Ο Mέγας Aλέξανδρος είχε πολύ συγκεκριμένες προτιμήσεις όσον αφορά την επιλογή των καλλιτεχνών που θα φιλοτεχνούσαν τη μορφή του. Σύμφωνα με πηγές των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, ο ζωγράφος Απελλής και ο γλύπτης Λύσιππος ήταν οι «imagemakers» του, όπως έχει γράψει πολύ εύστοχα η ιστορικός τέχνης Νίκη Λοϊζίδη, ομότιμη καθηγήτρια ΑΣΚΤ και επισκέπτρια καθηγήτρια στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου στη Λεμεσό. Από εκεί και πέρα, κάθε εποχή ανακάλυπτε τον δικό της Αλέξανδρο και προσάρμοζε τον προσωπικό μύθο του και την εμβέλεια των επιτευγμάτων του στις πεποιθήσεις και στις αξίες που τη χαρακτήριζαν.

Οταν στις αρχές του 16ου αιώνα, για παράδειγμα, η Ρώμη ζούσε με τον φόβο της προέλασης των ισπανικών και γερμανικών στρατευμάτων, η τέχνη ανέτρεχε σε γεγονότα από την Ιστορία του μακεδόνα στρατηλάτη τα οποία αναδείκνυαν τη γενναιοδωρία του απέναντι στον ηττημένο εχθρό του. «Η οικογένεια του Δαρείου ενώπιον του Αλεξάνδρου» (1565-1560), του Πάολο Βερονέζε, σίγουρα είχε αφετηρία σε αυτή την παράδοση. Και όμως, δύο αιώνες νωρίτερα, για τον ίδιο πολιτισμό, ο Αλέξανδρος δεν ήταν ο παράφορος, ένδοξος στρατηλάτης, αλλά πρωτίστως ένας βίαιος, ανεξέλεγκτος άνθρωπος, μια κατεξοχήν αρνητική μορφή, έτσι όπως αποτυπωνόταν στα κείμενα του Πετράρχη.
Η αλήθεια είναι ότι οι καλλιτέχνες δεν ακολούθησαν κατά πόδας την κριτική διάθεση των ιστορικών και των φιλολόγων. Οι μονάρχες που ανέθεταν σε καλλιτέχνες τη ζωγραφική έργων με θέμα τον Αλέξανδρο επέλεγαν εξάλλου να ταυτίζονται με τη λαμπερή, την ένδοξη πλευρά του φιλόδοξου στρατηλάτη και ηγεμόνα.
Ο βασιλιάς Ηλιος και ο Αλέξανδρος Ιόλας
Στη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ΄ ο Μέγας Αλέξανδρος αποτελούσε το ιδανικό πρόσωπο που μπορούσε να παραλληλιστεί με τον βασιλιά ο οποίος θα δόξαζε τη χώρα του όπως είχε κάνει παλαιότερα ο μακεδόνας βασιλιάς. Γι’ αυτό και ο ζωγράφος του γάλλου βασιλιά, Σαρλ λε Μπρεν, απεικόνισε σκηνές από το έπος του Αλεξάνδρου όπως η «Μάχη του Γρανικού» εστιάζοντας στο θάρρος και στη ρώμη του προτύπου του Λουδοβίκου.
Οι απεικονίσεις μαχών ήταν ούτως ή άλλως σταθερά δημοφιλείς, σταθερά παρούσες σε εικονογραφημένα χειρόγραφα του Βυζαντίου και της Ανατολής, ενώ εξίσου αγαπητή για τους ζωγράφους ήταν η σχέση του με την πανέμορφη Ρωξάνη, καθώς και η ιδιαίτερα φιλική σχέση του με τον ζωγράφο Απελλή. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ο Αλέξανδρος δεν δίστασε να δωρίσει στον Απελλή την αγαπημένη του παλλακίδα, Παγκάστη, όταν διαπίστωσε ότι ο ζωγράφος την είχε ερωτευτεί, σκηνή που αναπαράχθηκε ευρέως στη ζωγραφική. Ωστόσο, μετά τη Γαλλική Επανάσταση η θεματολογία που αφορά το παρελθόν εγκαταλείπεται και «ο Απελλής (που) ζωγραφίζει την Παγκάστη», του Ζακ-Λουί Νταβίντ, μένει ημιτελής καθώς δεν έχει παραγγελιοδότη.
Τον 19ο αιώνα ο μύθος του Μεγάλου Αλεξάνδρου παρακμάζει και η εικόνα του συνδέεται με τον γεωγραφικό εξωτισμό των κατακτήσεών του, ενώ στον 20ό αιώνα και στην περίοδο του Μεσοπολέμου γίνεται το σύμβολο ενός «νέου πολιτισμικού (και φυλετικού) imperium». Για παράδειγμα, ο αγαπημένος γλύπτης του Χίτλερ, Αρνο Μπρέκερ, υιοθετούσε στα έργα του τις κλασικές αναλογίες και την επιθετικότητα του ανδροπρεπούς ιδεώδους που εκπροσωπούσε ο Αλέξανδρος, ενώ το τελευταίο σημαντικό έργο του ήταν ένα μνημειακών διαστάσεων άγαλμα του στρατηλάτη (1982).
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αλέξανδρος του Γουόρχολ, παραγγελία του συλλέκτη Αλέξανδρου Ιόλα, είναι σαφέστατα το πιο γνωστό έργο που αφορά τον βασιλιά των Μακεδόνων. Λαμπερός και μεγαλοπρεπής, μα ωστόσο άλλη μια «ιδεολογικά εκκενωμένη και ευρέως καταναλώσιμη σειραϊκή εικόνα της ποπ αρτ», σύμφωνα με την κυρία Λοϊζίδη.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ