Η Nάξος μού αποκαλύπτεται σαν γυναίκα όμορφη, ανεξάρτητη, υποψιασμένη, ατμοσφαιρική, χαρούμενη, ανέμελη σαν καλοκαιρινή αύρα, μονάκριβη. Μια γυναίκα που δεν σου υπόσχεται κάποια εφήμερη θερινή σχέση, αλλά έναν αδιάκοπο δεσμό, μια παντοτινή καλοκαιρινή αγάπη. Μόλις μπεις στο λιμάνι της, σου ανοίγει την Πορτάρα, «πόρτα γιγάντια στο Αιγαίο», επάνω στο νησάκι Παλάτια, και σε καλωσορίζει με χαμόγελο στο σπιτικό της, στο αρχοντικό της, ρίχνοντας πίσω σου μια ματιά στον ήλιο που κατακόκκινος ακουμπά στον ώμο της Πάρου και στις καρδιές των ανθρώπων οι οποίοι με το ταίρι τους ή μοναχικοί παρακολουθούν εκστασιασμένοι την αρχέγονη τελετουργία μέσα από ένα αρχαϊκό πλαίσιο που στέκει εκεί όρθιο, απέναντι στα κύματα των αιώνων. Τι ευτυχία να σου μεταδίδουν τη θέρμη τους τα πυρωμένα από τον ήλιο που βασιλεύει ευγενή μάρμαρα. Τι ευτυχία, η μέρα που φεύγει να υπόσχεται ότι θα έρθει μια άλλη. Και η καινούργια μέρα είναι πάντα μια καλή μέρα…
Πύργοι, κούροι και χοροί
Οι πύλες της Νάξου είναι ορθάνοιχτες. Ακόμη και η Τρανή Πύλη του κάστρου είναι τώρα πλέον μόνιμα ανοιχτή. Παλιά, διασφάλιζε τα αρχοντικά της βενετσιάνικης αριστοκρατίας και τον πύργο του Μάρκου Σανούδου, την κεφαλή του δουκάτου του Αιγαίου. Τώρα, περνάς ελεύθερα και σεργιανάς με την ψυχή σου στα σοκάκια της μνήμης και της ομορφιάς. Πρώτα στο αρχοντικό των οικογενειών Della Rocca-Barozzi που χτίστηκε τον 13ο αιώνα, επάνω στο οποίο είναι η πύλη ενσωματωμένη, μπαίνεις αμέσως σαν σε μηχανή του χρόνου στη μεσαιωνική ατμόσφαιρα και, δωμάτιο με δωμάτιο, σάλα με σάλα, κελάρι με κελάρι, περιηγείσαι έναν τρόπο ζωής φορτισμένο με θρύλους και ρομαντικές ιστορίες. Φανταστείτε τους «Εμπόρους των εθνών» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τη μεταφορά τους στη μικρή οθόνη: «Ητανε μια φορά, μάτια μου, κι έναν καιρό, μια όμορφη κυρά…». Και κυράδες υπάρχουν πολλές στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου που στεγάζεται στο κτίριο της παλιάς Εμπορικής Σχολής όπου φοίτησε και ο Νίκος Καζαντζάκης. Στέκεσαι μπροστά τους και εντελώς αυθόρμητα αναλογίζεσαι ότι αυτά τα κυκλαδικά ειδώλια είναι από τα πιο όμορφα και πιο μοντέρνα τέχνεργα που σμίλεψε ποτέ ανθρώπινο χέρι επάνω στον πλανήτη Γη.
Οι άνθρωποι του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού χόρευαν ξέφρενα, έτσι όπως έκαναν πάντα οι Αξιώτες. Βλέπεις τους χαρούμενους χορευτές με σηκωμένα τα χέρια ψηλά, επικρουσμένους στην τεφρή πέτρα που βρέθηκε στην Κορφή τ’ Αρωνιού και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Τώρα χορεύουν το ίδιο ξέφρενα, αλλά με ενωμένα σφιχτά τα χέρια, όταν τα βιολιά, τα λαγούτα, οι τσαμπούνες και τα τουμπάκια ακούγονται ως τις Μικρές Κυκλάδες που κρέμονται σαν τάματα στην εικόνα της μεγάλης Νάξου. Δεν μπορείς να μείνεις έξω από έναν τέτοιο χορό. Οχι μόνο γιατί δεν σε αφήνουν έξω οι Αξιώτες, αλλά και εθιμοτυπικά, αφού βρίσκεσαι στον γενέθλιο τόπο του Διονύσου, άρα και του γλεντιού.
Ο γιγάντιος, παραθαλάσσιος κούρος δίπλα στον Απόλλωνα ίσως είναι μια μορφή του Διονύσου. Μένει αιώνες τώρα, 26 και βάλε, μες στην ακινησία του, αλλά μοιάζει απλώς να ατενίζει μακαρίως τα σκάφη που πηγαινοέρχονται μπροστά από την προκυμαία του Απόλλωνα. Αυτό είναι ένα από τα τρία πρόσωπα του μυστηρίου της Νάξου. Το δεύτερο είναι ξαπλωμένο κάτω από το μεγάλο δέντρο στο Φλεριό και το τρίτο λίγο πιο πάνω, μέσα στο λιοπύρι, στην Ποταμιά. Ολόκληρη η ζωή του περιηγητή στη Νάξο είναι υποψιασμένη από το παρελθόν του νησιού. Βλέπεις τα λατομεία μαρμάρου στον Κυνίδαρο και αμέσως τα συνδέεις με αυτούς τους ξαπλωμένους στις ερημιές κούρους. Και βέβαια, με τον περικαλλή Ναό της Δήμητρας και του Απόλλωνα, στον Γύρουλα στο Σαγκρί. Εκλεπτυσμένος, ολομάρμαρος –ακόμη και η σκεπή του –εκτίναξε στο υπερβατικό τον ιωνικό ρυθμό και προανήγγειλε, μαζί με το Ιερό των Υρίων, πάλι στη Νάξο, το θαύμα του Παρθενώνα.
Και βουνό και θάλασσα
Ο Ναός του Γύρουλα ζει στη σκιά της ψηλότερης κορυφής των Κυκλάδων νήσων, τον Ζα –μια τιμή στον Ξένιο Δία –που λες ότι εκεί κορυφώνεται και ξεχειλίζει η ενδημική, πλούσια και πολύχρωμη ζωή στη Νάξο, και μετά κατρακυλά προς διάφορες κατευθύνσεις, προς τις εξωστρεφείς θαλασσινές αγκαλιές στη νοτιοδυτική περιφέρεια του νησιού ή στις εσωτερικές διαδρομές επάνω στο σώμα του. Οπως αυτή, ας πούμε, που περνά δίπλα από μοναχικούς πύργους και ανεβαίνει στο οροπέδιο της Τραγαίας, ένα απίθανο πάρκο βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής με την Παναγία τη Δροσιανή (τέλη 6ου – αρχές 7ου αιώνα), μία από τις παλαιότερες χριστιανικές εκκλησιές, και την Πρωτόθρονη στο Χαλκί, πραγματική πινακοθήκη της εξέλιξης της εκκλησιαστικής εικαστικής έκφρασης. Το Χαλκί είναι κουκλίστικο, το Φιλώτι δυναμικό, τ’ Απεράθου σταρ. Πίσω από όλα αυτά ζει έντονα ο πολιτισμός της καθημερινής ζωής, στους μητάτους γύρω από το Φιλώτι, όπου πήζουν με τον παραδοσιακό τρόπο τα φημισμένα ναξιώτικα τυριά όπως το αρσενικό, που παλαιωμένο είναι ανώτερο από την παρμεζάνα, και στις κουζίνες των σπιτιών, όπου ευημερεί ένας γευστικός θησαυρός με υλικά που καλλιεργεί το σώμα της Νάξου, από τις πιο νόστιμες πατάτες, ως το μυρωδάτο λικέρ, αρωματισμένο με φύλλα κιτριάς.
Στο θερινό μέτωπο συμβαίνουν διαδοχικές εκρήξεις καλοκαιριού. Ξεκινούν από τις παραλίες της Χώρας, τον Αγιο Γεώργιο και τη Λαγκούνα, όπου οι καβαλάρηδες των κυμάτων χορεύουν στις κορφές τους με φόντο την Πορτάρα και το Κάστρο. Μετά, λέγε με Αγιο Προκόπιο με τα τυρκουάζ νερά, Αγία Αννα με την ανήσυχη θερινή ζωή, Μάραγκα, ζωηρή Πλάκα. Απομακρύνεσαι λίγο από αυτή την απίθανη πασαρέλα του καλοκαιριού και επανέρχεσαι στις διαδοχικές μικρές αγκαλιές του Ορκού ως την ολόφωτη έκρηξη της Μικρής Βίγλας με τους «αετούς» (kitesurf ) και τις ιστιοσανίδες να ανεμοπορούν θεαματικά στις κορυφές των κυμάτων. Η μαγεία του καλοκαιριού αυτοπροσώπως. Και μετά, το θέρος ακούει στα ονόματα Παρθένος, Καστράκι και μετά Αλυκό, με τους αμμόλοφους και τους κέδρους ως εκεί που φτάνει η άσφαλτος, και ο καλός χωματόδρομος συνεχίζει για Πυργάκι, ως Αγιασό (22 χλμ. από τη Χώρα από τον μεσόγειο αυτοκινητόδρομο) και αυτοσυγκεντρώνεται για να επιστρέψει ξανά με ένταση στην κεντρική καλοκαιρινή, συναρπαστική ζωή της Νάξου.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ