Το 1978, στη διασταύρωση Σίνα και Καπλανών, σε ένα πάρκινγκ που είχε δημιουργηθεί μετά την κατεδάφιση μιας μονοκατοικίας, ο Γιάννης Τσαρούχης σκηνογραφούσε τις «Τρωάδες». Στο κενό οικόπεδο μπορούσες να δεις τους σοβατισμένους τοίχους και τα ψήγματα χρώματος πάνω σε αυτούς, το τελευταίο αποτύπωμα από τις ζωές που κατοίκησαν εντός τους. Το υπουργείο Πολιτισμού τού ζήτησε να τους βάψει. Εκείνος αρνήθηκε να καταστρέψει αυτόν τον «Ρόθκο που ήταν καμωμένος από τη φύση» και τον χρησιμοποίησε στο σκηνικό του. Μαγικό. Πώς μπορείς να μην επηρεαστείς από έναν τέτοιο καλλιτέχνη; Ιδίως αν έχεις συνεργαστεί μαζί του όπως έκανε ο γνωστός φωτογράφος και θεωρητικός της φωτογραφίας, Κωστής Αντωνιάδης, την περίοδο 1975-1977 στο Παρίσι. Οι τσαρουχικές καταβολές ήταν φανερές στην αναδρομική του στο Μουσείο Μπενάκη τον χειμώνα που μας πέρασε η οποία κάλυπτε την περίοδο 1985-2013. Εξίσου ευδιάκριτες είναι στην έκθεση «Syn-opsis» στον Πύργο Μπαζαίου στη Νάξο όπου, όπως υπονοεί και ο τίτλος, συνοψίζονται οι θεματικες ενότητες του έργου του. Ούτως ή άλλως, το υποψιάζεσαι βλέποντας το «Ρομάντσο» (1985), ένα έργο στο οποίο μια γιγαντοαφίσα του περιοδικού ακουμπά σε έναν αντίστοιχο τσαρουχικό «Ρόθκο» από τη σειρά «Χρησιμοποιημένες Φωτογραφίες Ι» (1985-86). Αλλά και σε πορτρέτα του Αντωνιάδη από την ίδια δεκαετία τα οποία θυμίζουν έντονα τον τρόπο που ζωγράφιζε τα μοντέλα του ο Τσαρούχης.

Απλώς αυτή η ιστορία για τις «Τρωάδες» την οποία παραθέτει στον κατάλογο της έκθεσης ο φωτογράφος και επιμελητής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, Ηρακλής Παπαϊωάννου, σε βοηθάει να συνδεθείς ακόμη περισσότερο με το έργο του έτσι όπως αυτό εκτίθεται στον πύργο του 17ου αιώνα στην ενδοχώρα της Νάξου. Βοηθάει επίσης και το γεγονός ότι την έκθεση την επιμελήθηκε ο ίδιος ο Αντωνιάδης ο οποίος προσάρμοσε τον τρόπο έκθεσης των έργων στις αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες του Πύργου με τα μικρά δωματιάκια, τις εσοχές και τις κόγχες του. Ετσι, από την είσοδο κιόλας αισθάνεσαι ότι μπαίνεις σε έναν κόσμο μεταφυσικό, μάλλον επειδή τα τοπία της Νάξου που σε υποδέχονται, από τη σειρά φωτογραφιών «Αμερικανική Νύκτα» (2010-2011), είναι σχεδόν ίδια με εκείνα που εκτείνονται στο άμεσο περιβάλλον του Πύργου αλλά βουτηγμένα σε ένα ψυχρό φως, κάποιας αυγής απόκοσμης και όχι ιδιαίτερα ευοίωνης. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της χρήσης της τεχνικής day for night με την οποία κινηματογραφούνταν σε γουέστερν σκηνές με μπλε φίλτρο στο φως της ημέρας για να δίνουν την αίσθηση της νύχτας.

Ισως όμως είναι λάθος να αποκαλύπτεις τα «μυστικά» της φωτογραφίας του Αντωνιάδη, ο οποίος υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Φωτογραφικού Κέντρου Αθηνών από το 1979. Το πώς ενθέτει μορφές σαν σύγχρονα φαγιούμ σε τοίχους και κτίρια με έντονη πατίνα, πώς γεμίζει ρωγμές τα χάρτινα υποστρώματα για να αναδύουν το άρωμα παλιότερης εποχής. Ισως είναι, αν όχι πιο σωστό, σίγουρα πιο αισθαντικό να αφήνεσαι να συνομιλείς απευθείας με τα έργα του. Ιδίως με τα πορτραίτα της σειράς «Ηρωες και Ηρωίδες» (2012-2013) στα οποία άνδρες και γυναίκες εχουν φωτογραφηθεί μετωπικά σε στούντιο και σε κοιτάζουν κατάματα, με μια φυσική υπεροχή, καθώς προσομοιάζουν σε προτομές πάνω σε βάθρο που σχηματίζεται από θραύσματα κειμένου από κλασσικές τραγωδίες, όπερες, θεατρικά. Και καθώς ακούγεται από κάπου σιγανός ο ήχος μιας σταγόνας που πέφτει νωχελικά σε νερό (είναι τελικά από ένα βίντεο στον τελευταίο όροφο του Πύργου στο οποίο μεταφέρονται οι κυματισμοί του νερού πάνω σε ένα πορτραίτο) να νιώθεις ότι αδειάζεις από κάθε έγνοια, ότι κάθε αντίσταση διαλύεται και ότι όχι μόνο μπορείς να διακρίνεις «την ανατομία του σώματος των εικόνων» (τι κι αν δυσκολεύεσαι να κατανοήσεις το νόημα αυτής της φράσης;) αλλά και να της ανταποδώσεις το βλέμμα.

* «Syn-opsis» στον Πύργο Μπαζαίου, (12ο χιλ. Οδ. Χώρας Νάξου-Αγιασσού) ως τις 9/9