Το ψηφιδωτό είναι µια άσκηση γοητείας. Ψηφίδα ψηφίδα –ταιριασµένη η µία δίπλα στην άλλη –µε τα φυσικά τους χρώµατα, δηµιουργούνται ορατά όνειρα και χειροπιαστά αισθήµατα. Το ψηφιδωτό είναι ταξίδι και αυτό το µαγευτικό που ήρθε στο φως στο ταφικό µνηµείο στον λόφο Καστά γέµισε τα πανιά µας αγέρα. Αµφίπολη – Νικόπολη, λοιπόν, µε ενδιάµεσους σταθµούς τα άλλα υπέροχα ψηφιδωτά της Μακεδονίας, τα ρωµαϊκά στις γειτονιές της Αφροδίτης στην Πάφο και της Καρχηδόνας στις ακτές της Μεσογείου πάντα. Τι κι αν µεσολαβούν χίλια και βάλε χρόνια. Το ταξίδι ακολουθεί τους κύκλους των καιρών. Η Αµφίπολη σηµατοδοτεί την αρχή ενός καινούργιου κόσµου, του ελληνιστικού, και η Νικόπολη το τέλος του. Με την αυτοκτονία του Αντωνίου και της τελευταίας βασίλισσας των Πτολεµαίων της Αιγύπτου, Κλεοπάτρας, µετά την ήττα τους στη Ναυµαχία του Ακτίου, ο Οκταβιανός Αύγουστος έχτισε εδώ την πόλη της νίκης του, τη Νικόπολη. Και η πόλη, ανάµεσα σε Ανατολή και Δύση, σταυροδρόµι εµπορικών και ταξιδιωτικών οδών στην όχθη του Αµβρακικού, πρόκοψε και πλούτισε κατά τη διάρκεια των ρωµαϊκών και στη συνέχεια των βυζαντινών χρόνων, και απέκτησε τείχη, τεράστιο Ωδείο, ανάκτορα και εκκλησιές, ώστε σήµερα να είναι η µεγαλύτερη αρχαία πόλη στον ελλαδικό χώρο, ένα απέραντο αρχαιολογικό πάρκο.

Ηδη στέκεις εντυπωσιασµένος µπροστά στην πύλη που ανοίγεται στο τείχος των 5 χιλιοµέτρων που σαν τεράστια κάµπια στο χρώµα του πωρόλιθου κυµατίζει πάνω στο πράσινο χορτάρι. Και µετά, µέσα στην πόλη, από τις ψηλότερες εξέδρες του Ωδείου, βλέπεις, πραγµατικά σαν σε αρχαία παράσταση, τον συναρπαστικό χορό των ερειπίων. Και από πιο κοντά, µέσα στα κτίσµατα πια, αποκαλύπτεται ο πολύχρωµος κόσµος των ψηφιδωτών, που µοιάζει πολύ, και αυτό είναι το θαυµαστό, µε το τοπίο και την πραγµατική ζωή που σε περιβάλλει και σήµερα, έξω από το πολύ ενδιαφέρον µουσείο της Νικόπολης. Το πλαίσιο του δαπέδου της βασιλικής Δουµετίου (6ος αιώνας) µοιάζει µε ολοζώντανο βυθό της θάλασσας, αλλά όλες αυτές οι παραστάσεις είναι συµβολικές και σε βάζουν σε ταξιδιωτικό mode. Ο ενάλιος κόσµος που πάλλεται περιβάλλει στιγµιότυπα της στεριάς µε σκηνές κυνηγιού. Ολη η γοητεία και εδώ είναι στη συνεύρεση και στις ανταλλαγές χαρακτήρων µεταξύ νερού και πέτρας, ρευστού και στερεού.
Σε πραγματικό χρόνο τώρα, ο χώρος της Πρέβεζας, κινούμενος και στερεωμένος, ζει παράλληλα με αυτό το ψηφιδωτό. Η πόλη είναι αμφιπρόσωπη, όπως η αρχαία Νικόπολη, η οποία είχε δύο λιμάνια, τον Κόμαρο στον σημερινό Μύτικα και το Βαθύ ή Μαργαρώνα. Και τότε, όπως και τώρα, οι ομαλές απολήξεις των λόφων και η «συνομιλία» του Αμβρακικού κόλπου με το Ιόνιο πέλαγος έκαναν το τοπίο γοητευτικό. Ο παλιός περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ έγραφε: «Ολες τις εποχές αυτή η περιοχή είναι ένας τόπος μαγευτικός, λόγω της γεμάτης μυστήριο θέσης του, των σκιών του, της ωραίας θέας του. Είναι το μπουντουάρ της χερσονήσου».
Το «δάσος» με τα εναπομείναντα βενετσιάνικα λιόδεντρα και το δάσος των καταρτιών ιστιοπλοϊκών σκαφών απέναντι στην προκυμαία της Πρέβεζας είναι συμβολικά. Πίσω από τα ξάρτια προβάλλει ο ήλιος το ξημέρωμα και κάνει τα ψάρια που ξεφορτώνουν οι βάρκες –μερικές παραδοσιακά πριάρια –να σκορπούν τα ασήμια τους δεξιά και αριστερά.

Αυτός ο πολύ πρωινός περίπατος, που τον έκανε και ο ρομαντικός λόρδος Βύρων, είναι από τα δυνατά σημεία της πόλης και πολύ αντιπροσωπευτικός του χαρακτήρα της. Εκτυλίσσεται μπροστά στο υπέροχο σκηνικό που δημιουργούν οι προσόψεις των νεοκλασικών κτιρίων του μετώπου της. Πίσω από το αρχοντικό πρόσωπο της Πρέβεζας, ελίσσεται στα στενά σοκάκια πιο χαμηλοβλεπούσα η πόλη, στο πολύ γοητευτικό και ζωντανό Σεϊτάν Παζάρ με το κεντρικό καλντερίμι. Εδώ φτάνουν όλα τα καλά της θάλασσας και της λιμνοθάλασσας για να συνθέσουν, κυριολεκτικά, μια πανδαισία. Τσιπούρες, χέλια, γαρίδες –που μέχρι και ο Τζέιμς Μποντ στην ταινία «Για τα μάτια σου μόνο» δηλώνει απερίφραστα ότι τις προτιμά αν είναι Αμβρακικού -, αβγοτάραχο, πίνες, χάβαρα, είναι φημισμένα. Τα χάβαρα, οι μικρές αχηβάδες, σπάνιες τώρα στον Αμβρακικό, είναι ένα πολύ ιδιαίτερο φαγητό, έτσι όπως μας τις μαγείρεψε η Νένη Γέρου με κοφτό μακαροτσίνι.

Και µέσα στην ευδαιµονία του Σεϊτάν Παζάρ, «χαµένο» σε µια γωνιά, το χαµηλό σπίτι που έµεινε µερικούς µήνες ο Κώστας Καρυωτάκης προτού βάλει ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Αυτή η ιδέα ακολούθησε τον ευαίσθητο ποιητή στην Πρέβεζα, που έµελλε να συνδεθεί άρρηκτα µαζί του, και δεν του τη δηµιούργησε εκείνη. Δεν είναι του χαρακτήρα της.

Ο Ερνεστ Χέµινγκ-γουεϊ, που διάλεξε να κλείσει ο ίδιος την πολυτάραχη ζωή του στο χωριό Κέτσαµ του Αϊντάχο, έλεγε: «Μόνο ένα πράγµα αξίζει για µένα στη ζωή, και αυτό είναι να έχω τη δύναµη των πεποιθήσεών µου». Και η δύναµη των πεποιθήσεων είναι ένα πολύ βαρύ φορτίο για έναν συγγραφέα, από τη στιγµή που θα το συνειδητοποιήσει. «Το πέλαγο χρυσάφι αναλυτό. / Θα βάλω τ’ όνειρό µου σε καΐκι / ν’ αρµενίσει. Διαµάντι θα πατώ / λαµπρό χαλίκι» (από το ποίηµα του Κώστα Καρυωτάκη «Το φεγγαράκι απόψε…» –συλλογή «Νηπενθή», 1921).

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ