«Να προσευχηθώ στου νερού την άκρη» για ένα καλοκαίρι που φεύγει για να πάει να φέρει το επόμενο. Στα βήματά μας πάνω στα χαλίκια, μέσα στο παγωμένο νερό του Αχέροντα, μας συντροφεύει ο βραβευμένος με Νομπέλ ιρλανδός ποιητής Σέιμους Χήνυ, εραστής της Ελλάδας και κοινωνός του μύθου της. «Θυμήθηκα τα φοβισμένα, αμετάκλητα βήματά μας». Φοβισμένα έξω από τη σπηλιά του στοιχειού και αμετάκλητα προσανατολισμένα προς τις πηγές του Αχέροντα, μετά το χωριό Γλυκή, κάπου μπροστά στα πόδια των αγέρωχων βουνών του Σουλίου. Είναι οι μύθοι που μας βοηθούν να δούμε την πραγματικότητα. Ο ποιητής λέει για τον «Προσωπικό του Ελικώνα»: «Θεωρώ τον εαυτό μου και γιο του Ερμή, γιατί ο Ερμής ήταν ο θεός των πορθμέων, των ταξιδιωτών, των αγορών, των διασταυρώσεων». Κι εμείς είμαστε ταξιδιώτες, περιηγητές σε έναν τόπο που, σύμφωνα με ελληνικούς μύθους, εργαζόταν αδιάκοπα ο πιο γνωστός πορθμέας, ο περαματάρης των ψυχών από τη μία όχθη της Αχερουσίας λίμνης στην άλλη, από τον κόσμο των ζωντανών στην άβυσσο του Αδη. Oμως οι μύθοι είναι που μας βοηθούν να δούμε την πραγματικότητα. Και γυρνώντας το κεφάλι μας πίσω, είδαμε τέσσερα κορίτσια να τρέχουν αντίθετα στο ρεύμα του μύθου, μέσα σε ένα φωτοστέφανο από σταγόνες κρυστάλλινου νερού. Η ίδια η χαρά της ζωής αυτοπροσώπως…
Ω Γλυκή μου φύση
Το μονοπάτι μας είναι η ίδια η κοίτη του ποταμού και το μόνο μεταφυσικό χάδι σε αυτό το τοπίο είναι η παγωμένη ανάσα που αναβλύζει μαζί με το κρουσταλλένιο νερό από τη Σπηλιά του Στοιχειού. Αυτή η «ανάσα» ήταν κάποτε του κακού δράκου που φαρμάκωνε το νερό. Τον σκότωσε κάποιος Αηδωνάτος (ή ήταν μήπως ο Αϊδωνέας, ένας από τους θεούς του Κάτω Κόσμου;) που έγινε Αϊ-Δονάτος, τοπικός άγιος και προστάτης της περιοχής, πολιούχος της Γλυκής.

Ετσι, τα νερά έγιναν ξανά γλυκά και γάργαρα, όπως είναι σήμερα, και το χωριό στην όχθη του Αχέροντα με τη μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική και τα θεόρατα πλατάνια ονομάστηκε Γλυκή. Και από το όνομα των θεών και των αγίων έμειναν μόνο τα πραγματικά αηδόνια που κρεμούν τις περίτεχνες φωλιές τους από τον θόλο των κλαδιών που δημιουργούν τα δέντρα πάνω από το ποτάμι. Τις βλέπεις καθώς ταξιδεύεις με σκάφος ανάπλωρα του ρεύματος του ποταμού, από τις εκβολές του στην Αμμουδιά, μέχρι το περίφημο Νεκρομαντείο.

Είναι από τις πολύ σπάνιες εμπειρίες να ταξιδεύεις με τρεχαντήρι σε ποτάμι. Και η «Νεφέλη» κάνει τους καλοκαιρινούς μήνες συνεχώς αυτή τη διαδρομή, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Αν και έχει βάλει πλώρη για το φημισμένο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, εν τούτοις διασχίζει τη ζωή. Ενας ερωδιός χτυπά τις μεγάλες φτερούγες του, ένα νερόφιδο αυλακώνει το νερό, μια νερόκοτα τρέχει να κρυφτεί στα καλάμια, μια Αλκυόνη τινάζει τα πολύχρωμα φτερά της απολαμβάνοντας το έπαθλο –ένα ψαράκι –της απίθανης βουτιάς της. Ολη αυτή η χαρά της ζωής στριμώχνεται λιγάκι από την ατμόσφαιρα του Νεκρομαντείου, που όσο και αν οι αρχαιολόγοι έχουν απομυθοποιήσει την επικοινωνία των ζωντανών με τους νεκρούς, η «παρουσία» τους είναι υποβλητική. Οι ιερείς προετοίμαζαν επί ημέρες τους πιστούς, ώστε εξαντλημένοι να φτάσουν με λιγότερες αντιστάσεις στην αίθουσα όπου έστηναν ένα θέατρο με τις σκιές των προγόνων τους οποίους «ανακαλούσαν» από τον Αδη για να επικοινωνήσουν με τους ζωντανούς.
Η πηγή του καλού
Στο μεταξύ, η ζωή συνεχίζεται στις πηγές. Τίποτε άλλο μεταφυσικό από τη Σπηλιά του Στοιχειού, όλα είναι φυσικά. Μεγαλόπρεπα φυσικά. Α, και η ιστορία του Ορφέα που αψήφησε κάθε ανθρώπινο και θεϊκό νόμο για το χατίρι της αγάπης και έφτασε μέχρι τον Κάτω Κόσμο αναζητώντας απεγνωσμένα την Ευρυδίκη. «Αγάπη, θα τελειοποιήσω για σένα το παιδί / Που ακούραστο γυροφέρνει στο μυαλό μου» τραγουδά ο Σέιμους Χήνυ. Κι εμείς ακολουθούμε την πέτρινη σχισμή που μας ανοίγει αυτό το εντυπωσιακό τοπίο. Τη σχηματίζουν οι θεόρατοι τοίχοι από βράχους, χώμα και φυτά που γκρεμίζονται από το κορμί των βουνών μέχρι τα άσπρα και λεία χαλίκια που μουρμουρίζουν στο χάδι του νερού και των πατουσών: «Και σκουραίνουν τα βότσαλα / στην κοίτη του λιθόστρωτου».
Στα πιο στενά σημεία ορθώνονται γκρίζοι βράχοι, χωρίς καθόλου βλάστηση, οι οποίοι κρύβουν τον ήλιο ακόμη και το μεσημέρι. Προχωρείς με καλοκαιρινή αμφίεση, μαγιό, και απολαμβάνεις στο γυμνό σώμα την αίσθηση των νερών που αναβλύζουν από παντού –ακόμη και από μικρές τρύπες στους βράχους σαν σιντριβάνια -, λούζεσαι στα φωτεινά γαλάζια χρώματά του στα πιο βαθιά σημεία όπου καθρεφτίζονται όλες οι διαβαθμίσεις του πράσινου που και αυτές «αναβλύζουν» από τις όχθες του φαραγγιού, ως το σημείο, το μοναδικό, όπου θα πρέπει να αισθανθείς ως τον λαιμό τo κρύο νερό, για να πάρεις άδεια να συνεχίσεις ως το γεφύρι του Ντάλα. Ψηλά πάνω από την κοίτη παρακολουθεί το ποτάμι και αυτούς που το περπατούν η Σκάλα της Τζαβέλαινας, το μονοπάτι που περνά πάνω από τις Πηγές και ανηφορίζει στο Σούλι. Αυτό είναι ένα άλλο βλέμμα στον Αχέροντα των ζωντανών ανθρώπων…

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ