«Πνευματομανία, η προς το εκκαλείν πνεύματα εκ του Αδου κλίσις». Η έννοια που ο μεγάλος φιλόλογος Στέφανος Κουμανούδης καταγράφει στη «Συναγωγή νέων λέξεων», το λεξικό νεολογισμών που εκδίδεται το 1900, αποδίδει μια διαδεδομένη πανευρωπαϊκά συνήθεια των ανώτερων στρωμάτων η οποία μοιάζει στα τέλη του 19ου αιώνα να καταλαμβάνει την αθηναϊκή κοινωνία. «Οι αποτελούντες τον πνευματιστικόν κύκλον ήσαν άνθρωποι σοβαροί και φρόνιμοι», γράφει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, «λόγιοι, ποιηταί, δημοσιογράφοι, καθηγηταί, ιατροί και εν γένει άνθρωποι με κάποιαν πνευματική ανάπτυξιν». Πράγματι, δεν ήταν λίγοι οι διανοούμενοι που δοκίμαζαν την επικοινωνία με το επέκεινα, έβρισκαν τη συγκρητιστική πρακτική της θεοσοφίας δόκιμη θρησκευτική αναζήτηση, διεύρυναν τη συνείδησή τους με μια δόση αποκρυφισμού ή δεν παρέλειπαν να παρευρεθούν σε μια τελετή υπνωτισμού. Κοινά νομίσματα όλα τα παραπάνω σε μια Ευρώπη όπου ο «μακρός 19ος αιώνας» πλησίαζε στο τέλος του αφαιρώντας από τις πρότερες ιδεολογικές σταθερές τα θεμέλια της βεβαιότητας, είχαν ήδη βρει τον δρόμο τους προς την Ελλάδα μέσω κυρίως ενός κύκλου νεορομαντικών διανοουμένων.
Εκπρόσωπος µιας παλαιότερης γενιάς, ο Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής (1809-1892), φαναριώτικης καταγωγής ροµαντικός ποιητής, πεζογράφος, καθηγητής Αρχαιολογίας και διπλωµάτης, δήλωνε ότι δεν είχε «ουδ’ ίχνος αµφιβολίας» για την ύπαρξη των πνευµάτων. Τακτικές συγκεντρώσεις του κύκλου των πνευµατιστών της Αθήνας γίνονταν στο σπίτι του σπουδαίου σατιρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή (1853-1919), σύµφωνα µε όσα περιγράφει ο Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήµιο Κρήτης, του οποίου το βιβλίο «Η τέχνη πτεροφύει εν οδύνη. Η πρόσληψη του νεοροµαντισµού στην Ελλάδα» (εκδ. Ποταµός) υπέδειξε ένα κενό στην έρευνα και ανέδειξε τις µυστικιστικές δραστηριότητες του νεοροµαντικού κύκλου. Σε φωτογραφία της εποχής µπορεί να δει κανείς τον Σουρή µε τον λογοτέχνη Γεώργιο Δροσίνη (1859-1951) στο απαραίτητο τραπεζάκι εν ώρα επίκλησης υπό το βλέµµα του Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865-1922) και πλήθους άλλων παρευρισκοµένων.
Τακτικοί θαμώνες παρόμοιων νυχτερινών δραστηριοτήτων ήταν λόγιοι όπως ο Ραγκαβής, διπλωμάτες όπως ο Δημήτριος Κακλαμάνος (1867-1949), πεζογράφοι όπως ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος (1874-1944) και λοιπές διακεκριμένες προσωπικότητες των γραμμάτων του βεληνεκούς του Κωστή Παλαμά (1859-1943) –του μόνου δύσπιστου απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα. Σε άλλες συνεδρίες διακρινόταν ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης (1862-1924), σύμφωνα με όσα παραθέτει ο Ματθιόπουλος: ιδανικό μέντιουμ, αυτοϋπνωτιζόταν όποτε ήθελε, παρήγαγε ζωγραφικά αριστουργήματα και μετά τα κατέστρεφε. Μαζί με τον Σουρή καλούσαν πνεύματα (του Βούδα, της Σαπφούς, του Γκαίτε, του Ουγκό) τα οποία υπαγόρευαν στον Πολέμη ποιήματα –η Σαπφώ στα αρχαία ελληνικά, ο Ουγκό στα νέα.

Ο λογοτέχνης Δημήτρης Χατζόπουλος (1872-1936), περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμο «Μποέμ», αφηγούνταν στην εφημερίδα «Το Αστυ» το 1894 τα του εν Αθήναις δημόσιου υπνωτισμού του από τον διάσημο βέλγο υπνωτιστή Πίκμαν, «καθώς και τον διαμπερή βελονισμό στον λαιμό, στον οποίο υπεβλήθη, δίχως, όπως βεβαίωνε, να πονά».

«Με κριτήρια της σηµερινής µέσης αντίληψης όλα αυτά µας φαίνονται τσαρλατανισµός, εκείνη την εποχή ωστόσο επιστηµονικές ανακαλύψεις όπως ο ηλεκτρισµός ή οι ακτίνες Ρέντγκεν έµοιαζαν ακατανόητες, απόµακρες. Αν κάτι άυλο είναι φυσικό και ορθολογικό, άρα όλα τα άυλα ενδεχοµένως να υφίστανται» σχολιάζει ο Ευγένιος Ματθιόπουλος. Γι’ αυτό και θεωρούµενες αυθεντίες της τότε διανόησης όπως ο βρετανός ποιητής Αλφρεντ Τένισον, ο διαπρεπής κριτικός τέχνης Τζον Ράσκιν ή ο εγκληµατολόγος Τσέζαρε Λοµπρόζο αναµειγνύονταν ανοικτά µε διάφορες πτυχές του αποκρυφισµού: οι αόρατες αλληλεπιδράσεις της επιστήµης έθεταν ζητήµατα για άλλες πτυχές του µη ορατού. Η σειρά των παραδειγµάτων που σταχυολογούνται στο βιβλίο του Ματθιόπουλου είναι χαρακτηριστική. «Οι ακτίνες του καθηγητού Ρέντγκεν είναι ακτίνες προφητικαί» διάβαζε κανείς σε αναδηµοσίευση άρθρου αγγλικής εφηµερίδας στο «Αστυ». Ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος διερµηνεύοντας την ανακάλυψη της ακτινοβολίας του ραδίου θεωρούσε πως ήταν «η βάτος του Μωυσέως, η φλεγοµένη αλλά µη καιοµένη, ένα θεραπευτικόν µέσον µυστηριώδες, το φως του µέλλοντος, η κλείδα του Νέου Κόσµου» –ενώ σε άλλες ακτίνες, ανύπαρκτες όπως θα αποδεικνυόταν τελικά, έβρισκε την τεκµηρίωση της ύπνωσης, της τηλεπάθειας, της νοοµαντείας και των πνευµατιστικών φαινοµένων. Με αφορµή την εφεύρεση του ασύρµατου τηλέγραφου ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937) έγραφε στον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο (1868-1920) ότι του ήταν δύσκολο να δεχθεί πως δύο «πρόστυχα εργαλεία» µπορούσαν να επικοινωνούν από απόσταση και δεν µπορούσαν το ίδιο εύκολα να επικοινωνούν οι ψυχές.
Πώς ερµηνεύει κανείς ωστόσο την πύκνωση των φαινοµένων αυτών στη δεδοµένη χρονική συγκυρία από τη δεδοµένη χορεία των προσώπων; Τι διαφοροποιεί τα πράγµατα ώστε να φέρνει στο τραπεζάκι του πνευµατιστή διακεκριµένα ονόµατα των γραµµάτων και της τέχνης της εποχής; «Η αναζήτηση του απόλυτου, του υπερβατικού, της µεταφυσικής γνώσης διαθέτει µακρά παράδοση στην τέχνη ως και σήµερα και αυτό έχει πρωταρχική σηµασία» µας υπενθυµίζει αρχικά ο Ευγένιος Ματθιόπουλος. Η κατάδυση των ελλήνων νεοροµαντικών στον µυστικισµό και στη γοητεία του ανορθολογισµού γίνεται στη συγκυρία της πτώχευσης του 1893, της Κρητικής Επανάστασης του 1896 και της ήττας στον ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897. Πρόκειται για συνθήκες καθολικής έκπτωσης του εκσυγχρονιστικού ορθολογικού οράµατος του Χαριλάου Τρικούπη και στρατιωτικής συντριβής που εκλαµβάνεται ως εθνική ταπείνωση.
Το μέγεθος της κρίσης της συλλογικής συνείδησης μας εξηγεί ο κ. Ματθιόπουλος με μια ιστορική αναλογία: «Είναι λάθος ιστορικά, αλλά δεν μπορούμε να αποφύγουμε μια προβολή τού σήμερα. Η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας σήμερα μας βοηθά να καταλάβουμε την απογοήτευση, τον ψυχικό αποκλεισμό που κατά κάποιον τρόπο νιώθουν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή, που επιπλέον βίωναν και τη στρατιωτική καταστροφή –η σημερινή κατάσταση δηλαδή συν μία ήττα από την Τουρκία. Ολη αυτή η ανάπτυξη της περιόδου του Τρικούπη, η οποία είναι οικονομικά και κοινωνικά μια περίοδος ακμής για την τότε Ελλάδα, μια χώρα μέχρι τη Θεσσαλία, αναίτια για τους ανθρώπους, όπως αναίτια και για τους Ελληνες του 2008-2009, κατέληξε σε μια οικονομική καταστροφή. Ο,τι ως τότε λειτουργούσε ορθολογικά μοιάζει να οδηγεί λοιπόν σε μια καταστροφή που φαντάζει και αναίτια και ανορθολογική. Το ίδιο το ανορθολογικό, επομένως, παράγεται μέσα από την εμπειρία της ζωής, δεν είναι ανάγκη να έρθει το τραπεζάκι ή το μέντιουμ. Αυτό επηρεάζει καθοριστικά συνειδήσεις όπως του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, του Γιάννη Καμπύση, του Παύλου Νιρβάνα, που πιστεύουν στην επιστήμη και στην ορθολογικότητα της νεωτερικής κοινωνίας, τους οδηγεί στη διαπίστωση ότι αυτή είναι ένα αδιέξοδο».
Οι λύσεις στο αδιέξοδο ζητούνται στο πλήθος των ρευµάτων ιδεών που πηγάζουν από την Ευρώπη –και διαχέονται άµεσα στην Ελλάδα. Κάποιοι, όπως οι πεζογράφοι Κωνσταντίνος Χατζόπουλος και Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923), προσχώρησαν τελικά στον σοσιαλισµό. Αλλοι «στράφηκαν στον υποκειµενισµό και τον ανορθολογισµό των ευρωπαίων παρακµιακών και µυστικιστών, µερικοί βρήκαν πνευµατικό καταφύγιο στον θεοσοφισµό και αναπόφευκτα στον νεοβουδισµό του, ενώ άλλοι ξέπεσαν στον αποκρυφισµό, στον πνευµατισµό και στις παραψυχολογικές έρευνες, φτάνοντας κάποιες στιγµές να ψηλαφούν τον ηδονισµό, την αισθητική της φρίκης, ακόµη και τον σατανισµό» σηµειώνει στο βιβλίο του ο Ματθιόπουλος. Κάποιοι τρίτοι πάτησαν ταυτόχρονα και στις δύο βάρκες: ο δηµοσιογράφος και κοινωνιολόγος Πλάτωνας Δρακούλης (1858-1942), πρωτοπόρος του σοσιαλισµού στην Ελλάδα, υπήρξε ταυτόχρονα και δραστήριος θεοσοφιστής: το «Φως εκ των ένδον» που εκδόθηκε το 1894 εξυµνήθηκε από τον Κωστή Παλαµά ως «το θεοσοφικόν αυτό ευαγγέλιον, το κατ’ εξοχήν συµβολικόν ποίηµα όπερ αποκτήσαµεν εις την γλώσσαν µας».
Εν τέλει, είναι ακριβώς η λειτουργία της διαµεσολάβησης µιας διακριτής οµάδας δηµοσιολόγων που επιθεωρούσαν την ιδεολογική και αισθητική παραγωγή της Δυτικής Ευρώπης διοχετεύοντάς τη στην Ελλάδα και ταυτόχρονα µετατρέποντάς τη σε καλλιτεχνικό αποτέλεσµα –πρωτότυπο ή µη, ανάλογα µε τις ικανότητες του καθενός. «Αυτό που εγώ περισσότερο εντοπίζω εκείνη την περίοδο είναι µια πολύ έγκαιρη ενηµέρωση. Ενας µικρός πυρήνας ανθρώπων είναι έτοιµος να καταλάβει πράγµατα που γίνονται εκείνη τη στιγµή στην Ευρώπη. Συχνά µιλάµε για την ελληνική κουλτούρα και τέχνη µε έναν στενό ελλαδικό φακό. Αυτό είναι λάθος, ειδικά για τον 19ο αιώνα, είναι αδύνατον να καταλάβουµε τον 19ο αιώνα χωρίς τη συνεχή παρουσία Ελλήνων στο εξωτερικό και τη συνεχή κίνησή τους µεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού, όλων αυτών των διανοουµένων που γίνονται φορείς ενός διαλόγου. Και φυσικά υπάρχει διαρκής επικοινωνία µε τα έντυπα µέσα, κυρίως µε τον γαλλικό και τον γερµανικό Τύπο» λέει ο Ματθιόπουλος. Εστω και αν η απήχηση στο κοινό ήταν µικρή. «Περιοδικά που υπήρξαν βήµατα των νεοροµαντικών, η «Τέχνη», ο «Διόνυσος», το «Περιοδικόν µας», κλείνουν σε ένα, σε δυόµισι, σε τρία χρόνια, αντίστοιχα. Το σηµαντικό, βέβαια, δεν είναι η χαµηλή κυκλοφορία τους, αλλά το γεγονός ότι γονιµοποιούν περιπτώσεις νέων τότε λογοτεχνών όπως του Καζαντζάκη και του Σικελιανού». Μια διανοητική πρωτοπορία του λόγου και της τέχνης είχε τη δυνατότητα όχι µόνο να προσλάβει τις νεοροµαντικές επιρροές του συµβολισµού και του αισθητισµού ή του µυστικισµού και του νεοβουδισµού, αλλά να τις επεξεργαστεί δηµιουργικά και να τις µετουσιώσει σε σηµαντικό έργο. Κάτω από το τραπεζάκι µπορεί να κρύβονταν τελικά πεζά του Νίκου Καζαντζάκη, ποιήµατα του Αγγελου Σικελιανού, πίνακες του Κωνσταντίνου Παρθένη.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ