Οι μεγάλες προσδοκίες οδηγούν πολύ συχνά σε ισομεγέθεις απογοητεύσεις. Τι είναι αυτό που μας κάνει να βγούμε από το σπίτι και να ζητήσουμε ψυχικό άσυλο σε μία θεατρική παράσταση; Ενας καταξιωμένος σκηνοθέτης, ένα ενδιαφέρον καστ, ένα σπουδαίο έργο, μια καλή κριτική; Ολα αυτά μαζί; Στις μέρες μας, με τα πενιχρά οικονομικά να καταπιέζουν και τις βραδινές μας εξόδους, οι θεατρόφιλοι ποντάρουν συχνά «στα σίγουρα», φοβούνται να ρισκάρουν με έναν άγνωστο σκηνοθέτη, σε ένα μικρό θέατρο, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Για κάποιους λόγους, όμως, το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα το επιθυμητό. Συχνά βλέπουμε ηθοποιούς να ξεχωρίζουν σε παραστάσεις που βουλιάζουν. ΄Η σημαντικά έργα να μην ακούγονται καθόλου εξαιτίας ενός σκηνοθέτη που θεωρεί τον εαυτό του πιο σημαντικό από τον νεκρό, καταξιωμένο συγγραφέα.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η εφετινή σεζόν που πλησιάζει προς το τέλος της είχε ανάγκη από καλή συνεννόηση και ομαδικό παιχνίδι. Να μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα. Οι σκηνοθέτες με τους ηθοποιούς, οι ηθοποιοί μεταξύ τους, οι ηθοποιοί με το κοινό. Αν ένας κρίκος αυτής της αλυσίδας σπάσει, κάτι έχει χαθεί. Παρακολουθήσαμε παραστάσεις που έχασαν κάτι από όλα αυτά στην πορεία. Αναρωτηθήκαμε τι δεν λειτούργησε, αν και όλα τα προγνωστικά ήταν με το μέρος τους.
(Φά)ουστ: Και τα σκυλιά λυμένα

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση σκηνοθέτη –κατηγορία από μόνος του θα μπορούσαμε να πούμε. Από εκείνους που άνοιξαν τα μάτια στο ελληνικό κοινό, φέρνοντας αέρα γερμανικού πειραματικού θεάτρου σε σκηνές της χώρας μας. Οι παραστάσεις του σε ξεβολεύουν, είτε με την καλή είτε με την κακή έννοια. Μπορεί να πετύχεις έναν ηθοποιό του να σε έχει ξεχωρίσει για κάποιον λόγο από το κοινό και να σε κοιτάζει κατάματα παίζοντας με την υπομονή σου. Ή να σε σηκώσει στο τέλος να χορέψετε πλαισιωμένοι από τον υπόλοιπο θίασο –αγαπημένη μανιέρα Μαρμαρινού. Το σίγουρο είναι ότι όταν πηγαίνεις να δεις ένα έργο που έχει ανεβάσει, το έργο αυτό θα είναι αγνώριστο. Πάλι, είτε με την καλή είτε με την κακή έννοια.
Οι παραστάσεις του Μαρμαρινού θυμίζουν εκείνες τις επιδείξεις μόδας στις μεγάλες πασαρέλες του κόσμου, όπου τα μοντέλα παρελαύνουν φορώντας κοθόρνους που δεν μπορούν να περπατηθούν από κανονικούς ανθρώπους, υπερμεγέθη καπέλα και διαστημικά ρούχα, που επίσης δεν μπορούν να φορεθούν από κοινούς θνητούς. Κάπως έτσι, κάθεσαι στη θέση σου και βλέπεις τι έχει κάνει στο μυαλό του το έργο και κατά συνέπεια τι έχει κάνει το μυαλό του στο έργο. Στην περίπτωση του μαραθώνιου «Φάουστ» που παρακολουθήσαμε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, αυτή η πασαρέλα παραήταν μεταμοντέρνα για τα γούστα μας.
Οταν καταπιάνεσαι με ένα τεράστιο σε μέγεθος και νόημα έργο όπως το «Φάουστ», που δεν ανεβαίνει κάθε μέρα και που κατά συνέπεια δεν έχει πλοκή που την ξέρει ο καθένας ώστε να προχωρήσεις σε αναλύσεις άλλου επιπέδου, το ευρύ κοινό στο οποίο απευθύνεσαι θα χάσει το νήμα από πολύ νωρίς. Σκηνές όπως η αναπαράσταση του πίνακα ζωγραφικής που είχαν εξαντλητική διάρκεια και άλλα, πιο σύντομα, κλεισίματα του ματιού, είχαν το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα: σε έκαναν να νιώθεις άσχετος και ανόητος, σαν παιδάκι που δεν το παίζουν οι υπόλοιποι που ξέρουν πολλά παραπάνω. Ο Μαρμαρινός μπορεί να είχε έναν εξαιρετικό Ακύλα Καραζήση στον απαιτητικό ομώνυμο ρόλο, δεν μας έβαλε όμως ποτέ στο νόημα. Οπως ήταν αναμενόμενο, όσοι είδαν την παράσταση ασχολήθηκαν με την πιο αβανταδόρικη σκηνή με τον σκύλο, με αποτέλεσμα το δυσνόητο σύμπαν του σκηνοθέτη να πολιορκηθεί από μια ομάδα συγχυσμένων ζωόφιλων γυναικών, οι οποίες πλήρωσαν κανονικά εισιτήριο για να γιουχάρουν το τετράποδο όταν έβγαινε στη σκηνή να φάει και να παίξει. Αυτό ίσως να του δημιούργησε πολύ πιο σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα από ό,τι η συνεργασία του με τον «δύσκολο» σκηνοθέτη.
Κουρασμένοι «Βρικόλακες»

Το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας μας έχει συνηθίσει σε πολύ αξιόλογες παραστάσεις –η σφραγίδα της Μπέτυς Αρβανίτη αποτελεί εγγύηση ότι θα βιώσουμε μια σημαντική εμπειρία, έστω από τα αναπαυτικά του καθίσματα. Κάτι αντίστοιχο περιμέναμε και από τους «Βρικόλακες». Μία από τις βασικές σκηνοθετικές αρετές του Στάθη Λιβαθινού είναι ότι καταφέρνει να φτιάχνει δεμένες ομάδες ηθοποιών, με τη μεταξύ τους χημεία να σε κρατά συντονισμένο σε αυτό που βλέπεις, από την αρχή ως το τέλος. Αυτό όμως δεν συνέβη με το εμβληματικό έργο του Ιψεν.
Η παράσταση είχε κάτι το παλιακό. Ηθοποιοί που έχουν διανύσει χιλιόμετρα επί σκηνής, όπως η Μπέτυ Αρβανίτη και ο Νίκος Χατζόπουλος, φαίνονταν αβοήθητοι σε ένα έργο που, όπως αποδείχτηκε, δεν διαβάστηκε φανατικά από τον σκηνοθέτη. Κάθε ήρωας σου έδινε την αίσθηση ότι πάλευε να σωθεί όχι από τους δαίμονές του, αλλά από την έλλειψη συνοχής, που εύκολα μπορούσε να τον αφήσει ξεκρέμαστο και εκτεθειμένο. Παράλληλα, τα μουσικά ευρήματα που σκοπό είχαν να υπογραμμίσουν τη δραματικότητα των σκηνών, είχαν μάλλον αντίθετο αποτέλεσμα.
Με άρωμα ναφθαλίνης

Οταν μία παράσταση σε κάνει να αναπολείς το σίριαλ που είχες δει στον ΑΝΤ1 πίσω στα 90s, ξέρεις μέσα σου ότι κάτι δεν έχει πάει και πολύ καλά. Αίσθηση από κιτρινισμένο σεμεδάκι, σε συνδυασμό με γλυκό του κουταλιού που δεν πέτυχε και έμεινε αφάγωτο στο βάζο σού αφήνει η «Πρόβα νυφικού». Ανευρη και άχρωμη η Ευγενία Δημητροπούλου, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποστηρίξει πρωταγωνιστικό ρόλο με αποχρώσεις από κορίτσι σε γυναίκα. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, Σωτήρης Χατζάκης, που πήρε τα σκηνοθετικά ηνία από τον αποχωρήσαντα Βασίλη Βαφέα, δεν μας πρόσφερε μια καινούργια ανάγνωση του μπεστ σέλερ της Ντόρας Γιαννακοπούλου.

Η Ελλάδα του Φολκλόρ

Αρωμα χρονοντούλαπου είχε όμως και η «Γειτονιά των Αγγέλων» σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, επίσης στο Εθνικό. Χαρταετοί, ναυτάκια, αλάνες, λεβεντόπαιδα και κοριτσόπουλα, βαριά ζεϊμπέκικα και λόγια της ρετσίνας, σε μια παράσταση που μας έφερε κοντά στο φολκλόρ, όχι όμως και στις αναζητήσεις της σύγχρονης Ελλάδας, που έχει μπουχτίσει από κλισέ.
Για δυνατούς λύτες

Τα έργα του Δημήτρη Δημητριάδη σίγουρα δεν σε αφήνουν αδιάφορο. Ή θα τα αγαπήσεις με πάθος καθώς σκάβεις τις κατώτατες στιβάδες των ενστίκτων σου ή θα τα απορρίψεις σχεδόν από τον πρώτο εσκεμμένα ενοχλητικό διάλογο. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τον «Κυκλισμό του τετραγώνου» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ο πολλά υποσχόμενος σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς δημιούργησε μια παράσταση που, αν δεν είχες καταφέρει από νωρίς να εισχωρήσεις μέσα της, έπαιζε εμμονικά με τα νεύρα σου. Χαρακτηριστική, αν και μεμονωμένη, στιγμή ο θεατής που φώναξε από την τρίτη σειρά «ρίξ’ το σε μένα!» όταν εμφανίστηκε πιστόλι επί σκηνής. Και ατυχές το γεγονός ότι τόσο ταλαντούχοι ηθοποιοί μοιάζουν να υπερκαλύπτονται από μια «ανώτερη ιδέα».
Πεθαίνοντας στο σανίδι

Ο Γιάννης Χουβαρδάς αποχώρησε από την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού ίσως με την καλύτερη παράσταση της ως τώρα καριέρας του, «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Οι προσδοκίες για την αμέσως επόμενη δουλειά του ήταν κάτι παραπάνω από υψηλές. Σχημάτισε και έναν θίασο-dream team, επιλέγοντας υπέροχους ηθοποιούς από το «Πένθος» και από την άλλη μεγάλη επί διεύθυνσής του επιτυχία του Εθνικού, την «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου.
Ομως οι «Παραλλαγές θανάτου» του Νορβηγού Γιον Φόσε μετουσιώθηκαν σε μια παράσταση που μπορεί να ήταν καλοφτιαγμένη, αλλά απαιτούσε από το κοινό μια πολύ βαθιά κατάδυση στις υπαρξιακές του αναζητήσεις. Το έργο, από γραφής του, έντονα ποιητικό και εξοντωτικά ελλειπτικό, σου ζητούσε να το κατανοήσεις σε ένα άλλο, μεταφυσικό επίπεδο, όχι στο εδώ και στο τώρα. Λες και ό,τι συνέβαινε επί σκηνής δεν είχε τόση σημασία όση αυτά που θα σκεφτόσουν ο ίδιος σχετικά με θέματα όπως ο θάνατος, η προδοσία, η αυτοκτονικότητα. Και, κάπου εκεί, πάνω στην επιφάνεια πάγου που τοποθετήθηκε στο θέατρο Πορεία, οι σκέψεις μας παραπάτησαν και γέμισαν μελανιές και απορίες.
Καλή Κονιόρδου, κακή παράσταση

Το έργο «Φλαντρώ» του Παντελή Χορν στο Εθνικό με τη Λυδία Κονιόρδου να πρωταγωνιστεί και να σκηνοθετεί, σημείωσε επιτυχία. Αλλά προκάλεσε και αρκετή σύγχυση. Ενα συνονθύλευμα από εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους καλλιτεχνικά ρεύματα, λες και το στοίχημα της φόρμας έπρεπε να κερδηθεί πάση θυσία, ακόμη και σε βάρος της ουσίας. Αλλοτε θύμιζε το θέατρο του Μπομπ Γουίλσον, άλλοτε το θέατρο Νο, όμως οι κακοτεχνίες και οι ραφές που φαίνονταν σου υπενθύμιζαν ότι πρόκειται για μια παράσταση που καμώνεται ότι είναι διεθνών προδιαγραφών αλλά δεν είναι. Πάντως, η ίδια η Κονιόρδου μεσουράνησε για ακόμη μία φορά επί σκηνής, σαν δυνατό άλογο κούρσας που καλπάζει προς το δυνατό χειροκρότημα. Ισως αν άφηνε ένα άλλο ζευγάρι μάτια να τη σκηνοθετήσουν δεν θα ήταν τόσο μπερδεμένα τα σήματα που τελικά εξέπεμψε αυτή η παράσταση.
Προβλέψιμος Μπέζος

Ο Γιάννης Μπέζος συνάντησε στο Εθνικό τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου και για ακόμη μία φορά υπέκυψε στις τηλεοπτικές ευκολίες του, εκείνες που κάνουν το κοινό που τον έχει μάθει μέσα από τα σίριαλ να τον χειροκροτεί και να χασκογελά σε άσχετα σημεία.
Και ύστερα ήρθε η υστερία…

Ο Πέτρος Ζούλιας μπορεί να έχει το άγγιγμα του Μίδα στο θέατρο, αφού οι παραστάσεις που σκηνοθετεί σημειώνουν σχεδόν πάντα μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αλλά κάποιες φορές, όταν έρχεται αντιμέτωπος με παραπάνω από μία γυναίκα επί σκηνής, αντί να χαλιναγωγήσει την υστερία με την οποία την έχει προικίσει η φύση, αντιθέτως, την αφήνει ανεξέλεγκτη. Το να μεταφέρεις στο σανίδι μια κινηματογραφική επιτυχία του Πέδρο Αλμοδόβαρ απαιτεί πολλά περισσότερα από το να βάλεις τις αξιόλογες πρωταγωνίστριές σου –πάντα πολύ δυνατή η Νένα Μεντή, αλλά και η Μαρίνα Ψάλτη –να ουρλιάζουν η μία σε απόσταση αναπνοής από την άλλη. Η ισπανική υπερβολή, το περίφημο μεσογειακό ταμπεραμέντο που κλείνει σπίτια και ανοίγει τη διάθεση για πολύχρωμο, εξωστρεφές θέαμα, κινδυνεύει να γίνει κιτς επί ελληνικού εδάφους αν δεν προσέξεις καλά τις δοσολογίες.
Οι παραστάσεις που ξεχωρίσαμε

* «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, Εθνικό Θέατρο: ο Νίκος Καραθάνος έκανε για άλλη μία φορά το θαύμα του μετά την καταπληκτική του «Γκόλφω», διασκευάζοντας και συνθέτοντας, για κοινό άνω των 18 ετών, ιστορίες που μιλούν για τη μυσταγωγία του έρωτα. Στοιχεία από θέατρο σκιών οδηγούν σε ένα θέατρο αξιών, οι ηθοποιοί πιο δεμένοι και από μαθητές σε επιτυχημένη πενταήμερη εκδρομή και η μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου προσφέρει το ιδανικό σάουντρακ για να βυθιστείς σε κάτι τόσο απόκοσμο και συνάμα φωτεινό όσο το να θες να αγαπηθείς πέρα από κάθε λογική.
* «Ο Πουπουλένιος» του Μάρτιν ΜακΝτόνα, Θέατρο Αθηνών: ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης κέρδισε ένα πολύ δύσκολο στοίχημα. Κατάφερε να σκηνοθετήσει ένα ακανθώδες θεματικά έργο και να το κάνει προσιτό και αντιληπτό σε πολύ ευρύ κοινό, χωρίς όμως να ψαλιδίσει την ουσία του ή να το τηλεοπτικοποιήσει. Τόσο η ερμηνεία του ίδιου όσο και των Γιώργου Πυρπασόπουλου, Νίκου Κουρή και Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, σε κρατούν με τις κεραίες τεντωμένες από την αρχή ως το τέλος.
* «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο, Θέατρο Θησείον: ο Θωμάς Μοσχόπουλος εξακολουθεί να βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα στα σκηνικά-ουρανοξύστες και στα βαριά κοστούμια, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει καλύτερο οπτικό εφέ από την ανθρώπινη έκφραση. Υστερα από τις sold out παραστάσεις του «Μιστέρο Μπούφο» του Ντάριο Φο, σειρά έχει το θέατρο του παραλόγου του Ιονέσκο, που λόγω των συνθηκών της καθημερινότητάς μας δεν μας ακούγεται πια και τόσο παράλογο.
* «Αστερισμοί» του Νικ Πέιν, Θέατρο του Νέου Κόσμου: ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος πήρε δύο πολύ καλούς ηθοποιούς (Στεφανία Γουλιώτη, Μάκης Παπαδημητρίου) και τους άφησε να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους σε έναν άδειο, αλλά εύστροφα φωτισμένο σκηνικό χώρο. Η αιώνια απορία τού «τι θα γινόταν αν…» που βασανίζει τους ερωτευμένους, καλοσερβιρισμένη μπροστά στα μάτια μας, αφού παρακολουθούμε, άλλοτε γελώντας και άλλοτε κλαίγοντας, μια ιστορία αγάπης από τις πιθανές αρχές της ως τα πιθανά φινάλε της.
* «Cleansed» της Σάρα Κέιν, Θέατρο Σημείο: η Εφη Γούση σκηνοθέτησε με καθαρή ματιά αυτό το τόσο σκληρό έργο της Σάρα Κέιν, που πρωτοσυστήθηκε στο ελληνικό κοινό στα τέλη της δεκαετίας του ’90 από τον Λευτέρη Βογιατζή. Σε κάθε παράσταση υπάρχουν θεατές που φεύγουν στη μέση και κάποιοι άλλοι που φωνάζουν «είστε ανώμαλοι!» προτού αποχωρήσουν, όμως, όπως έλεγε και η ίδια η βρετανίδα συγγραφέας, «θα αρχίσω να ανησυχώ όταν τα έργα μου δεν προκαλούν καμία αντίδραση». Εξαιρετικός ο Μιχάλης Οικονόμου στον ρόλο του Τίνκερ. Οπως μας είχε πει σε μια παλαιότερη συνέντευξη: «Αλλοι ονειρεύονται να παίξουν τον Αμλετ, εγώ πάντα τον Τίνκερ ήθελα. Απλά μου ήρθε γύρω στα δέκα χρόνια νωρίτερα». Εμείς πάλι πιστεύουμε ότι του ήρθε ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Απριλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ