανζιστοράκι του «να ακούει το σύμπαν». Εγώ καθόμουν δίπλα του, τον άκουγα να μου λέει το ένα και το άλλο και έβλεπα από πάνω το άλλο σύμπαν: το μαγικό Διάστημα, τον έναστρο ουρανό του καλοκαιριού όπου ανέβαιναν οι φωνές των γρύλων.
Ο παππούς μου έπινε τον καφέ του βαρύ γλυκό –και αυτός, μου φαίνεται, ήταν ο λόγος για τον οποίο έτσι τον έπινα και εγώ για μερικά χρόνια. Αρχισα να πίνω μέτριο καφέ εξαιτίας ενός λάθους. Το 1974, στη Θεσσαλονίκη, σχεδόν κάθε απόγευμα περνούσα από το βιβλιοπωλείο του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Γιάννη Πάνου στη Χρυσοστόμου Σμύρνης και έκανα παρέα στη Νόρα. Ο πρώτος καφές που με κέρασε η Νόρα ήταν βαρύς γλυκός, όπως τον έπινα.

Τη δεύτερη φορά, όμως, «μέτριος, ε;» είπε, και εγώ ο νεοσσός ντράπηκα να πω «όχι».

Ολες τις επόμενες φορές ο καφές ερχόταν μέτριος. Τον συνήθισα γρήγορα και έτσι τον πίνω έκτοτε. Μολονότι είχαν περάσει τέσσερα χρόνια σχεδόν από τότε που μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, για έναν παράξενο λόγο αυτή η αλλαγή των προτιμήσεων σηματοδοτεί για μένα το πέρασμά μου από τον κόσμο της επαρχίας στη μεγάλη πόλη.
Στη δεκαετία του 1950 υπήρχαν ακόμη σπίτια στα χωριά όπου τον καφέ τον νόθευαν με ρεβίθι. Ηταν κατάλοιπο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ο καφές στοίχιζε –και χρήματα δεν υπήρχαν ούτε για καφέ ούτε για τίποτε. Αυτό, φυσικά, δεν κράτησε για πολύ καιρό. Η μετανάστευση στη Δυτική Γερμανία τη δεκαετία του 1960 άλλαξε ριζικά τις συνήθειες, τις απαιτήσεις και τον τρόπο ζωής. Για πρώτη φορά οι κάτοικοι στα χωριά είχαν σε μηνιαία σχεδόν βάση μετρητά από τα εμβάσματα των παιδιών και των συγγενών τους. Καταργήθηκαν σιγά σιγά το τεφτέρι του μπακάλη, το μπαλωμένο παντελόνι και τα λαστιχένια παπούτσια, και από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να εμφανίζονται στα χωριά και τα πρώτα αυτοκίνητα.
Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα διαπίστωσα πως στο Μπαλί εξακολουθούσαν να νοθεύουν τον καφέ –όμως αυτό δεν σήμαινε τίποτε, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως στην Ασία πίνουν κυρίως τσάι και όχι καφέ.
Καφέ άρχισα να πίνω συστηματικά στις δύο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου στην Κομοτηνή. Το μοναδικό κτίριο όπου στεγαζόταν το γυμνάσιο της πόλης, εξατάξιο τότε, δεν επαρκούσε, και έτσι λειτουργούσε σε δύο βάρδιες. Οταν, λοιπόν, ήμασταν απογευματινοί, καθ’ οδόν προς το σπίτι σταματούσαμε στο κέντρο της πόλης δίπλα στο μουσουλμανικό τέμενος, όπου βρισκόταν το καφενείο του Μολά Μουσταφά, κολλητά στο τζαμί. Μια τρύπα ήταν, που λέει ο λόγος, για τα σημερινά δεδομένα, αλλά για μας λειτουργούσε σαν ένα είδος γιάφκας χωρίς συνωμότες. Υπήρχαν ακόμη ναργιλέδες και τουρκικές εφημερίδες στα αραβικά, όμως μπορεί να κάνω και λάθος. Ισως να ήταν εφημερίδες από την Αίγυπτο ή άλλες αραβικές χώρες.
Ο Μολά Μουσταφά έφτιαχνε τον καλύτερο καφέ στην πόλη. Δύσκολο να πω αν αυτό ήταν μύθος ή αν πράγματι έτσι συνέβαινε. Ο πατέρας μου κάποτε μου είχε πει ότι δεν υπήρχε καμιά μυστική συνταγή –παρά τις φήμες. Ο ΜολάΜουσταφά είχε το δικό του χαρμάνι, αφού συνδύαζε διαφορετικές ποικιλίες σπόρων και ποτέ δεν χρησιμοποιούσε έτοιμο καφέ, αλλά τον άλεθε ο ίδιος. Κυρίως, όμως, η ποιότητα του καφέ του, και κατεξοχήν το πλούσιο καϊμάκι του, οφειλόταν στο ότι δεν τσιγκουνευόταν τον καφέ και έβαζε μεγάλη ποσότητα, έστω και αν έτσι το κέρδος του μειωνόταν αισθητά.
Ο πατέρας μου είχε δίκιο εν μέρει. Παχύ καϊμάκι μπορείς να πάρεις αυξάνοντας την ποσότητα, αν όμως ο καφές δεν είναι καλής ποιότητας και δεν έχει καβουρδιστεί σωστά, η γεύση του είναι χάλια. Ισως πιο ενδιαφέρον να ήταν το τσάι που ετοίμαζε ο Μολά Μουσταφά σε μια ποικιλία γεύσεων και χρωμάτων σπάνια για την εποχή. Εμείς, ωστόσο, τσάι δεν πίναμε γενικώς. Ο καφές και το τσιγάρο ήταν τα μέσα να περάσουμε από την εφηβική ηλικία στην ανδρική.
Παραγγέλναμε καφέ και ανάβαμε τσιγάρο, ενώ ένας μας κρατούσε τσίλιες στην πόρτα, μήπως και εμφανιστεί κάποιος καθηγητής από αυτούς που ήταν εντεταλμένοι να ελέγχουν βάσει ενός γελοίου κανονισμού σχολείου τέσσερα πράγματα: πρώτον, ότι δεν κυκλοφορούν στην πόλη μαθητές μετά τις 9 το βράδυ, δεύτερον, πως δεν συχνάζουν στα σφαιριστήρια, τρίτον, πως δεν πηγαίνουν στον κινηματογράφο παρά μόνο τα Σαββατοκύριακα και σε κατάλληλα έργα και τέταρτον, –και χειρότερο –πως δεν καπνίζουν. Οσο ανόητα και αν ακούγονται αυτά σήμερα, ήταν η πραγματικότητα των εφήβων της εποχής. Αν σε έπιαναν με τσιγάρο, κινδύνευες να αποβληθείς –και μάλιστα διά παντός –απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Κάποιο βράδυ δεχτήκαμε την έφοδο ενός εκ των καθηγητών. Ηταν ο γυμναστής, που εισέβαλε φουριόζος στο καφενείο, αλλά πιο μπροστά ο Νίκος, που φύλαγε τσίλιες, πρόλαβε να φωνάξει «σύρμα, ο Μπ», κι εμείς σβήσαμε τα τσιγάρα βιαστικά και χώσαμε τα αποτσίγαρα στις τσέπες μας.
Ο γυμναστής πλησίασε και κατά διαβολική σύμπτωση στράφηκε στον μόνο που δεν κάπνιζε από τους πέντε της παρέας μας:
«Θεόφιλε, κάνε χου».
Εσκυψε και τον μύρισε σαν κυνηγόσκυλο. Επειτα στράφηκε στους υπόλοιπους:
«Ξέρω ότι καπνίζετε».
Ο γυμναστής ήταν Πελοποννήσιος. Γύρισε στον Μολά Μουσταφά που μετά βίας προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.
«Καπνίζουν, έτσι δεν είναι;» του είπε.
«Μπιλμέμ» (δεν ξέρω) είπε ο Μολά Μουσταφά στα τουρκικά.
Ο γυμναστής κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Πριν βγει, γύρισε το κεφάλι και μας ξανακοίταξε.
«Οχι μόνο καπνίζετε, αλλά μιλάτε και τουρκικά» είπε και βρόντηξε την πόρτα φεύγοντας.
Αλλη έφοδος στο καφενείο δεν επιχειρήθηκε. Το μένος των προστατών της εφηβικής μας ηθικής εξαντλήθηκε σε απανωτές εφόδους στα σφαιριστήρια του Τζίμη, όπου ο εξάδελφός μου ο Βασίλης διέπρεπε στο μπιλιάρδο, επίδοση που την πλήρωσε με τρεις τετραήμερες αποβολές, με αποτέλεσμα –για άλλους λόγους βέβαια –ο σύλλογος των καθηγητών να αποφασίσει να τον αποβάλει διά παντός από το περίφημο Γυμνάσιον Αρρένων Κομοτηνής που ο γυμνασιάρχης του, ένας χοντρός με φουσκωτά μάγουλα, ήθελε να το κάνει πρότυπο και το διοικούσε σαν να ήταν τάγμα Ιησουιτών.
Δεν ξέρω αν ο γυμναστής εκείνος ζει σήμερα, αλλά δεν έχει σημασία. Οι σαχλαμάρες μιας εποχής καταντούν η χλεύη της επόμενης. Η «ευπρεπής» Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 ήταν μια χώρα σκιών, σαν κι αυτές που στοίχειωσαν τη δική μας εφηβεία.
Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν χρειάζονται ξόρκια. Το αεράκι του χρόνου τα έχει σκορπίσει εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα, κάθε φορά που ανεβαίνω στη γενέθλια πόλη διαπιστώνω πως απλούστατα δεν γνωρίζω σχεδόν κανέναν. Δεν μου είναι ενοχλητικό, σχεδόν απολαμβάνω την ανωνυμία σε έναν τόπο που μου ήταν κάποτε τόσο οικείος. Και δεν αισθάνομαι την παραμικρή συγκίνηση. Ολα άλλαξαν προς το καλύτερο. Στην κεντρική πλατεία της πόλης υπάρχουν σήμερα καφετέριες όπου οι θαμώνες προτιμούν συνήθως να πίνουν εσπρέσο. Οπως συμβαίνει πλέον και στην πιο απομακρυσμένη περιοχή της Ελλάδας, ο εσπρέσο στοιχίζει δύο φορές περισσότερο από όσο στη Βαρκελώνη. Ομως στην Κομοτηνή εξακολουθεί να παρασκευάζεται ο καλύτερος καφές, τουρκικός, ελληνικός ή αραβικός –ή όπως θέλει κανείς να τον ονομάζει. Πρόκειται για το λεγόμενο «χαρμάνι κόκκινο φλιτζάνι» του καφεκοπτείου Κέκκερη.
Ο Θεοφάνης Κέκκερης ήταν ένας λιγνός άνδρας που μιλούσε ελάχιστα, όπως τουλάχιστον τον θυμούμαι. Ημουν συμμαθητής με έναν από τους γιους του στα δύο πρώτα χρόνια του γυμνασίου. Πολύ σύντομα θα μάθαινα πως τη βελούδινη γεύση του καφέ που πουλούσε δεν μπορούσε κανείς να τη συναγωνιστεί. Τότε, αυτό που έλεγαν οι μεγάλοι ήταν πως οφειλόταν σε κάποια κρυφή συνταγή, μια μυθολογία που σ’ εμένα φάνταζε περίπου σαν κι αυτή για τη μυστική συνταγή της κόκα-κόλα. Η εποχή, άλλωστε, ευνοούσε τη δημιουργία μύθων σχεδόν για τα πάντα. Για το καλύτερο ούζο, το καλύτερο σαλάμι και τον πιο νόστιμο κιμά, για το πού θα βρει κανείς το πιο εύγευστο και φρέσκο γιαούρτι. Πίσω από το κάθε «καλύτερο» υπέφωσκε κι ένα μυστικό.
Με τα μυστικά και τα μυστήρια ζούσε μια θεία του πατέρα μου, η γιαγιά Ανθούλα, που έμενε στην περιοχή του Πωσπώς, όπου ο άνδρας της, ο φοβερός παππούς Απόστολος, ένας φριχτός τσιγκούνης και πρώην χωροφύλακας, είχε το σπίτι και την ταβέρνα του.
Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω για ποιον λόγο η περιοχή πήρε αυτό το όνομα. Θρυλείται πως κάποτε, όταν ο βασιλιάς Παύλος –ή μήπως ήταν η Φρειδερίκη; –βρισκόταν στην Κομοτηνή και τον ξεναγούσαν στην περιοχή, ρώτησε πώς λένε το μέρος. Κάτι του είπαν και δεν άκουσε καλά. Ρώτησε, λοιπόν, «Πώς; Πώς;» κι έτσι, λένε, δόθηκε το όνομα στην περιοχή.
Κάθε φορά που πηγαίναμε στο Πωσπώς ήμουν κατενθουσιασμένος. Για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί η ταβέρνα της γιαγιάς Ανθούλας και του παππού Απόστολου ήταν μέσα στα δέντρα, όπου χίλια δυο μυστήρια υπήρχαν κρυμμένα σε κάθε βήμα. Δεύτερον, γιατί ο γαμπρός τους, ο Μιχάλης, κάθε φορά μού έκανε δώρο και μια υπέροχη σφυρίχτρα από ξύλο λεύκας, που μόνον εκείνος ήξερε να φτιάχνει. Είχε τον πιο δυνατό και διαπεραστικό ήχο που μπορεί κάποιος να φανταστεί, ικανό να ακουστεί ως την άλλη άκρη της πόλης. Τρίτον, γιατί απέναντι από την ταβέρνα βρίσκονταν τα σφαγεία της Κομοτηνής, και επομένως το κρέας στο τραπέζι ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να βρει κανείς. Και τέταρτον –και πιο σπουδαίο -, επειδή στο Πωσπώς πηγαίναμε τα Σαββατοκύριακα.
Τα βράδια του Σαββάτου, ιδιαίτερα τους ανοιξιάτικους και τους καλοκαιρινούς μήνες, μου φάνταζαν παραδεισένια. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη κόσμο που έτρωγε και έπινε μέσα στα δέντρα, ένα μεγάφωνο έπαιζε τα βαλς που έβαζε ο παππούς Απόστολος στο πικάπ και σε μια πίστα στρωμένη με τσιμέντο, που τη φώτιζαν δύο λουξ, χόρευαν τα ζευγάρια των θαμώνων, ενώ εγώ μπαινόβγαινα ανάμεσά τους ακολουθώντας τον δικό μου ρυθμό, δηλαδή το πέρασμα από το φως της πίστας στο σκοτάδι των δέντρων που την κύκλωναν.
Αλλά πίσω στα δέντρα κρυβόταν το μαγικό τοπίο. Ολα τα άστρα είχαν κατεβεί από τον ουρανό και πετούσαν χαμηλά, ανάμεσα στους θάμνους αναβοσβήνοντας, μόνο που εδώ κάτω ήταν πιο λαμπερά και πολύ περισσότερα –τι περισσότερα, χιλιάδες. Ηταν οι πυγολαμπίδες που έτρεχα πίσω τους και προσπαθούσα να τις πιάσω στον αέρα, με επιτυχία πολλές φορές, να τις κρατήσω στη χούφτα μου και να τις βλέπω να αναβοσβήνουν, λες και πάνω στην παλάμη μου ανοιγόκλεινε ο κόσμος.
Πιο μπροστά, παρακολουθούσα προσεκτικά τον Μιχάλη καθώς ετοίμαζε τα δύο λουξ και στη συνέχεια ανέβαινε και τα κρεμούσε σε δύο ψηλά κλαδιά πάνω από την πίστα. Την ξύλινη σφυρίχτρα δεν τη χρησιμοποιούσα νύχτα. Φοβόμουν πως έτσι και σφύριζα θα μου την έπαιρναν. Ο ήχος της ήταν ήχος της ημέρας γιατί τη νύχτα υπήρχε το μεγάφωνο και πιο πέρα τα τριζόνια.
Εμενα μαζί με τους μεγάλους αργά, μέχρι που έκλεινε η ταβέρνα, παρά τις επανειλημμένες εντολές να πάω στο κρεβάτι. Γιατί μετά τα μεσάνυχτα ένα άλλο μυστήριο συνέβαινε. Ο παππούς Απόστολος με άλλους δύο έπαιρναν ένα τσουβάλι, έβαζαν μέσα αξίνες και φτυάρια, ανέβαιναν σε ένα τρίκυκλο και αναχωρούσαν προς άγνωστη κατεύθυνση.

Ο παππούς Απόστολος, πριν μπει να καθήσει δίπλα στον τοπικό «Κοτζαμάνη», έστριβε το τσιγκελωτό του μουστάκι και έκανε τον σταυρό του. Ο «Κοτζαμάνης», μονίμως αξύριστος, ήταν ένας μαυριδερός τύπος με μεγάλα φρύδια. Τον τρίτο, που καθόταν στην καρότσα, δεν τον θυμούμαι. Πού πήγαιναν; Το έμαθα ύστερα από χρόνια, όταν πια δεν ζούσαν ούτε ο παππούς Απόστολος ούτε η γιαγιά Ανθούλα. Τραβούσαν για τα βουνά, όπου όλη τη νύχτα έσκαβαν ψάχνοντας για κρυμμένους θησαυρούς, χρυσές λίρες δηλαδή που κάποιος αγάς προ αμνημονεύτων ετών κάπου θα είχε θάψει. Τώρα, από πού οι δήθεν πληροφορίες, ένας Θεός ξέρει. Το συνεργείο δούλευε χρόνια, έχοντας αλωνίσει τις παρυφές της Ροδόπης. Βέβαια, ούτε θησαυρούς βρήκε ποτέ ούτε λίρες.

Τα πρωινά της Κυριακής οι γυναίκες του σπιτιού έπαιρναν τον καφέ τους στο δωμάτιο της γιαγιάς Ανθούλας –όλες μαζί. Τον καφέ τον έφτιαχνε πάντοτε η κόρη της η Ελένη. Οι επισκέπτριες, ακόμη και αν ήταν συγγενείς, δεν έμπαιναν ποτέ στην κουζίνα. Ηταν ντροπή και σήμαινε πως αν γινόταν αυτό η σπιτονοικοκυρά ήταν τσαπατσούλα και τεμπέλα.
Τη γιαγιά Ανθούλα σπανίως τη θυμούμαι όρθια. Η μνήμη μου συγκρατεί την εικόνα μιας μαυροφορεμένης που είναι μόνιμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ελαφρώς ανασηκωμένη και με τρία μαξιλάρια στην πλάτη. Γύρω της καθισμένες σε ψάθινες καρέκλες οι νεότερες, νύφες, ανιψιές και γειτόνισσες, όλες κρατώντας με το δεξί το φλιτζάνι του καφέ και με το αριστερό το πιατάκι, ρουφώντας την πρώτη γουλιά πάντοτε θορυβωδώς, όχι από έλλειψη τρόπων φυσικά, αφού μόνο έτσι μπορεί να πάρει κανείς με την πρώτη όλο το καϊμάκι. Κι εγώ να στέκομαι στην πόρτα με τη σφυρίχτρα μου και να τις ακούω να συζητούν περί ανέμων και υδάτων –αλλά όχι ακριβώς. Το μόνιμο θέμα συζήτησης, όπου η γιαγιά Ανθούλα αγόρευε και οι υπόλοιπες άκουγαν, περιστρεφόταν γύρω από το ζήτημα των ποικίλων, πραγματικών και φανταστικών, ασθενειών της οικοδέσποινας, γιατί η γιαγιά Ανθούλα ήταν, από τότε που τη θυμόμουν, άρρωστη –ή έτσι έλεγε –και παρά ταύτα έμενε σε μια περιοχή μέσα στην υγρασία. Αλλά στις ιστορίες που αράδιαζε ουδείς γιατρός εμφανιζόταν, κανένα φάρμακο, ούτε καν η ασπιρίνη, ακούστηκε ποτέ, αντίθετα παρήλαυναν διάφορα μαντζούνια και καταπλάσματα, ονόματα διάσημων κομπογιαννιτών, χαρτοριχτρών και καφετζούδων, ειδικών στο ξεμάτιασμα και άλλα συναφή.
Η μονίμως άρρωστη γιαγιά Ανθούλα πέθανε αρκετά χρόνια μετά τον παππού Απόστολο. Το είχε διαβάσει στο φλιτζάνι μια τσιγγάνα καφετζού από το Πωσπώς: «Ασε τι λένε οι γιατροί. Εσύ θα ζήσεις πιο πολύ από τον άντρα σου».


Ο Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας και συντάκτης του «Βήματος». Ο «Καφές των αναμνήσεων» περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Κάτω από την ίδια στέγη», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ