«Ο όρος αυτοκτονία χρησιμοποιείται για όλες τις περιπτώσεις θανάτου που απολήγουν άμεσα ή έμμεσα από μια «θετική» (π.χ. πυροβολισμός) ή αρνητική (π.χ. άρνηση τροφής) πράξη του ίδιου του θύματος, το οποίο έχει επίγνωση του αποτελέσματος που θα προκύψει». Ορίζοντας την αυτοκτονία το 1897, ο γάλλος στοχαστής Εμίλ Ντιρκέμ, θεμελιωτής της κοινωνιολογίας, έδινε μια λιτή περιγραφή ενός συμβάντος που για την αστική κοινωνία της εποχής συχνά λογιζόταν ακόμη ταμπού.
Οταν το 1899 ο πρίγκιπας Αλφρέδος, μοναχογιός του Αλφρέδου, δούκα του Σαξ Κόμπουργκ-Γκότα και εγγονός της βασίλισσας Βικτωρίας, αυτοκτόνησε σε ηλικία 25 ετών, οι «Times» του Λονδίνου απέφυγαν να μιλήσουν για το γεγονός ή για την προχωρημένη σύφιλη, που πιθανώς είναι ένας από τους λόγους που τον οδήγησαν στο απονενοημένο διάβημα, αποδίδοντας τον θάνατό του σε όγκο. Η ευχέρεια, επομένως, με την οποία οι οικείοι του Ρόμπιν Γουίλιαμς έκαναν λόγο για την πάλη του με την κατάθλιψη, έπειτα από την είδηση της αυτοκτονίας του στις 11 Αυγούστου, είναι ένα μάλλον πρόσφατο φαινόμενο. Κατάλοιπο μιας παλαιάς χριστιανικής ηθικής που ήθελε τον αυτόχειρα να διαπράττει έσχατο αμάρτημα και απαγόρευε την ταφή του σε καθαγιασμένο χώρο, ελιγμός διαφυγής από το υποτιθέμενο στίγμα μιας ασθένειας, σωματικής ή ψυχικής, μηχανισμός άμυνας απέναντι στον γιγαντωμένο στη σύγχρονη εποχή δημόσιο αντίκτυπο, η σιωπή αποτελούσε τον κανόνα που κάλυπτε με ενοχή τραγικές πτυχές της κοινής ανθρώπινης μοίρας.
Επώνυμα στερεότυπα
Το ερωτηματικό των αιτίων, βέβαια, συνοδεύει πάντοτε το άκουσμα της αυτοχειρίας ενός επώνυμου προσώπου: σε αδρές γραμμές, η δημοσιότητα ταυτίζεται από πολλούς με την υλική ευημερία, άρα και με την ψυχική γαλήνη. Δεν είναι τυχαίο ότι η κοινή γνώμη εξακολουθεί να αντιδρά με έκπληξη –πέρα από τις λεπτομέρειες του ιδιωτικού βίου, που ακόμη και στον καιρό του θριάμβου της δημοσιογραφίας των παπαράτσι και των φημών των social media συχνά παραμένουν άγνωστες, η ζωή υπό το φως των προβολέων δημιουργεί την αίσθηση του άφθαρτου των ειδώλων. Εξ ου και η διόλου ασυνήθιστη προσφυγή σε στερεότυπες ερμηνείες για να εξηγηθεί μια απώλεια.
Ο μύθος του «καταραμένου μουσικού», για παράδειγμα, κυνηγά τον Ιαν Κέρτις, τον Κερτ Κομπέιν και τον Μάικλ Χάτσενς, τρεις εντελώς διακριτές περιπτώσεις αυτοκτονίας: ο τραγουδιστής των Joy Division αντιμετώπιζε προβλήματα επιληψίας, ο ηγέτης των Nirvana πάσχιζε να σηκώσει το βάρος της φωνής μιας ολόκληρης γενιάς με το οποίο ξαφνικά τον φόρτωσε η μουσική βιομηχανία, ο επικεφαλής των INXS αντιμετώπιζε το φάσμα μιας πτωτικής απήχησης στο κοινό, σε συνδυασμό με σοβαρές περιπλοκές της οικογενειακής του ζωής. Και οι τρεις μπορεί να εμφάνιζαν έντονα σημάδια κατάθλιψης, για τους Κομπέιν και Χάτσενς τα ναρκωτικά ήταν τρόπος ζωής, κανείς τους όμως δεν ακολουθούσε ηθελημένα αυτοκαταστροφική πορεία για χάρη της τέχνης.
Το βάρος της ασθένειας
Μια ματιά στα πεπραγμένα διάσημων αυτοχείρων αποκαλύπτει πεζά αίτια ανθρώπινων τραγωδιών. Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ, ο Ζιλ Ντελέζ, ο Αρθουρ Κέσλερ και ο Χάντερ Τόμσον υποχώρησαν υπό το βάρος σωματικών ασθενειών. Η υγεία του Χέμινγουεϊ είχε κλονιστεί ως αποτέλεσμα δύο αεροπορικών ατυχημάτων στην Αφρική το 1954, ενώ επιβαρυνόταν από την κατάχρηση αλκοόλ πολύ προτού τινάξει τα μυαλά του στον αέρα τον Ιούλιο του 1961. Ο Κέσλερ υπέφερε ήδη από τη νόσο του Πάρκινσον, όταν διαγνώστηκε με λευχαιμία αυτοκτονώντας μαζί με τη σύζυγό του, Σύνθια Τζέφρις, τον Μάρτιο του 1983. Ο γάλλος φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ πάλευε με μια διαρκώς υποβαθμιζόμενη ποιότητα ζωής επιβιώνοντας με έναν πνεύμονα προτού αποφασίσει να θέσει ένα τέλος πηδώντας από το παράθυρο το 1995. Και ο εικονοκλάστης δημοσιογράφος και συγγραφέας του «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας» Χάντερ Τόμσον αντιμετώπιζε στα 67 του οδυνηρές χρόνιες παθήσεις με έναν οργανισμό καταπονημένο από μακροχρόνια χρήση ναρκωτικών όταν αυτοπυροβολήθηκε το 2005. Η εικαζόμενη σύφιλη του Κώστα Καρυωτάκη και η
αυξανόμενη παράλυση ως συνέπεια πολιομυελίτιδας της Πηνελόπης Δέλτα επηρέασαν την ψυχική τους υγεία συμβάλλοντας στον θάνατό τους το 1928 και το 1941, αντίστοιχα.
Η μανιοκατάθλιψη (ή «διπολική διαταραχή», όπως θα ήταν η σημερινή πιθανή διατύπωση) ευθύνεται για τον πνιγμό της Βιρτζίνια Γουλφ το 1941. «Κατάθλιψη» ήταν η ιατρική διάγνωση πριν από την αυτοκτονία της Σύλβια Πλαθ το 1963. Προβλήματα χρόνιας κατάθλιψης αντιμετώπιζε ο αμερικανός συγγραφέας Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ο οποίος κρεμάστηκε το 2008, ενώ ο αυτοχειριασμός του σχεδιαστή Αλεξάντερ Μακ Κουίν στο απόγειο της καριέρας του το 2010 σχετίζεται με καταθλιπτικό επεισόδιο στη χρονική συγκυρία του θανάτου της μητέρας του από καρκίνο.

Επιπλέον, τραγικές διαστάσεις φέρουν οι περιπτώσεις του ρώσου ποιητή Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και του γερμανοεβραίου στοχαστή Βάλτερ Μπένγιαμιν, όπου ένα καταπιεστικό κοινωνικό περιβάλλον δημιουργεί ασφυκτικές ψυχικά συνθήκες, στερώντας από το άτομο ζωτικούς όρους επιβίωσης. Ο μεν Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε το 1930 απογοητευμένος ερωτικά, αποξενωμένος από το σοβιετικό καθεστώς που του αρνούνταν ταξιδιωτική βίζα εξόδου από τη χώρα, έχοντας χάσει τις ψευδαισθήσεις του για τη ρωσική επανάσταση. Ο Μπένγιαμιν, από την πλευρά του, έβαλε τέλος στη ζωή του το 1940 σε μια συνοριακή πόλη της Καταλωνίας, καθώς οι ναζιστικές στρατιές προέλαυναν στη Γαλλία και το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο αρνούνταν να του επιτρέψει να περάσει στην ουδέτερη Πορτογαλία και από εκεί στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σήμερα, πολύ μακριά από την κλασική εποχή, όπου η αυτοκτονία νοούνταν ως μέρος του «καλώς θανείν», εφόσον απάλλασσε τον αυτόχειρα από έναν οδυνηρό και ανυπόφορο βίο, ο 21ος αιώνας βρίσκει στις «αναχωρήσεις» των διασήμων τον αντικατοπτρισμό αιώνιων αντιξοοτήτων της ανθρώπινης φύσης. Είναι η δική του φύση, αυτή της απενοχοποιημένης αγοραπωλησίας συναισθημάτων, που τον κάνει να τις τυλίγει συχνά με το πέπλο του θεάματος.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ