Οι εµπειρίες, οι γνώσεις, οι σκέψεις, τα συναισθήµατα αλλάζουν εµάς τους ίδιους, αλλάζουν τη ζωή µας. Και το ταξίδι είναι όλα αυτά και άλλα πολλά. Ταξιδεύοντας, δίνουµε και παίρνουµε. Οι διασταυρώσεις και τα δοσίµατα είναι η πεµπτουσία του ταξιδιού. Εξερευνούµε φυσικά τοπία, αλλά ουσιαστικά ψάχνουµε τα ανθρώπινα και τον εαυτό µας κυρίως. Ο Τζον Στάινµπεκ σηµείωσε στο µπλοκάκι του: «Ενα ταξίδι είναι από µόνο του σαν ένα πρόσωπο, που κανένα δεν µοιάζει µε ένα άλλο. Υστερα από καιρό βλέπουµε πως εµείς δεν πάµε ταξίδι, το ταξίδι µάς πάει»…
Το ταξίδι αλλάζει λοιπόν τη ζωή μας, ειδικά στην Τυνησία, που αλλάζει και η ίδια, καθώς η Αραβική Ανοιξη, την οποία πρώτη αυτή έφερε, ανθεί πλέον μόνο εδώ, μεταξύ εξωστρεφούς Μεσογείου και μυστηριώδους Σαχάρας. Και αυτή η ατμόσφαιρα που αναβλύζει από τις απεραντοσύνες, ζει και βασιλεύει και εκδηλώνεται με τον πιο ζωντανό και παραστατικό τρόπο στις παλιές μεντίνες των πόλεων, και ειδικά της Τύνιδας. Εκεί η χώρα βγάζει το ούτως ή άλλως ελαφρύ κάλυμμα του προσώπου της –που όποτε το φορά είναι σύμβολο μυστηρίου και όχι θρησκευτικού φανατισμού –και αποκαλύπτει τη γοητεία της. Είναι σαν να λέει «ελάτε σ’ εμένα για να αλλάξουμε μαζί».
Οι µεγάλες εναλλαγές στην ατµόσφαιρα της Τυνησίας είναι η ακαταµάχητη γοητεία της. Από τις πιο χαρακτηριστικές είναι η µετάβαση από τις σύγχρονες λεωφόρους µιας πόλης στα παλιά στενοσόκακα της µεντίνας της. Ολο αυτό γίνεται χειροπιαστό όταν βαδίζεις στον φαρδύ πεζόδροµο προς την εντυπωσιακή πύλη της µεντίνας της Σούσα µε τον φάρο Καλέφ αλ Φατά να ορθώνεται µπροστά στον δρόµο σου. Μεντίνα είναι η παλιά, µεσαιωνική πόλη, οχυρωµένη πίσω από τείχη, πύργους και επάλξεις. Μέσα στον λαβύρινθο των στενών δρόµων της κυκλοφορεί µε τα πόδια η ατµόσφαιρα της Ανατολής. Ενα απέραντο παζάρι µε κάθε λογής πραµάτειες δίνει απίστευτη ζωντάνια στην ατµόσφαιρα των περασµένων καιρών, καθώς η ευωδιά των µπαχαρικών πλανάται παντού. Και µόνο για αυτό ολόκληρες οι µεντίνες είναι σπουδαίες, ορισµένες χαρακτηρισµένες από την UNESCO µνηµεία παγκόσµιας πολιτιστικής κληρονοµιάς, αλλά κλείνουν µέσα τους και ξεχωριστά µνηµεία, όπως εδώ στη Σούσα ο πύργος Ριµπάτ και το Μεγάλο Τέµενος.
Η πιο μεγάλη εναλλαγή στην Τυνησία είναι από τη χρυσή άμμο της ερήμου στη γαλάζια θάλασσα. Μάλιστα, η όαση Γκαμπές φθάνει ως τις ακτές της Μεσογείου, στην Τυνησία της ελιάς, στην περιοχή της Σφαξ, που και αυτή συντηρεί άθικτη τη σκεπαστή μεντίνα της. Αυτή η εναλλαγή αποτυπώνεται πολύ ιδιαίτερα στη μεντίνα της Χαμαμέτ. Είναι, βλέπετε, που από την κυκλαδικού τύπου ακτή ανοίγεται η μεγάλη, γαλάζια μητέρα και μαζί της οι βάρκες που φέρνουν στην αγορά κάθε είδους θαλασσινά. Τα ψάρια στην αγορά της Χαμαμέτ είναι μαγική εικόνα. Γενικώς η εικόνα του ψαριού έχει μαγικές ιδιότητες σε ολόκληρη την Τυνησία. Παντού, ακόμη και στα ανώφλια των σπιτιών των τρωγλοδυτών της Ματμάτα, το ψάρι αποτελεί σύμβολο καλής τύχης.
Χαθήκαμε στον λαβύρινθο της μεντίνας της Τύνιδας, της παλιάς πόλης με τα 700 και πλέον μνημεία, αλλά μόνο μεταφορικά, αφού μας οδηγούσε ο Μοχάμεντ Μπασάρ της πρεσβείας της Τυνησίας στην Αθήνα, που διοργάνωσε το ταξίδι μας. Είναι μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, καθώς από τον 12οως τον 16ο αιώνα καταχωρίστηκε ως μία από τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες πόλεις στον αραβικό κόσμο.Εδώ, γύρω από το μεγάλο τέμενος Αλ Ζαϊτούνα, διακλαδώνονται τα στενά δρομάκια της γεύσης της Τυνησίας.
Το άρωµα της κατακόκκινης χαρίσα, εθνικού καρυκεύµατος της Τυνησίας που βλέπεις στους πιο χρωµατιστούς πάγκους της αγοράς των µπαχαρικών, σε οδηγεί ως τη διακοσµηµένη µε σκαλιστή πέτρα θύρα του εστιατορίου Dar Belhadj. Μέσα υπάρχουν αυθεντικά ψηφιδωτά και πλακάκια µε αραβικά µοτίβα. Αυτό το χαρµάνι των πολιτισµών που σφραγίζει την Τυνησία αποτυπώνεται στη µεντίνα, καθώς η γειτνίαση των πρώην ευρωπαϊκών συνοικιών µε τα σπίτια των αυτοχθόνων δηµιουργεί ένα παζλ ρυθµών, από την αραβική τεχνοτροπία και την αρ ντεκό ως τη µοντέρνα και τη σύγχρονη τέχνη.
Κάπως έτσι είναι και η ατµόσφαιρα σε αυτό το εστιατόριο που φωτίζει το πρόσωπο της Τυνησίας. Η κουζίνα αναδεικνύεται µε φόντο µια τυπική σκηνογραφία του πολιτισµού της χώρας, στην εσωτερική σκεπαστή αυλή ενός παλαιού αρχοντικού. Στο εστιατόριο µπήκαµε κατά κάποιον τρόπο µε ευλάβεια, καθώς όλοι ήταν αφοσιωµένοι στο φαγητό τους –στο µενού κυριαρχούσαν τα ψάρια και τα θαλασσινά. Το κυρίως πιάτο ήταν µια γέφυρα επικοινωνίας µεταξύ των Τυνησίων των παραλίων και των Βερβερίνων της ερήµου. Το εµβληµατικό κουσκούς συνδυαζόταν µε το ψητό ψάρι, τα ψητά κυδώνια και τα κολοκυθάκια, τα ρεβίθια και τις ρώγες από σταφύλι σταφίδα. Φεύγοντας µας έριξαν στις χούφτες ανθόνερο, ένα χαρακτηριστικό άρωµα της Τυνησίας που σε ακολουθεί για πάντα.
Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού της Τυνησίας, τηλ. 210 6717 590, 210 6755 921

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ