Πώς θα φανταζόταν κανείς την Αλίκη ενώ περιγράφει τον καβγά ανάμεσα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και στον παραγωγό Βίκτωρα Μιχαηλίδη στις Κάννες, με τον Ομάρ Σαρίφ να προσπαθεί να συγκρατήσει τον πρώτο και τον Αλμπέρτο Σόρντι τον δεύτερο; Ή να τσακώνεται με τον άρχοντα στην εποχή της κινηματογραφικής βιομηχανίας Φιλοποίμενα Φίνο; Ή με τον Μάνο Χατζιδάκι; Γνωρίζετε ότι κατά τη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά χρόνια πριν από τη δημιουργία της διασημότερης ταινίας του, του «Αλέξη Ζορμπά», ο Μιχάλης Κακογιάννης είχε συνεργαστεί με τον Νίκο Καζαντζάκη σε ειδικά προγράμματα ομιλιών για το BBC;

Δεν έχει ενδιαφέρον η πληροφορία ότι πολλά χρόνια προτού η Ελένη Ζαφειρίου γίνει η διασημότερη μάνα του ελληνικού κινηματογράφου ζούσε σε ξενοδοχείο στο Παρίσι με λεφτά του ναυτικού συζύγου της, ο οποίος υπηρετούσε ασυρματιστής μαζί με τον ποιητή Νίκο Καββαδία; Θα μπορούσατε ποτέ να διανοηθείτε ότι πριν από τη γέννηση ενός από τους μεγαλύτερους έρωτες στην ιστορία του ελληνικού θεάματος, ανάμεσα στον Δημήτρη Χορν και στην Ελλη Λαμπέτη, ο μεν Χορν έβλεπε τη Λαμπέτη με ελαφρύ σνομπισμό, η δε Λαμπέτη τον Χορν με μια μικρή περιφρόνηση; Ή ότι ο Χορν ως τα 12 του χρόνια μεγάλωνε σε ξενοδοχείο, το ίδιο στο οποίο έμενε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής; Και πόσοι ξέρουν ότι όταν ο Κώστας Βουτσάς ήρθε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις στο υπουργείο για την άδεια ηθοποιού απορρίφθηκε δύο φορές, με το αιτιολογικό ότι «δεν κάνει για ηθοποιός»;
Ολες αυτές οι πληροφορίες περνούν σαν μικρές ιστορίες μέσα από τις ογκώδεις κινηματογραφικές (κυρίως) συνεντεύξεις που πήρε ο δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Ιάσων Τριανταφυλλίδης από τους προαναφερθέντες –από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως τα μέσα της αμέσως επόμενης –και τώρα δημοσιεύονται για πρώτη φορά σε μια σειρά μικρών, φιλικών προς τον αναγνώστη (και την τσέπη του) βιβλίων, με κοινό τίτλο «Ελληνικό σινεμά σε πρώτο πρόσωπο» (εκδ. Andy’s Ρublishers).
Η πεντάδα που πρόκειται να κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο αφορά τους Βουγιουκλάκη, Χορν, Κακογιάννη, Ζαφειρίου και Βουτσά, ενώ στη δεύτερη πεντάδα, που κατά πάσα πιθανότητα θα κυκλοφορήσει αρχές Δεκεμβρίου, βρίσκουμε τους Γιάννη Δαλιανίδη, Ρένα Βλαχοπούλου, Ντένη Βαχλιώτη, Τασσώ Καββαδία και Νίκο Κούρκουλο. Και θα ακολουθήσουν οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Νόρα Βαλσάμη, Αριστείδης Καρύδης-Φουκς, Μαίρη Χρονοπούλου, Νίκος Καβουκίδης, Παύλος Τάσιος, αλλά και οι μουσικοσυνθέτες Νίκος Μαμαγκάκης, Τάκης Μωράκης και Κώστας Καπνίσης, για τους οποίους δεν υπάρχουν γραπτά.
«Το σημαντικό δεν είναι να γράψω ένα βιβλίο για τον καθένα» είπε ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης, ο οποίος παραχώρησε στο BHmagazino το υλικό των πρώτων πέντε βιβλίων για να γίνει η παρακάτω επιλογή μιας πρώτης δημοσίευσης. «Είναι το ότι μιλούν οι ίδιοι, διηγούνται τη ζωή τους, αυτοβιογραφούνται. Αυτά τα βιβλία θέλω να αποτελέσουν χρήσιμο οδηγό για όσους ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με επαγγελματικό τρόπο με κάποιον από αυτούς τους ανθρώπους, αλλά συγχρόνως να είναι και ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, κάτι σαν παραμύθι, για τους μη επαγγελματίες που όμως ενδιαφέρονται για τα πρόσωπα αυτά».
Εθνική σταρ
Αν ζούσε σήμερα, θα γινόταν 80 χρόνων. Κατά μία έννοια, βέβαια, ζει, μέσα στις καρδιές των εκατομμυρίων θεατών που την αγάπησαν και τη λάτρεψαν. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το άστρο της Αλίκης Βουγιουκλάκη δεν έσβησε ποτέ (βοήθησαν και εξακολουθούν να βοηθούν οι μεταδόσεις ταινιών της από την τηλεόραση) καθώς και ότι καμία άλλη ελληνίδα ηθοποιός δεν έχει κατορθώσει να φτάσει την απήχηση της Αλίκης. Ομως, αν κάτι προκύπτει από τη συνέντευξη του Τριανταφυλλίδη, είναι ότι το «Ποντικάκι» είχε ατσαλένια ψυχή, όπως ενδεχομένως επιβαλλόταν για τη διατήρηση της φωτεινότητάς της. Ως το τέλος.
Ο Φίνος και το «μαγαζί» του
Οταν ο Φιλοποίμην Φίνος φώναξε την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο γραφείο του, εκείνη μπήκε με το τρανζίστορ στο χέρι και το μαλλί πιασμένο σε αλογοουρά: «Δεσποινίς Βουγιουκλάκη, σας θέλω για να παίξετε στη «Θεία από το Σικάγο»» της είπε. Κι εκείνη του απάντησε: «Kύριε Φίνο, είμαι πολύ μικρή ακόμη για να παίξω τη θεία». Εγινε εξαρχής αντιληπτό ότι ήταν δύο άνθρωποι έτοιμοι να συγκρουστούν. Η μεν Αλίκη επειδή «θεώρησα προσβολή να με φωνάξει να παίξω σε ένα έργο που δεν θα είχα τον τίτλο» (ήταν ήδη πρωταγωνίστρια στη «Μουσίτσα», στο «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» στο «Κορίτσι με τα παραμύθια») και ξαφνικά θα έπρεπε «ή να παίξω τη θεία, αλλά δεν μπορώ γιατί είμαι πολύ νέα, ή τίποτα, γιατί ανιψιά αποκλείεται». Ο Φίνος την πέταξε από το γραφείο του αποκαλώντας την «αναιδέστατη» και λέγοντάς της «να μην ξαναπατήσει εδώ μέσα». Ομως είχε να κάνει με «ένα σκληρό καρυδάκι…».
Η Αλίκη ξαναπάτησε «εκεί μέσα», αλλά οι συγκρούσεις της με τον Φίνο δεν σταμάτησαν εκεί. «Ο Φίνος δεν ήθελε κανέναν γιατί είχε και αυτός μια ανασφάλεια» είπε. Τον χαρακτηρίζει μεν καλό, αλλά και έναν άνθρωπο που ήθελε τα οράματά του μέσα στο σπίτι του, όχι έξω. «Γι’ αυτό δεν βγήκαν και οι ταινίες του έξω. Δεν ήθελε ανθρώπους με ισχυρή προσωπικότητα να του χαλάσουν και το σπίτι και το μαγαζί». Κι έτσι έγιναν σιγά σιγά τρεις ομάδες, το τιμ του Δαλιανίδη, το τιμ του Φώσκολου με Κούρκουλο κ.τ.λ. και το τιμ του Σακελλάριου, με Αλίκη Βουγιουκλάκη – Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Αρνήθηκε, άλλωστε, τον «Κατήφορο». Ο Φίνος ήταν ενθουσιασμένος με την «Αλήθεια» του Ανρί-Ζορζ Κλουζό, στην οποία πρωταγωνιστούσε η Μπριζίτ Μπαρντό. Και επειδή αποκαλούσαν την Αλίκη «Μπαρντό της Ελλάδας» («και κάτι τέτοιες σάχλες και γινόμουν και μπαρούτι»), της πρότεινε να γυρίσουν τον «Κατήφορο». «Εγώ κατάλαβα ότι αυτή η ταινία ήταν πολύ επικίνδυνο να γυριστεί με μένα. Ηταν πολύ τολμηρή για τον τύπο μου και την αρνήθηκα, δεν ήθελα να γυρίσω τα γυμνά και όλα αυτά. Και τότε ο Φίνος βάλθηκε να φτιάξει τη Ζωή Λάσκαρη και το κατάφερε.
Ο «Κατήφορος» χάλασε κόσμο και εκείνη τη χρονιά η Ζωή πήρε τον τίτλο της δημοφιλέστερης σταρ».
Η σχέση με τον Σακελλάριο
Ο κυρ Αλέκος, με τον οποίο συνεργάστηκε σε πολλές ταινίες, αναγνώριζε πολλά πράγματα, αλλά ταυτόχρονα «για να λέμε τις αλήθειες, προσπαθούσε να λανσάρει μέσα από τις ταινίες μου την αρραβωνιαστικιά του, μετέπειτα γυναίκα του, την Μπέμπη Κούλα…» (σ.σ.: Νίκη Λινάρδου). Η Βουγιουκλάκη το αντιλήφθηκε στα γυρίσματα της ταινίας «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο». Πήγε στον Φίνο και του είπε ότι ο Σακελλάριος δεν της κάνει πλάνα, ότι εκείνη μιλάει και η μηχανή είναι στραμμένη αλλού. Ο Φίνος έδωσε εντολή να δει τα πλάνα, του τα έδωσαν και αργότερα είπε στον Σακελλάριο να ξαναγυριστούν. «Αυτή ήταν η πρώτη ρήξη που είχα με τον αγαπημένο μου μπαρμπα-Αλέκο» εξομολογείται η Βουγιουκλάκη. «Μου είπε «ένα σκατό εσύ, θα μου πεις εμένα πώς θα κάνω κινηματογράφο;». Και είπα «κάνε κινηματογράφο όπως νομίζεις, αλλά μη με αδικείς, θα διεκδικήσω το δίκιο μου, δουλεύω, ποντάρουν στον εαυτό μου, ποντάρει ο Φίνος, δεν θα αφήσω κανέναν να με μειώσει…»».
Στα γυρίσματα της «Αλίκης στο Ναυτικό» ο Σακελλάριος ειρωνευόταν τον τρόπο με τον οποίο η Αλίκη χόρευε το «Τράβα μπρος». «Κι είπα εγώ «να φύγει αυτή (σ.σ.: η Μπέμπη Κούλα) από το πλατό» και κάτι τέτοια. Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις να διεκδικείς αυτό που σου ανήκει και να σε αφήνουν να κάνεις ήσυχα τη δουλειά σου. Αυτό το είχα, το έχω και θα το έχω όσο ζω. Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι, αρκεί να μην πειράζουν εμένα, να μη με ενοχλούν την ώρα της δημιουργικής μου δουλειάς. Μετά, ας με ενοχλούν».


Ο τσακωμός με τον Μάνο Χατζιδάκι
Είναι δύσκολο να φανταστείς την Αλίκη Βουγιουκλάκη να λέει «όχι» στον Μάνο Χατζιδάκι, όμως έγινε. Εγινε λίγο προτού ανεβούν τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» στο θέατρο. Δεν μπορούσαν να βρουν έργο να ανεβάσουν και ο Χατζιδάκις, μαζί με τον Αλέξη Σολομό, πρότειναν στην Αλίκη τη «Λούλου» του Βέντεκιντ, ένα ρεπερτόριο που δεν ταίριαζε σε μεγάλο θέατρο. «Το δικό μας θέατρο είχε ορχήστρα, είχαμε κόσμο που δούλευε και με τη «Λούλου» θα έπρεπε οι μισοί να μείνουν άνεργοι» λέει η Βουγιουκλάκη. «Και ξύπνησε η Αλίκη με διαόλους και με αγάπη ουσιαστική προς τους συναδέλφους και είπε «θα κάνουμε ένα έργο και θα παίξουμε όλοι»». Και τότε εμφανίστηκε ο Αλέκος Σακελλάριος με τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο». Τεράστια επιτυχία, χαμός στο Ρεξ. Ετσι είχε προκληθεί η ρήξη της με τον Μάνο Χατζιδάκι. Τσακώθηκαν επειδή η Βουγιουκλάκη αρνήθηκε να κάνει αυτό που της είπε. Μετά την ολοκλήρωση και της ομότιτλης ταινίας, όμως, ξαναγύρισε στον Χατζιδάκι «κι εκείνος μου άνοιξε την αγκαλιά του».
Το άριστα που δεν πήρε ποτέ
Η Βουγιουκλάκη πίστευε ότι από την εποχή των σπουδών της είχαν αρχίσει οι «προσωπικές επιθέσεις» εναντίον της. Επιρρίπτει ευθύνες στον Δημήτρη Χορν που δεν της έβαλε άριστα. «Ηταν λάθος του!». Πίστευε ότι επειδή ήταν νέα τρόμαζε τους παλιούς. Επίσης, «ήταν η χρονιά που έδιωξαν τον Ροντήρη από το Εθνικό» και έτσι πίστευε ότι δεν είχε την τύχη να τη βοηθήσει «αυτός ο πολύτιμος δάσκαλός μου». Το ήθελε πολύ το άριστα, το ήθελε γιατί μόνον έτσι μπορούσε να μείνει στο Εθνικό, να παίξει τους κλασικούς ρόλους. «Κι αυτό μου το στέρησαν». Ωστόσο, όταν ο Χουρμούζιος της ζήτησε να υπογράψει συμβόλαιο πρόσληψης, εκείνη είχε και πάλι αντιρρήσεις. «Εβαλα όρο. Είπα «αφού δεν με κρατήσατε, θέλω να βγάλετε από το συμβόλαιό μου τον όρο ότι θα είμαι στον Χορό». Δεν ήθελα να είμαι στον Χορό. Θα μου δώσετε κάποιους ρόλους αφού με φωνάζετε. Μου λένε όχι, αυτό είναι υποχρεωτικό. Και τότε μπήκε στη μέση ο Μυράτ και μου λέει «έλα να σε κάνω εγώ πρωταγωνίστρια και φύγε από το Εθνικό» κι έτσι έφυγα, χωρίσαν οι δρόμοι του Εθνικού και της Αλίκης και μπήκα στην περιπέτεια του ελευθέρου θεάτρου, έμαθα τη σκληρότητα, τον ανταγωνισμό και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας νέος ηθοποιός με ταλέντο όταν δεν έχει κανένα άλλο στήριγμα εκτός από τον εαυτό του. Γιατί δεν είχα γνωριμίες, δεν ήμουν από θεατρική οικογένεια, ούτε ζήτησα από κανέναν να με στηρίξει».
Εγκεφαλικό ταρακούνημα
Στα γυρίσματα της «Μανταλένας» η Αλίκη Βουγιουκλάκη χτύπησε το κεφάλι της στη σκηνή που τσακώνεται με τον Δημήρη Παπαμιχαήλ στις βάρκες και πέφτουν. «Αυτό το κεφάλι πόσες φορές το έχω βαρέσει, πότε σε δέντρα, πότε σε βάρκες, πότε σε τοίχους. Εχω πάθει πολλές διασείσεις και νομίζω μου έχει μείνει αυτό το ταρακούνημα μες στον εγκέφαλο (γέλια). Σίγουρα δεν είμαι στα καλά μου ή, αν θέλεις, το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές αλλιώτικες, πράγμα που, βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, τελικά μού βγήκε σε καλό».
Φώσκολος και ξύλο
Οι αναμνήσεις της από την «Υπολοχαγό Νατάσσα» δεν ήταν και τόσο όμορφες. Θυμόταν τον Νίκο Φώσκολο που για να σπάσει το ηθικό της, «έβαλε κάποιον να με πετάξει στις λάσπες και να με δέρνει. Το πρώτο πλάνο. «Είναι στο σενάριο» μου λέει. «Μα είναι στο σενάριο, αλλά αρχίζεις πιο ομαλά, Νίκο» του λέω. «Οχι, ήθελα να σου πάρω τον αέρα». Οταν είδε, όμως, ότι εγώ είμαι επαγγελματίας, ότι το σταριλίκι και οι διεκδικήσεις είναι έξω από το πλατό, τότε ηρέμησε. Mόνο στην Κωπαΐδα τσακωνόμασταν για το ποιος θα πάρει την καρδιά από το καρπούζι. Είχε, όμως, πάρα πολλή ταλαιπωρία η «Νατάσσα», μες στους βάλτους με τα κουνούπια, μέσα στον ήλιο, είχε ψηθεί το πρόσωπό μου στην Κωπαΐδα».
Μιχάλης Κακογιάννης
Διεθνής σκηνοθέτης
Ο Μιχάλης Κακογιάννης «διεθνοποίησε» τον ελληνικό κινηματογράφο και για ταινίες του όπως, μεταξύ άλλων, οι «Στέλλα», «Αλέξης Ζορμπάς», «Ηλέκτρα» και «Ιφιγένεια» απέσπασε αμέτρητες διακρίσεις.
Ηρώδης, Καλιγούλας, βαρβάτοι ρόλοι
Προτού ασχοληθεί με την κινηματογραφική σκηνοθεσία με το «Κυριακάτικο ξύπνημα» το 1953, ο Μιχάλης Κακογιάννης στην Αγγλία δούλεψε στο BBC και άρχισε την καλλιτεχνική καριέρα του ως ηθοποιός του θεάτρου. Πρώτος ρόλος του ο Ηρώδης σε μια κανονική παράσταση της «Σαλώμης» του Οσκαρ Γουάιλντ. «Ημουν πολύ νέος για να παίξω τον Ηρώδη, αλλά εγώ άλλο που δεν ήθελα… Ηθελα βαρβάτους ρόλους». Επαιξε επίσης τον «Καλιγούλα» του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος ήρθε και στο Λονδίνο και τον είδε.
Το μεγαλείο της Ελλης Λαμπέτη,το μυστήριο της Ειρήνης Παπά
«Ναι. Απαντώ χωρίς δισταγμό» αποκρίνεται κοφτά στην ερώτηση αν η Ελλη Λαμπέτη ήταν εκείνη που τον αντιπροσώπευε περισσότερο. Η σχέση του με την Ειρήνη Παπά ήταν μια πολύ διαφορετική ιστορία. Την εποχή που δόθηκε η συνέντευξη δεν μιλιόταν μαζί της και ο Κακογιάννης δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο. Βγάζει δε μια μικρή κακία λέγοντας ότι αν την είχε δει ως Αντιγόνη στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα ίσως να μην την είχε πάρει για τον ρόλο της Ηλέκτρας. Μετά το διορθώνει, λέει ότι ήταν σχετικά καλή ως Αντιγόνη.
Η Σιμόν Σινιορέ και η μαντάμ Ορτάνς
Από την αρχή ο Μιχάλης Κακογιάννης είχε αποφασίσει ότι ο ρόλος του Αλέξη Ζορμπά στη διασημότερη ίσως ταινία του έπρεπε να δοθεί στον Αντονι Κουίν. Ωστόσο, δεν ήταν η Λίλα Κέντροβα η επιλογή του για τη μαντάμ Ορτάνς. «Ηταν η Σιμόν Σινιορέ, γιατί αρχικώς το καστ ήταν πιο φανταχτερό». Η Σινιορέ δεν έπαιξε τον ρόλο, όχι επειδή αποχώρησε, αλλά επειδή «δεν τα έβγαζε πέρα. Καμία σχέση με τον ρόλο. Λάθος διανομή. Ούτε να χορέψει ήξερε, ούτε να σηκώσει το πόδι της, ούτε να κάνει τη βεντέτα την ξεπεσμένη. Χωρίσαμε, αλλά είχαμε μείνει φίλοι, είχε έρθει και στην πρεμιέρα του «Ζορμπά» στο Παρίσι».

Δημήτρης Χορν




Χαρισματικό ταλέντο
Παιδί της Αθήνας, γιος του θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν, ο Δημήτρης Χορν έζησε με την Ελλη Λαμπέτη τον θρυλικότερο έρωτα στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και έπαιξε σε ελάχιστες ταινίες, όλες μικρά ή μεγάλα διαμάντια («Ο μεθύστακας», «Κάλπικη λίρα», «Το κορίτσι με τα μαύρα» κ.ά.).
Από βρέφος στο θέατρο
Το θεατρικό ντεμπούτο του Δημήτρη Χορν έγινε σε ένα έργο του πατέρα του με τίτλο «Οι γειτόνισσες». «Η Κυβέλη έπρεπε να κρατάει ένα μωράκι έξι μηνών στα χέρια της» είπε ο Χορν που δεν έπαψε ποτέ να νοσταλγεί την παιδική ηλικία του, «όπως όλοι». Τέσσερα χρόνια αργότερα, στη «Νόρα» του Ιψεν, έπαιξε ένα από τα παιδιά της Νόρας και μετά έπαιξε ξανά στα 11 μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στη «Μαμά Κολιμπρί». Οταν βγήκε στο θέατρο, ως επαγγελματίας πια, ήταν 19 ετών.
Η κακογουστιά των Ελλήνων
Αναγκάστηκε για τα χρήματα να τραγουδήσει τις «Θαλασσιές τις χάντρες». Θα το τραγουδούσε η Τζένη Βάνου, αλλά του ζήτησαν να το πει και εκείνος. Γράφτηκε, άρεσε. «Οταν ήρθε η Τζένη Βάνου να το πει, την έδιωξαν. Εγώ, βέβαια, δεν το είπα για να γίνει δίσκος, αλλά για να το ακούσουν αυτοί. Είναι δε και αηδέστατο τραγούδι». Για τον Χορν το γεγονός ότι έπειτα από τόσα χρόνια εξακολουθούσε να ακούγεται τόσο πολύ «δείχνει την κακογουστιά των Ελλήνων».
Ο έρωτας με την Ελλη Λαμπέτη
«Ηταν σπουδαία ηθοποιός. Είχε την ικανότητα να κάνει τα ασήμαντα πράγματα σημαντικά. Αλλά δεν μπορούσε να παίξει κλασικό θέατρο» είπε ο Χορν. Ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι επίσης ότι ο θίασος Λαμπέτη – Παππά –
Χορν δημιουργήθηκε εν τη απουσία του Χορν στο Λονδίνο. «Γύρισα πίσω και θα είχαν η Λαμπέτη με τον Παππά έναν θίασο και μου είπαν να συνεργαστούμε και είπα «ναι». Δεν με συμπαθούσε καθόλου η Λαμπέτη κι εγώ καθόλου τη Λαμπέτη. Αυτά είναι αμοιβαία, δεν μπορείς να συμπαθήσεις έναν άνθρωπο που σε αντιπαθεί. Αλλά, όπως λένε και οι Γάλλοι, από το μίσος στον έρωτα είναι ένα παραπάνω βήμα…».
Ελένη Ζαφειρίου

Εθνική μάνα
Ορφανό παιδί μεγαλωμένο από ζεύγος ηθοποιών, η Ελένη Ζαφειρίου, εκτός από τη σπουδαία δουλειά της στο θέατρο, υποδύθηκε σε αμέτρητες ταινίες τις μάνες ή τις θείες όλων των κοινωνικών τάξεων.
Η ταλαιπωρία στον «Αστραπόγιαννο»
Ο «Αστραπόγιαννος» γυρίστηκε στην Κωπαΐδα, μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία για την Ελένη Ζαφειρίου: «Νερά, κακό, άλλαζα εφημερίδες μέσα στα παπούτσια μου» είπε η ηθοποιός, που τελικά διαολόστειλε τον σκηνοθέτη.
Το ψήσιμο του Φώσκολου
Η Ελένη Ζαφειρίου συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην «Υπολοχαγό Νατάσσα» του Νίκου Φώσκολου. «Και το Αλικάκι, ξέρετε αυτό το πλάσμα πόσο υπομονετικό ήταν;» είπε. «Θα έκανε τη σκηνή, από πάνω της στεκόταν η μάνα της, που την έκανα εγώ, κι αυτή έπρεπε να κλάψει πάνω από τον τάφο του άντρα της. Μα θα καθήσαμε εκεί πέντε ώρες, μέσα στον ήλιο, κάπου έξω από τη Λιβαδειά. Ο Φώσκολος δεν έψηνε μόνο εμάς, ψηνόταν κι αυτός. Γιατί ο Φώσκολος τιμωρεί και βασανίζει και τον εαυτό του».
Μια σκορδαλιά για τον Γκάρι Κούπερ
Ενα θεατρικό ανέκδοτο που κυκλοφορούσε ανάμεσα στη Ζαφειρίου και στην Κατίνα Παξινού αφορούσε τον αμερικανό πρωταγωνιστή της ταινίας «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», για την οποία η Παξινού κέρδισε το Οσκαρ β´ γυναικείου ρόλου. «Μωρή Κατίνα», είπε η Ζαφειρίου στην Παξινού, «σου άρεσε ο Γκάρι Κούπερ, πήγες μαζί του…». Η απάντηση ήταν «όχι καλέ, μια σκορδαλιά τού έφτιαξα, την έφαγε, την ευχαριστήθηκε και με αγκάλιασε και με φιλούσε κι αυτό ήταν όλο».
Το ξύλο στο «Τελευταίο ψέμα»
Οι σκηνές βιαιοπραγίας στο φινάλε της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη όταν η Ελλη Λαμπέτη και η Αθηνά Μιχαηλίδου δέρνουν τη Ζαφειρίου, καθώς φαίνεται ήταν αληθινές. «Αληθινές, ναι» εξομολογείται η Ζαφειρίου. «Ηταν δε και μισό μισό το ξύλο, για να φαίνεται και από το παράθυρο και από το σαλόνι». Από το πολύ ξύλο σωριάστηκε και αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι ενώ ήταν πεσμένη ο Κακογιάννης σήκωσε το φουστάνι της ώστε να φανεί η κάλτσα κάτω από το γόνατο, «πως είμαι λαϊκή γυναίκα. Του λέω «άσ’ το το φουστάνι» και μου λέει ο Μιχάλης «άσ’ τη να τη δούμε»».
Κώστας Βουτσάς




Στην παρέα του Φίνου


Ο Κώστας Βουτσάς αγαπούσε πολύ το σινεμά, αλλά ήταν ντροπαλός. Ντρεπόταν να πάει στην πλατεία Κάνιγγος στο κτίριο του Χόλιγουντ, όπως το έλεγαν τότε, και να ζητάει δουλειές. Στον Φίνο μπήκε την εποχή που έκανε παρέα με τον Γιάννη Δαλιανίδη, επίσης από τη Θεσσαλονίκη.
Η φυγή από τον Φίνο
«Καθόμασταν λοιπόν στο γραφειάκι του Φίνου, ένα τηλέφωνο στη μέση και πίσω μας το φουαγέ. Ηταν τότε που ο Χατζηχρήστος άρχισε να μην είναι καλά, είχε πάθει τα εγκεφαλικά. Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει ο θυρωρός. Ο Χατζηχρήστος ζητούσε τον Φίνο, εγώ ακούω κανονικά τι λένε. Λέει ο Φίνος «έχω δουλειά, αργότερα, μιλάω με τον Βουτσά». Κλείνει το τηλέφωνο. Μετά από κανένα τεταρτάκι ξαναπαίρνει τηλέφωνο.Ξαναλέει ο Γιώργος ο θυρωρός «κύριε Φίνο, είναι ο Χατζηχρήστος». «Πες του δεν είμαι εδώ» λέει ο Φίνος και κλείνει το τηλέφωνο. Λέω μέσα μου «εμένα δεν θα μου το πεις αυτό». Τρόμαξα. Ο Φίνος να πει έτσι στον Χατζηχρήστο; Που σε άλλες περιπτώσεις έλεγε «πού είναι να πάω να τον βρω εγώ…» Κι όταν μου έκανε πρόταση ο Καραγιάννης, βγήκαμε κρυφά, με ένα Φιατάκι, σαν παράνομο ζευγάρι. Μου λέει, λοιπόν, 350.000 την ταινία. Υπογράφουμε. Και μου λέει ο δικηγόρος μου «δεν αναλαμβάνω γιατί θα χάσεις, έχεις συμβόλαιο για ενάμιση χρόνο ακόμη». Κάν’ το, λέω, και το πολύ πολύ να ξαναγυρίσω στον Φίνο. Δεν θα με έβαζε στην άκρη όπως έκαναν στον Καζαντζίδη ή στους ποδοσφαιριστές».
Ο κατήφορος του ελληνικού σινεμά
Για τον Κώστα Βουτσά η κρίση του ελληνικού κινηματογράφου στη δεκαετία του 1970 οφείλεται στο ότι δεν βρήκε εναλλακτικές λύσεις. «Ενώ υπήρχαν νέοι σκηνοθέτες έμεναν έξω από το κύκλωμα» λέει. Αναφέρει τον Παντελή Βούλγαρη, τον Κώστα Κουτσομύτη και τον Σταύρο Τσιώλη που έκανε ταινίες στον Φίνο, αλλά με τη συνταγή του Φίνου. «Ο Φίνος δεν πέρασε τη γέφυρα να πάει στα παιδιά που τα κλείσανε μέσα σε τείχη ορισμένοι δημοσιογράφοι». Ο ηθοποιός αναφέρει την «ομάδα» Πηλιχού, Σταματίου, Μαρίας Παπαδοπούλου και άλλων, «οι οποίοι πολεμούσαν τον κινηματογράφο που κάναμε εμείς. Ηταν θαυμαστές του Τριφό, του Λουί Μαλ και πολύ φοβάμαι ότι κάποιοι από αυτούς έχουν μείνει εκεί ακόμη».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ