Ο Αύγουστος τα αναταράζει όλα. Τη θάλασσα με τα μελτέμια του, τον ορίζοντα με τα ηλιοβασιλέματά του, τις αμμουδιές με τις πατημασιές των κολυμβητών, την ψυχή με τις παρακλήσεις στην Παναγία στα μικρά ασπρισμένα ξωκλήσια –«σαν κοχύλια κολλημένα στα βουνά» καθώς λέει ο πρώτος των ταξιδιωτικών συγγραφέων, Ηρόδοτος –μέχρι το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Κάθε εκκλησάκι και μια γιορτή της ψυχής. Και ανατάραξε και τη δική μου ηρεμία η υπόμνηση της συνταξιδιώτισσας ότι αρχίζουν οι Παρακλήσεις του Αυγούστου ή μάλλον την προέκτεινε μέχρι πέρα τη μικρούλα Σίκινο για μια παράκληση και μια επίκληση στην Παναγία Παντοχαρά διά στόματος Οδυσσέα Ελύτη («Ανεμος της Παναγίας», από τη συλλογή «Προσανατολισμοί»):
Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
(…)
Ηταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
(…)
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!
Εκεί, ανάμεσα σε τρεις αιγαιόγλαρους, το Μοναστήρι της Χρυσοπηγής στην κορυφή και τις δύο μονάκριβες γειτονιές της Χώρας –του Χωριού και του Κάστρου –ασπρίζει ένας τέταρτος, πιο μικρός, το ξωκλήσι της Παναγίας Παντοχαράς, που χτίστηκε στη χάρη του ποιητή-μύστη των μικρόκοσμων του Αιγαίου. Ενα ιερό αφιερωμένο στα πιο δυνατά αισθήματα της ζωής –τη χαρά, τη λύπη, τη συμπόνια, την αγάπη. Εξω, η απεραντοσύνη του Αιγαίου και του ουρανού στις δύο άκρες του βράχου που αναδύεται από τη θάλασσα. Το τοπίο και τα θεία λόγια καλμάρουν τα πάντα. Ο παπα-Θοδωρής Αρσενικός ανοίγει το ιερό βιβλίο του και διαβάζει:

Ικετεύω, Παρθένε, τον ψυχικόν τάραχον και της αθυμίας την ζάλην, διασκεδάσαι μου, συ γαρ, Θεόνυμφε, τον αρχηγόν της γαλήνης, τον Χριστόν εκύησας, μόνη Πανάχραντε.
Ο παπα-Θοδωρής Αρσενικός κλείνει το βιβλίο του και λέει το «δι’ ευχών». Βγάζει το πετραχήλι του και το εγκολπώνεται διπλωμένο ευλαβικά. Βγαίνει στην πόρτα του μικρού Ναού της Παναγίας Παντοχαράς και η ματιά του χάνεται πίσω από τη γραμμή του μαβιού ορίζοντα. Το πλακόστρωτο μονοπάτι τραβά μαλαματένιο για το Κάστρο και χάνεται ανάμεσα στα μικρά λευκά σπίτια που έχουν ακόμη απλωμένα τα ασπρόρουχα με κίνδυνο να αστρονομιστούν. Και σταματά στο τρίστρατο που ο παπα-Θοδωρής αφήνει τα ιερά βιβλία και πιάνει το θεϊκό βιολί του, αυτό το όργανο που οι νησιώτες είχαν πάντα μέσα τους από τότε που λάξευαν στο μάρμαρο βιολόσχημα κυκλαδικά ειδώλια:
Πρώτ’ αγαπούσα στο Χωριό, τώρα αγαπώ στο Κάστρο
Και μες στη Λότζια θα σφαχτώ που βασιλεύει τ’ άστρο.

Και η παράκληση στη χαρά, στη λύπη, στη συμπόνια, στην αγάπη, συνεχίζεται μέχρι να δύσει και το φεγγάρι και να ανατείλει ο ήλιος μαζί με τόσες νέες ελπίδες και όλους τους δρόμους ανοιχτούς μπροστά σου.
Ωραία που ‘ναι την αυγή όταν γλυκοχαράζει
Να ‘ναι κανείς στη Σίκινο και να διασκεδάζει.
Η κύρια είσοδος του Κάστρου, που είναι κτισμένο στην άκρη του γκρεμού, πιθανόν στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, έχει κατεδαφιστεί, αλλά στέκει το Παραπόρτι, ένα εντυπωσιακό στεγάδι, που βγάζει στην επίσης εντυπωσιακή πλατεία. Εκεί υπάρχει η Παντάνασσα (1787) με το εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο και μια συλλογή από σπουδαίες εικόνες μεταβυζαντινής τέχνης, όλες ξεχωριστές πινελιές της ατμοσφαιρικής Κρητικής Σχολής του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα.
Η ίδια η Σίκινος είναι μια ξερολιθιά αφημένη αντίκρυ στη ροή των κυμάτων στο μπόι του ανθρώπου. «Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας» ακούγεται η φωνή του ποιητή-μύστη στον μοναδικό δρόμο που τρέχει πάνω στο σώμα του νησιού προς την Επισκοπή. Εκεί που τελειώνει ο δρόμος που διασχίζει τα αμπέλια του νησιού, αρχίζει το σοκάκι των ξερολιθιών, μέχρι αυτό το αλλόκοτο κτίσμα που άρχισε τη ζωή του ως ρωμαϊκό μνημείο του 3ου αιώνα και πήρε τη σημερινή μορφή του τον 17ο ως χριστιανικός ναός με τρούλο.
Ο άλλος δρόμος, ανάμεσα από τις δύο γειτονιές της Χώρας, άσφαλτος ή ειδυλλιακό καλντερίμι από το Χωριό, πάει κατευθείαν στην αγκαλιά της Σικίνου, την Αλοπρόνοια. Αλοπρόνοια σημαίνει φροντίδα από τις κακουχίες της θάλασσας και τέτοιο είναι το λιμάνι του νησιού. Ομορφη καλοκαιρινή αγκαλιά που ανοίγει ένα σώμα μεταξύ ουρανού και θάλασσας, μεταξύ του μαιάνδρου της ακτογραμμής και της κορυφογραμμής, μεταξύ των σκληρών γραμμών των βράχων και των ξερολιθιών και των γυναικείων καμπυλών των ξωκλησιών. Ο,τι ακριβώς είναι δηλαδή η Σίκινος, μαζί με μια ομορφιά, μια δέηση και μια ελπίδα που ταξιδεύει…

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ