Πώς γελούσαν οι αρχαίοι; Εντάξει, μια εύκολη απάντηση σε αυτό είναι «με τον ίδιο ήχο»: «χαχαχέ» είναι οι φθόγγοι με τους οποίους αποτυπώνεται γραπτά ο καγχασμός του κόλακα Γνάθωνα στο υποτιθέμενο αστείο του καυχησιάρη στρατιώτη Θράσωνα σε μια σκηνή της κωμωδίας «Ο Ευνούχος» του κλασικού λατίνου κωμωδιογράφου Τερέντιου. Σε ποιες περιστάσεις, όμως, επιτρεπόταν να γελάσει κανείς και σε ποιες επιβαλλόταν να καταπνίξει το γέλιο του; Τι ήταν «αστείο» και τι υπερέβαινε τα εσκαμμένα; Ποιοι θεσμοί και ποιες κοινωνικές κατηγορίες όφειλαν να είναι στο απυρόβλητο για λόγους σεβασμού ή ευπρέπειας;
Με τέτοια και άλλα παρόμοια ζητήματα αστεϊσμού ασχολείται το «Laughter in Ancient Rome» (εκδ. University of California Press), το νέο βιβλίο της διάσημης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, Μέρι Μπίαρντ. Εντρυφώντας στα κείμενα της ελληνικής και κυρίως της ρωμαϊκής αρχαιότητας, τις παραστάσεις, τα ψηφιδωτά, τις αρχαιολογικές ενδείξεις, ανασκάπτει έναν κόσμο με γνώριμες και αναπάντεχες πλευρές, όπου αυτοκράτορες και δούλοι, ηθοποιοί και μίμοι, άνθρωποι και ζώα εξισώνονται στην επικράτεια του φαιδρού.
Το δανεικό ρωμαϊκό γέλιο
Το γέλιο στη Ρώμη, σύμφωνα με τη Μέρι Μπίαρντ, βρίσκεται σε έναν διαρκή διάλογο με το γέλιο στην αρχαία Ελλάδα –αν και με μια σημαντική διαφορά: ενώ οι Ελληνες χρησιμοποιούν ποικίλα συνώνυμα με λεπτές διακριτές διαφορές («γελάν», «μειδιάν», «καγχάζειν», «κιχλίζειν» είναι μερικά μόνο), οι Ρωμαίοι αρκούνται σε παράγωγα του ρήματος «ridere». Η γλωσσική δυσκαμψία δεν σημαίνει βέβαια ότι στο Λάτιο βασίλευε η κατήφεια. Ως έναν βαθμό, πάντως, ειδικότερα όσον αφορά τη θεωρία του και τα θεατρικά του πρότυπα, το ρωμαϊκό γέλιο είναι ένα γέλιο δανεικό. Αίτιο και αιτιατό διατυπώνονται από τον Αριστοτέλη σε θεωρητικό επίπεδο. Σε πρακτικό, συχνά οι κωμωδοί της Ρώμης δανείζονται πλοκή και χαρακτήρες από τον Αριστοφάνη ή τον Μένανδρο, πάνω στους οποίους «χτίζουν» με βάση τη δική τους παράδοση, τους δικούς τους πολιτισμικούς τρόπους, τις δικές τους κοινωνικές συμβάσεις.
Για παράδειγμα, το ρωμαϊκό σκηνικό χιούμορ δεν είναι αποκλειστικότητα των ηθοποιών: υπάρχουν και οι υποδεέστεροι κοινωνικά μίμοι, οι οποίοι όμως δεν σιωπούν κατά τη διάρκεια της παράστασής τους όπως οι σημερινοί, υπάρχουν και οι κατώτατης υποστάθμης scurrae, οι οποίοι δεν είναι πλήρως κατανοητό σε τι διέφεραν από τους μίμους –εκτός ίσως από το ότι το ρεπερτόριό τους αναλωνόταν στην υπέρμετρη χυδαιότητα. Εδώ αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η Μπίαρντ επισημαίνει από τον πρόλογο του βιβλίου της ότι «στόχος μου είναι να καταστήσω το ζήτημα του γέλιου στη Ρώμη πιο πολύπλοκο, να το κάνω πιο ακατάστατο παρά να το ξεκαθαρίσω».
Οι λέξεις και τα πράγματα άλλων εποχών δεν ταιριάζουν πάντα ακριβώς στις οικείες μας κατηγορίες και ο ιστορικός, για την Μπίαρντ, αντί να τα προσαρμόζει στην κλίνη του Προκρούστη καλείται να τα καταστήσει κατανοητά στο κοινό μέσα στην πολυπλοκότητά τους. Κάτι που αποτελεί και γενικότερη επιδίωξη της ιστορικής επιστήμης σήμερα –η σύνθεση δηλαδή μιας πιο λεπτομερούς εικόνας, με περισσότερες πινελιές και αποχρώσεις, πιο ανοικτής σε ερμηνείες, λιγότερο προσκολλημένης σε θεωρήσεις που πιστεύουν ότι εξηγούν τα πάντα. «Ναι, ακριβώς» σχολιάζει η βρετανή ακαδημαϊκός. «Υπάρχει μια άποψη περί Ιστορίας που «βλέπει τα πράγματα όπως είναι» ή προσφέρει ένα «σύστημα» για την ανάγνωσή της. Εγώ θα προτιμούσα μια οπτική της Ιστορίας που αντιμετωπίζει τα πράγματα ως πιο περίπλοκα. Γι’ αυτό, άλλωστε, και το γέλιο είναι τόσο ενδιαφέρον ως ζήτημα. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος γιατί είναι τόσο μπερδεμένη υπόθεση. Αλλά και γενικότερα βοηθάει να βλέπει κανείς το παρελθόν ως αίνιγμα, ως ένα μπλεγμένο κουβάρι».
Εκτός όμως από την κωμωδία ή τη μιμική, υπάρχει και η ευθυμία που προσήκει σε άλλες στιγμές με άλλους στόχους. Υπάρχει το γέλιο που οφείλει να προκαλέσει ο ρήτορας στους ακροατές του, το αστείο με το οποίο θα ελαφρύνει ο πολιτικός τον λόγο του, το περιπαικτικό τραγούδι ενός συμποσίου ή το σκωπτικό άσμα μιας εορτής. Στους θριάμβους, για παράδειγμα, την τελετουργική επίδειξη του ρωμαϊκού μεγαλείου σε βάρος των ηττημένων αντιπάλων, η παράδοση ήθελε τους στρατιώτες να υμνούν τον ηγέτη τους με χονδροειδές χιούμορ εκφρασμένο σε πρόστυχα στιχάκια: «Ρωμαίοι, κλειδώστε τις γυναίκες σας, ο φαλακρός μοιχός επέστρεψε» διαλαλούσαν τις αρετές του οι λεγεωνάριοι του Ιούλιου Καίσαρα. Η ανδρική απώλεια της επικάλυψης του τριχωτού της κεφαλής ήταν «κλασικό ρωμαϊκό αστείο» επισημαίνει η Μπίαρντ. Το να τη διακωμωδεί κανείς λογιζόταν εντός του επιτρεπτού –σε αντίθεση με άλλες, σοβαρότερες απώλειες. Μέτρο της αχρειότητας του αυτοκράτορα Ελαγάβαλου κατά τη «Historia Augusta» του 4ου αιώνα μ.Χ., εξηγεί η ιστορικός, ήταν η συνήθειά του να προσκαλεί κατά περίπτωση για δείπνο οκτώ τυφλούς, οκτώ κουφούς, οκτώ φαλακρούς, οκτώ ψηλούς ή οκτώ παχύσαρκους, προκειμένου να τους καταστήσει φαιδρό θέαμα για τους υπόλοιπους, πολλοί από τους οποίους ήταν «παράσιτοι» –η κουστωδία ανεπάγγελτων κολάκων και ευνοουμένων που κέρδιζαν το παντεσπάνι το επιούσιο γελοιοποιώντας άλλους (ή τον εαυτό τους) γύρω από τα ανάκλιντρα των ισχυρών.
Χαμογελάτε, είναι αναχρονιστικό
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου της Μπίαρντ είναι το κεφάλαιο για τη λειτουργία του χαμόγελου, τόσο ως κοινωνικής πρακτικής όσο και ως κειμενικής αναπαράστασης. Ηταν αλήθεια το χαμόγελο κάτι διαφορετικό για τους Ρωμαίους από ό,τι είναι για εμάς σήμερα; «Σήμερα παίρνουμε το χαμόγελο ως δεδομένο, ως μια χειρονομία με συγκεκριμένο νόημα. Οπωσδήποτε, οι άνθρωποι άνοιγαν τα χείλη τους και στον ρωμαϊκό κόσμο, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν το ίδιο γεμάτο σημασία νεύμα που είναι για εμάς σήμερα. Για παράδειγμα, όταν οι Ρωμαίοι συναντούσαν ο ένας τον άλλον στον δρόμο δεν χαμογελούσαν, πιθανότατα αντάλλασσαν φιλιά στα μάγουλα.
Το ζήτημα του χαμόγελου, λοιπόν, αποτελεί ένα κατεξοχήν θέμα προς προβληματισμό, καθώς μας δείχνει ότι το «χαμόγελο» δεν είναι αναγκαστικά «φυσικό» ως αντίδραση».
Αλλωστε, ενίοτε και οι φυσικές αντιδράσεις μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες. Παράδειγμα, η εναρκτήρια αφήγηση του βιβλίου της Μπίαρντ, όπου παρατίθεται η γραπτή μαρτυρία του αρχαίου ιστορικού Δίωνα Κάσσιου.

Προσκεκλημένος του ανισόρροπου αυτοκράτορα Κόμμοδου στη Ρώμη του 2ου αιώνα μ.Χ., μαζί με άλλους υψηλόβαθμους συγκλητικούς, βρίσκεται σε τιμητική θέση στην αρένα όταν ο ηγεμόνας σφάζει μια στρουθοκάμηλο και τείνει από κοντά το κομμένο κεφάλι προς το μέρος τους, μειδιώντας υπαινικτικά. Η έμμεση απειλή σφαγής φέρνει στον Κάσσιο νευρικό γέλιο αντί τρόμου. Για να μην το θεωρήσει ο αυτοκράτορας κοροϊδία προς το πρόσωπό του και διατάξει την εκτέλεσή του χωρίς πολλά πολλά, ο Κάσσιος μαδάει το τιμητικό στεφάνι του και μασάει φύλλα δάφνης ώστε να κρύψει τον μορφασμό. «Αυτό που μου έκανε εντύπωση κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου ήταν ότι ξανά και ξανά τα όρια των σχέσεων εξουσίας ορίζονταν από ένα γέλιο. Συνέβαινε πράγματι έτσι ή έχουμε να κάνουμε με μια εξιδανικευμένη, φαντασιακή απεικόνιση στα γραπτά κείμενα; Δεν το ξέρουμε. Πάντως, σε πολλές πολιτικές κουλτούρες το γέλιο αποτελεί σπουδαίο όπλο στον πολιτικό λόγο».

Τα αρχαία ανέκδοτα
Αν το γέλιο θέτει όρια μεταξύ των ανθρώπων, τι συμβαίνει με τα όρια μεταξύ ανθρώπου και ζώου; Τόσο για τους Ελληνες όσο και για τους Ρωμαίους τα ζώα αποτελούν αφορμή ιλαρότητας: στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου ένας καθ’ έξιν και κατά φύσιν σκυθρωπός («αγέλαστος») ξεκαρδίζεται μόλις βλέπει έναν πίθηκο, στον «Χρυσό όνο» του Απουλήιου όλη η χιουμοριστική πλοκή στηρίζεται στη μεταμόρφωση ενός άνδρα σε γάιδαρο. Αν ξεπεράσει όμως κανείς το μέτρο της ευθυμίας, αποκτηνώνεται. Η Μπίαρντ θυμάται στο βιβλίο της τον διάλογο μεταξύ Χόρχε και Γουλιέλμου στο «Ονομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Εκο με επίμαχο σημείο το αν και κατά πόσο ο Χριστός γελούσε: ο πρώτος απέρριπτε την πιθανότητα γιατί το γέλιο ήταν ζωώδες, ο δεύτερος υποδείκνυε ότι ο Αριστοτέλης το θεωρούσε ίδιον του ανθρώπου. «Αυτό είναι πραγματικά ένα θαυμάσιο αίνιγμα. Υπάρχει μια μακρά παράδοση που ανάγεται τουλάχιστον στον Αριστοτέλη και η οποία ορίζει το γέλιο ως ειδοποιό διαφορά της ανθρώπινης φύσης. Ταυτόχρονα, όμως, ο υπερβολικός καγχασμός καθιστά τον άνθρωπο ζώο. Τι προεκτάσεις έχει μια τέτοια αντίληψη; Θα έλεγα ότι μας καλεί να ξανασκεφτούμε πιο προσεκτικά την έννοια της «ανθρώπινης φύσης»».
Υπάρχουν κάποια ανέκδοτα, που αν και φθαρμένα από χιλιετίες χρήσης (παρεμπιπτόντως, τo αποτυχημένο αστείο για τους Ρωμαίους ήταν «κρύο», «frigidus»), ηχούν οικεία στα αφτιά μας. Η Μέρι Μπίαρντ παραθέτει ένα παράδειγμα από τον «Φιλόγελω», την αρχαιότερη σωζόμενη συλλογή αστείων, γραμμένη τον 4ο μ.Χ. αιώνα στα ελληνικά. Ενας ασθενής εξηγεί στον σχολαστικό γιατρό του ότι κάθε ημέρα ξυπνά με πονοκέφαλο που διαρκεί μισή ώρα, «ένα ημιώριον»: «Να σηκώνεστε, λοιπόν, από το κρεβάτι μισή ώρα μετά» βρίσκει τη λύση εκείνος.
Ποιες ήταν, σε τελική ανάλυση, οι παράμετροι του γέλιου στον αρχαίο κόσμο, ελληνικό και ρωμαϊκό; Γελούσαν οι αρχαίοι λίγο-πολύ με τα ίδια πράγματα που προξενούν ευθυμία και στους σύγχρονους; «Εδώ η απάντηση είναι δύσκολη. Κατά κάποιον τρόπο, μπορεί να πει κανείς «ναι». Αυτό όμως οφείλεται ως έναν βαθμό στην ανακάλυψη κατά την Αναγέννηση συλλογών με ρωμαϊκά αστεία. Ωστόσο, αν τα διαβάσει κανείς, κάποια από αυτά ακούγονται πολύ παράξενα σήμερα. Σκεφτείτε, ας πούμε, το διαδεδομένο ρωμαϊκό αστείο για κάποιον που βλέπει έναν δρομέα να σταυρώνεται: «Τώρα δεν τρέχει απλά, πετάει» σχολιάζει. Να ένα είδος ανεκδότου που δεν θα ταίριαζε με τα δικά μας δεδομένα!». Οχι –αλλά πάλι κάθε εποχή έχει τους politically incorrect της: θυμάστε τους εσταυρωμένους των Μόντι Πάιθον να τραγουδούν «Always Look on the Bright Side of Life» στο τέλος του «Ενας προφήτης, μα τι προφήτης»;

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ