Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 4ης Ιουλίου του 2004 στη Λισαβόνα έγινε ένα λάθος επιπέδου ήπιου διπλωματικού επεισοδίου. Ο απρόσεκτος πορτογάλος σκηνοθέτης, που το διέπραξε όμως, είχε μια σημαντική δικαιολογία: Καθώς έγραφε «Κώστας Καραμανλής, πρωθυπουργός της Ελλάδας» κάτω από το κοντινό πλάνο του τότε προέδρου της ΕΠΟ Βασίλη Γκαγκάτση, ο οποίος πανηγύριζε βουρκωμένος την κατάκτηση του Euro, δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Η ομάδα του, η Πορτογαλία, έχανε το τρόπαιο μέσα στο σπίτι της, από έναν ενοχλητικά αποτελεσματικό όμιλο παικτών που είχε μόλις κάνει την εμφάνισή του στο υψηλό επίπεδο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Εκείνη την εποχή, αυτό το σκηνοθετικό/διπλωματικό λάθος μάς είχε φανεί αστείο. Για την ακρίβεια, όλα φαίνονταν αστεία το μακρινό 2004. Απείχαμε λίγους μήνες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, η οικονομία ήταν στα ύψη και η εικόνα του Θοδωρή Ζαγοράκη να σηκώνει το τρόπαιο του Euro ήταν η εικαστική απεικόνιση μιας ανέμελης χώρας.
Δέκα χρόνια μετά, τα περισσότερα αστεία έχουν τελειώσει. Ο Κώστας Καραμανλής παραμένει σιωπηλός. Ο Βασίλης Γκαγκάτσης έχει απομακρυνθεί από την ΕΠΟ αντιμετωπίζοντας κάποιες δικαστικές περιπέτειες. Και ο Θοδωρής Ζαγοράκης ετοιμάζεται να ταξιδέψει στις Βρυξέλλες ως ευρωβουλευτής. Αλλά αυτή η ομάδα, με διαφορετικούς συντελεστές, παρόμοιο γονίδιο και το ίδιο (ενίοτε ενοχλητικό, ενίοτε απολαυστικό) ένστικτο επιβίωσης, είναι ακόμη εδώ.
Υπάρχει κάποια λογική συνέχεια του 2004 με το 2014; Τα πρόσωπα έχουν αλλάξει. Ο Οτο Ρεχάγκελ απολαμβάνει τα χρυσά χρόνια της σύνταξης στα βουνά της Γερμανίας μαζί με τη σύζυγό του Μπεάτε. Στη θέση του είναι ο λιγότερο ευθυτενής αλλά πιο ανθρώπινος Φερνάντο Σάντος, που και αυτός μετά το τέλος της περιπέτειας της Βραζιλίας θα αποχωρήσει. Είναι λιγότερο δογματικός, περισσότερο μεσογειακός, λιγότερο αυστηρός, περισσότερο συμπαθητικός.
Με την εξαίρεση του Γιώργου Καραγκούνη και του Κώστα Κατσουράνη, κανείς άλλος παίκτης από το 2004 δεν έχει απομείνει. Ο πρώτος παραμένει ανθεκτικός αρχηγός, ένας παίκτης που ισορροπεί ανάμεσα στην παγκόσμια κλάση και στη γοητεία της αλάνας. Ο δεύτερος είναι ο Ελληνας που έχει δεχθεί την περισσότερη κριτική στο εφετινό Μουντιάλ, ως καταχραστής της εμπειρίας του, ως ανέτοιμος να αντεπεξέλθει σε τόσο υψηλό επίπεδο.
Αν κάνεις και στους δύο την ερώτηση κλισέ «αν το στοίχημα του 2004 χάθηκε», αν η ευκαιρία να αλλάξουμε ποδοσφαιρικό επίπεδο μετά την επιτυχία, τα χρήματα και τις ευνοϊκές κληρώσεις που ακολούθησαν τον θρίαμβο της Πορτογαλίας χάθηκε, θα απαντήσουν με τα ίδια λόγια: «Σε επίπεδο πρωταθλήματος, χάθηκε. Σε επίπεδο Εθνικής, όχι».
Πράγματι, η Εθνική είναι μόνιμα παρούσα σε υψηλό επίπεδο. Μετά το 2004, δεν πήγε στο Μουντιάλ του 2006 στη Γερμανία. Πήγε όμως στο Euro 2008, στο Μουντιάλ του 2010, στο Euro 2012 και στο εφετινό Μουντιάλ. Χωρίς να εντυπωσιάζει, χωρίς να προσφέρει θέαμα, συναγωνίζεται την Εθνική μπάσκετ ως το πιο ρεαλιστικό προϊόν που εξήγαγε η αθλητική Ελλάδα την τελευταία δεκαετία.
Και όμως, ο σεβασμός ποτέ δεν συνυπήρξε με αυτή την ομάδα. Φταίνε οι ίδιοι οι παίκτες και το κουραστικό αφήγημα του «δεν έχουμε να αποδείξουμε τίποτα» που δημιούργησε η αλαζονεία του 2004; Φταίει η έλλειψη ποδοσφαιρικής παιδείας του ποτισμένου με τυφλό οπαδισμό κοινού; Φταίει το συνήθως καιροσκοπικό και γεμάτο αντιαισθητικό πραγματισμό παιχνίδι τους; Φταίει η ευκολία (ή ηδονή) του μέσου Ελληνα να βρίζει επιτυχημένους, νεότερους, πλουσιότερους ανθρώπους από αυτόν; Ο,τι και να φταίει, αυτή είναι η αλήθεια: αυτή η ομάδα είχε μόνο ευκαιριακούς οπαδούς. Είναι μια ομάδα που νιώθει αγάπη μόνο όταν κερδίζει. Και αυτό, όχι πάντα.
Είναι ποδοσφαιρική ακροβασία να συγκρίνεις το 2004 με το 2014. Οχι μόνο γιατί τα πρόσωπα, οι διοργανώσεις και το momentum διαφέρουν, αλλά γιατί στο ποδόσφαιρο το επιτυχημένο παρελθόν λειτουργεί συνήθως σαν βάρος και όχι σαν καταλύτης επιτυχίας. Σήμερα, κόντρα στην Κόστα Ρίκα, οι ποδοσφαιριστές της Εθνικής δεν θα παίξουν με το μυαλό στο παρελθόν. Θα παίξουν γνωρίζοντας πως το καθήκον τους το έχουν κάνει και μένει μόνο η απόλαυση. Γνωρίζοντας πως αυτή η ευκαιρία είναι μοναδική.
Οποιος όμως κυκλοφόρησε το βράδυ της προηγούμενης Τρίτης σε ένα κεντρικό σημείο ελληνικής πόλης, όποιος ξεπέρασε το πρώτο σφίξιμο στη σκέψη πως πίσω από τα χαρούμενα πρόσωπα και τις ελληνικές σημαίες κρύβονται και επικίνδυνοι φασίστες, όποιος χάρηκε χωρίς αστερίσκους το εφήμερο και ειλικρινές μεγαλείο της ποδοσφαιρικής χαράς, όποιος σκέφτηκε πως η τελευταία φορά που έβλεπε ανθρώπους να κάνουν αυθεντικό συλλογικό χαβαλέ χαράς στον δρόμο ήταν πριν από πολλά πολλά χρόνια, θα καταλάβει πως η ευκαιρία είναι ήδη κερδισμένη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ