«Οταν η ανάγκη για επιβίωση γίνεται επιτακτική, ποιος είναι εκείνος που θα ορίσει πόσο ακραία και απάνθρωπη µπορεί να θεωρηθεί µια πράξη;». Ερώτηµα που διατυπώνεται στις σηµειώσεις παραγωγής του «Fury» (στα ελληνικά µπορεί να αποδοθεί ως οργή ή µανία) δίνοντας αµέσως µια πρώτη ιδέα για το τι περίπου πρέπει κανείς να περιµένει από την τελευταία ταινία µε πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ.

Στο «Fury», που είναι το όνομα ενός τανκ, ο 51χρονος αμερικανός ηθοποιός υποδύεται έναν σκληροτράχηλο λοχία των αμερικανικών τεθωρακισμένων, ο οποίος μέσα σε ένα αμερικανικό τανκ Σέρμαν Μ4 και με μια χούφτα άνδρες υπό τις διαταγές του (Μάικλ Πένα, Σάια ΛαΜπέφ, Λόγκαν Λέρμαν, Τζον Μπέρνθαλ) αντιμετωπίζει το κουφάρι της πάλαι ποτέ ναζιστικής απειλής. Γιατί το «Fury» διαδραματίζεται στη Γερμανία του 1945, στη δύση δηλαδή του Β Παγκοσμίου Πολέμου, μια περίοδο της Ιστορίας κατά κάποιον τρόπο ξεχασμένη, αφού η ναζιστική αυτοκρατορία θεωρούνταν πλέον παρελθόν και ο πόλεμος τελειωμένη υπόθεση, χωρίς ωστόσο να έχει πραγματικά τελειώσει.
Στην ιστορία που ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Αγερ αφηγείται στο «Fury» ναι μεν οι Σύμμαχοι είναι εκείνοι που επικρατούν κατά κράτος, όμως το πλήρωμα του Σέρμαν Μ4 έχει ξεπεράσει πλέον τα όριά του –είναι άνδρες αποδεκατισμένοι, εξουθενωμένοι και με την ελπίδα του γυρισμού στο σπίτι να αποτελεί τη μοναδική λάμψη στην ψυχή τους. Ο δραματουργικός χρόνος της ταινίας είναι μία μόλις ημέρα, γεγονός που οξύνει ακόμη περισσότερο την περιέργεια σε μια από τις πολλά υποσχόμενες αμερικανικές παραγωγές της νέας κινηματογραφικής σεζόν, η οποία πολύ πιθανόν να δώσει το «παρών» στα προσεχή Οσκαρ.
Με τη δουλειά του σε ταινίες όπως «Θάνατος στην πόλη των αγγέλων» και «Περιπολία», ο Ντέιβιντ Αγερ υπήρξε από μόνος του ένα από τα κίνητρα του Μπραντ Πιτ προκειμένου να ασχοληθεί με το «Fury». Ο ηθοποιός είπε ότι ένιωσε στις ταινίες του Αγερ «κάτι που με ξεπερνούσε» και ήξερε ότι δίπλα του θα μάθαινε κάποια πράγματα παραπάνω –«και αυτό για εμένα είναι το παν». Ενα στοιχείο που επίσης προσέλκυσε τον Πιτ ήταν οι προσωπικές εμπειρίες του σκηνοθέτη μέσα σε πυρηνικό υποβρύχιο, όπως και οι εκτενείς γνώσεις του για τον στρατό, τον οποίο ο Αγερ σέβεται απεριόριστα. «Διαβάζοντας την πρώτη κιόλας σειρά του σεναρίου γνώριζα ότι θα είχα να κάνω με κάτι πολύ ιδιαίτερο και ειλικρινές» είπε ο Πιτ. «Δεν μπορούσα ωστόσο να το σχηματοποιήσω στο μυαλό μου. Μέχρι την ημέρα που αρχίσαμε τα γυρίσματα. Τότε ήταν που βρέθηκα στην «απέναντι πλευρά»».
Από το 1997, χρονιά που παρουσιάστηκαν δύο σπουδαίες ταινίες με θέμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο –η «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ (που οδήγησε στην τηλεοπτική επιτυχία «Band of Brothers») και η «Λεπτή κόκκινη γραμμή» του Τέρενς Μάλικ –το Χόλιγουντ δεν έχει δείξει ιδιαίτερο ζήλο για ταινίες που επιστρέφουν στις σκληρές ημέρες της δεκαετίας του ’40. Στην κινηματογραφική μυθοπλασία η επικαιρότητα του πολέμου στο Ιράκ επισκίασε τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος τα τελευταία χρόνια όποτε επανερχόταν στο προσκήνιο ήταν σε «ελαφρές» περιπέτειες όπως το εφετινό «Μνημείων άνδρες» του Τζορτζ Κλούνεϊ ή οι «Αδωξοι μπάσταρδη» του Κουέντιν Ταραντίνο, όπου μάλιστα ο Μπραντ Πιτ πρωταγωνιστούσε.

Στοίχηµα του «Fury» είναι να γίνει το «όχηµα» µέσω του οποίου ο θεατής θα αντιληφθεί σε όλο το ωµό «µεγαλείο» τους τούς πιο ακραίους κανόνες εκείνου του πολέµου ή –ακόµη πιο φιλόδοξο στοίχηµα –του πολέµου εν γένει. Οπως άλλωστε είπε ο Τζον Λέσερ, ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, το «Fury» αναφέρεται στον Β Παγκόσµιο Πόλεµο, αλλά ουσιαστικά µιλάει για άνδρες που πάνε στον πόλεµο». Ο Κέβιν Βανς, ένας από τους συµβούλους σε θέµατα στρατιωτικής τακτικής της ταινίας, είπε ότι η ευλαβική προσήλωση της παραγωγής στα ρεαλιστικά στοιχεία υπήρξε άµεση προτεραιότητα για τη δηµιουργία ενός φιλµ που δεν θα αντιµετώπιζε «µε επιφανειακή χαλαρότητα –όπως πολλές ταινίες ως τώρα –έναν πόλεµο µε θύµατα περισσότερους από 60 εκατοµµύρια ανθρώπους». Με άλλα λόγια, το «»Fury» δεν είναι η πολεµική ταινία που έχεις ακούσει από περιγραφές του παππού σου», για να αναφέρουµε τα λόγια ενός άλλου παραγωγού της ταινίας, του Μπιλ Μπλοκ. Ωστόσο, οι συµβουλές αµερικανών παππούδων, βετεράνων του Πολέµου, σχετικές µε τα όσα βίωσαν στα νιάτα τους υπηρετώντας στις χερσαίες δυνάµεις των Συµµάχων στην Ευρώπη, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δηµιουργία της ταινίας.

«Είδα τις εφιαλτικές φωτογραφίες της εποχής εκείνης και διάβασα πολλά βιβλία σχετικά με τον πόλεμο» είπε ο Μπραντ Πιτ μιλώντας για την προετοιμασία που έκανε για τον ρόλο του στο «Fury», για τον λοχία Ντον Κόλιερ δηλαδή, με τα παρατσούκλια Wardaddy (Πολεμομπαμπάκας) και Τοp (Κορυφή). «Μόνο όμως όταν κάθησα δίπλα σε αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους, τους βετεράνους του Πολέμου που μας συμβούλεψαν, μόνο τότε κατάλαβα τι σημαίνει να επιβιώνεις στον πόλεμο».

Συγκεκριμένα, τέσσερις άνδρες μοιράστηκαν εμπειρίες και αναμνήσεις με τους ηθοποιούς του «Fury». Ο Ντόναλντ Εβανς, ο οποίος όταν κατετάγη δεν είχε ιδέα πού γινόταν ο πόλεμος, ο Πολ Αντερτ, που είπε ψέματα για την ηλικία του ώστε να καταταγεί στον στρατό (ήταν μόλις 17 όταν πήγε στο μέτωπο), ο Τζορτζ Σμίλανιτς, που αποκάλεσε την εμπειρία του με τους συμπολεμιστές του στο τεθωρακισμένο «μια μεγάλη χαρούμενη οικογένεια», και ο Ρέι Στιούαρτ, ο οποίος ήταν ο μόνος νέος ανάμεσα στους παλιούς του πληρώματος (ο καταλυτικός ήρωας της ταινίας, Νόρμαν Ελισον, είναι βασισμένος επάνω στον Στιούαρτ). «Οι εμπειρίες που μοιράστηκαν μαζί μας ήταν πολύ συγκινητικές και κατά κάποιον τρόπο όρισαν τον τόνο όλων των ερμηνειών της ταινίας» είπε ο Πιτ. «Το μόνο που εύχομαι στ’ αλήθεια είναι αυτοί οι άνθρωποι να αναγνωρίσουν κάπου τον εαυτό τους όταν δουν την ταινία μας». Ο ίδιος ο Πιτ δεν είχε ποτέ επαφή με οτιδήποτε σχετικό με τον στρατό, ούτε και σκέφτηκε ποτέ να καταταγεί. «Οχι, όχι… Παραήμουν απρόσεκτος, απείθαρχος. Η ιδέα δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου» αποκάλυψε για την περίοδο της δικής του νιότης, όταν η περιπλάνηση και η αναζήτηση όριζαν την καθημερινή «ατζέντα» του. Σήμερα βέβαια ο Πιτ νιώθει πολύ διαφορετικά, αλλαγή στην οποία ενδεχομένως να έπαιξε ρόλο το ότι έγινε πατέρας. «Τώρα που χάρη σε αυτή την ταινία είδα από πρώτο χέρι τι έκαναν κάποιοι νέοι άνδρες αλλά και κάποιες νέες γυναίκες για όλους μας, δεν μπορώ παρά να νιώθω απεριόριστο σεβασμό απέναντί τους. Ο θαυμασμός μου για αυτούς δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις».
Ο «Πολεµοµπαµπάκας» είναι διοικητής τανκ και οι ευθύνες του πολλαπλές –κυρίως απέναντι στο πλήρωµά του. Οφείλει να διατηρεί το ηθικό των ανδρών του ακµαίο, να αφοσιώνεται στον καθένα ανάλογα µε τον χαρακτήρα του και κατά συνέπεια να διατηρεί τη µηχανή ενός συνόλου διαρκώς λαδωµένη. «Το πλήρωµα ενός τανκ πρέπει να λειτουργεί ως µηχανή. Τα µάτια όλων πρέπει να είναι συνεχώς άγρυπνα στο ανοιχτό πεδίο και η κάθε δουλειά που διαφέρει από την άλλη να γίνεται συγχρονισµένα. Ο πόλεµος έρχεται καταπάνω σου γρήγορα και µε µανία. Ενα λάθος µπορεί να σηµάνει ότι κανείς δεν επιστρέφει σπίτι. Και κάποιος πρέπει να έχει την ευθύνη για όλα τα παραπάνω». Ο Πιτ χαρακτηρίζει τον ήρωά του «κατ’ ανάγκη αυστηρό και σοβαρό λόγω της διαύγειας που οφείλει κανείς να έχει στη µάχη». Οµως ο Κόλιερ, στις ήσυχες στιγµές του, όταν βγάζει για λίγο τη µάσκα του αφοσιωµένου πολεµιστή, αναδεικνύει έναν άνθρωπο τρωτό και πληγωµένο, µε ένα τεράστιο κενό στην καρδιά του, το κενό της απώλειας που τελικά έχει διαµορφώσει τον τραχύ χαρακτήρα του στη µάχη.
Γι’ αυτό άλλωστε καταλυτικός ήρωας στην ιστορία είναι ο Νόρμαν Ελισον, ο νεοσύλλεκτος χωρίς την απαραίτητη πολεμική εμπειρία, ο οποίος στέλνεται εσπευσμένα από τη διοίκηση ως αντικαταστάτης του δεύτερου οδηγού του τεθωρακισμένου που μόλις σκοτώθηκε. «Αυτό γινόταν συχνά στο τέλος του Πολέμου», είπε ο Πιτ, «και δεν είχε πάντα θετικά αποτελέσματα». Πράγματι, μετά τη Μάχη των Αρδενών, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν σε μεγάλο βαθμό, πολύς νέος κόσμος εκπαιδευόταν άρον άρον για μερικές εβδομάδες και πήγαινε κατευθείαν στο μέτωπο. «Με την έλλειψη εμπειρίας του, ο πιτσιρικάς αυτομάτως γίνεται απειλή για την επιβίωση των μελών του υπόλοιπου πληρώματος. Αν δεν είναι σε θέση να δρα μηχανικά όπως όλοι, τότε θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια όλου του πληρώματος και την αποστολή. Ανθρωποι θα πεθάνουν. Οι αξίες που πρεσβεύει, η αθωότητα, η ιδεολογία, ο ανθρωπισμός, οι ίδιες αξίες που εν καιρώ ειρήνης το πλήρωμα επίσης ασπάζεται, δεν έχουν καμία θέση μέσα στο σιδερένιο κουτί στο πεδίο της μάχης». Αυτή ακριβώς η παραδοξότητα μετατρέπεται σε ευθύνη του Κόλιερ και ο τρόπος με τον οποίο θα αναγκαστεί να βάλει τον Νόρμαν στην καρδιά του πολεμικού τρόμου, όπως οφείλει να κάνει, γίνεται ο παλμός της ιστορίας. «Πρέπει να τον φέρει στο σημείο να δρα, όχι να σκέφτεται» εξηγεί ο Πιτ. «Αλλά πώς μεγαλώνεις ένα παιδί μέσα σε μία μόνο ημέρα;».
Στο «Fury» «πρωταγωνιστούν» πέντε αυθεντικά τεθωρακισµένα, παραλλαγές και διαφορετικοί τύποι του Σέρµαν M4, προµηθευµένα από συλλόγους που ασχολούνται µε στρατιωτικά οχήµατα στη Μεγάλη Βρετανία αλλά και από το µουσείο τεθωρακισµένων του Μπόβινγκτον (ο Πιτ παραδέχθηκε πως καθότι ο ίδιος είναι άσχετος επί του θέµατος αντλούσε πληροφορίες για τα τανκς ακόµη και από τον µεγαλύτερο γιο του, ο οποίος είναι αυθεντία). Τα οχήµατα επανδρώθηκαν µε έµπειρα πληρώµατα, στρατιώτες µε εµπειρία από τον πόλεµο του Αφγανιστάν ή άλλους πρόσφατους πολέµους, αλλά ακόµη περισσότερο ενδιαφέρον έχει η εξαντλητική εκπαίδευση των ηθοποιών για τις ανάγκες των γυρισµάτων. Ο ίδιος ο Πιτ αισθάνεται υπερήφανος που υπέβαλε σε βασανιστήρια τον εαυτό του. «Μας ζητούσαν πουσάπς, ήµουν ο πρώτος στο έδαφος. Στην τάξη µελετούσα πολύ σκληρά. Δεν γκρίνιαξα ούτε µία φορά, δεν το έπαιξα δύσκολος και δεν παραπονέθηκα. Ολοι οι ηθοποιοί έπρεπε να δουν ότι ήµουν αφοσιωµένος σε αυτό που κάναµε –τουλάχιστον όσο οι ίδιοι, αν όχι σκληρότερα. Κατά µια έννοια, όπως ευθύνη του Κόλιερ είναι η ασφάλεια των ανδρών του, ευθύνη δική µου ήταν να ορίσω τον τόνο των ερµηνειών. Είτε γυρίζαµε είτε όχι. Η όλη εµπειρία υπήρξε για εµένα µια έντονη εκπαίδευση στην ηγεσία».
*Η ταινία «Fury» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέµπτη 20 Νοεµβρίου σε διανοµή Feelgood Entertainment.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ