Φορούσαμε όλοι μας μπαλωμένα παντελόνια, τριμμένα παλτά και τρύπιες μπότες, πάνω του όμως όλα αυτά τα αδιάφορα ρούχα έπαιρναν διαστάσεις εξωπραγματικές. Τα βαμμένα μαύρα ωραία μαλλιά του, τα φρύδια και το μουστάκι του τόνιζαν την καρναβαλική εμφάνισή του και οι συζητήσεις του ήταν πάντοτε το ίδιο ζωηρές και πνευματώδεις, λες και μόλις είχαμε γνωριστεί σε κάποιον φανταστικό χορό στο Παρίσι ή στο Λονδίνο. Αυτό το ανάλαφρο στοιχείο που τον χαρακτήριζε ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το φυσικό βάρος που διέκρινε τον Τομ κι εμένα… Τα φαινόμενα απατούσαν, διότι όσο κι αν όλα αυτά εξέτρεφαν την οργιώδη φαντασία του, την ίδια στιγμή, πίσω από αυτό το προσωπείο κρυβόταν ένας άνθρωπος συνειδητοποιημένος, σχολαστικός όσο και παιχνιδιάρης.
Ο Γιάννης Τσαγκαράκης έφερε μερικές δυσάρεστες ειδήσεις νωρίς την Πρωτοχρονιά του 1943. Εχθρική περίπολος είχε περικυκλώσει τις Αλώνες. Φρόντισαν κι έκρυψαν έγκαιρα τον ασύρματο και τις μπαταρίες, ενώ, με τη βοήθεια του Τσαγκαράκη, οι χειριστές του ασυρμάτου κατόρθωσαν να περάσουν μέσα από τις γερμανικές γραμμές και να εξαφανιστούν. Αλλά η περίπολος είχε συλλάβει τον Σήφη Αλεβιζάκη, έναν από τους τρεις γιους του πατρός Ιωάννη· πάνω του βρήκαν δύο επιστολές, γραμμένες στα αγγλικά, οι οποίες απευθύνονταν στον Πάντι. Τον εξαφάνισαν και δεν θα μπορούσε να περιμένει τίποτε καλύτερο από την τύχη που είχαν οι Απόστολος Ευαγγέλου και Ανδρέας Πολέντας. «Ιστορίες φρίκης έρχονται από όλα όσα συμβαίνουν στις Αλώνες –συλλήψεις, ξυλοδαρμοί κτλ. Ενας φίλος είδε τον Σήφη, τον γιο του ιερέα, να τον περνάνε από την Αργυρούπολη, και αυτός να αιμορραγεί απ’ το στόμα».
Ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα, οι Γερμανοί έφυγαν, αλλά την επομένη επέστρεψαν· σε αυτή τη φάση, όμως, η γεννήτρια και όλα τα άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία είχαν εξαφανιστεί. Λίγες ημέρες αργότερα έκαναν επιδρομή στο χωριό Ασή Γωνιά, γυρεύοντας τον Γιώργο Ψυχουντάκη, μαζί με έναν πληροφοριοδότη, ο οποίος ήταν καλυμμένος με ένα αδιάβροχο. Ο Γιώργος κατάφερε να το σκάσει, πολλά όμως μέλη της οικογένειάς του συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν.
Αποφασισμένοι να ξεριζώσουν αυτή την παράνομη δράση, οι Γερμανοί αύξησαν τις περιπολίες τους εντείνοντας τις έρευνές τους στην περιοχή Αλώνων – Ασή Γωνιάς. Ηταν πλέον ζωτικής σημασίας εκκρεμότητα να μεταφερθεί ο ασύρματος που είχαν κρύψει την επομένη της σύλληψης του Σήφη. Ο Πάντι και ο Ζαν συναντήθηκαν με τον πατέρα του Σήφη, τον πατέρα Ιωάννη Αλεβιζάκη, σε μια σπηλιά που έβλεπε προς την Ασή Γωνιά: «Αντιπαρήλθε τις κουβέντες ψυχολογικής στήριξης που του προσφέραμε με μια φράση η οποία ερχόταν και επανερχόταν στα χείλη του: «Ο Θεός είναι μεγάλος». Επειτα, βγάζοντας ένα μπουκάλι με ρακή που είχε φέρει μαζί του, μας ζήτησε να πιούμε με αυτή την ευχή: «Είθε ο Παντοδύναμος να καθαρίσει τη σκουριά απ’ τα τουφέκια μας!»».
Ο ασύρματος, οι μπαταρίες και η γεννήτρια μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια μιας παγωμένης νύχτας του Ιανουαρίου από τον Πάντι και άλλους δεκαοκτώ άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ξαδέλφια του Γιώργου Ψυχουντάκη. Προορισμός τους ήταν η Κυψέλη, μια στρογγυλή καλύβα όπου έφτιαχναν τυρί, κοντά στις Γούρνες. Αυτή ήταν η κρυψώνα του Αρθουρ Ριντ και του Αλεκ Τάρβις, του ασυρματιστή του, από τότε που έφτασαν στο νησί τον Νοέμβριο. Ηταν μια εξουθενωτική πορεία: «Κάθε τόσο καθόμασταν και καπνίζαμε ένα τσιγάρο και ο μοναδικός λόγος που δεν μας πήρε όλους ο ύπνος επιτόπου ήταν το ψύχος». Οταν έφτασαν στον Ριντ και στον Τάρβις, στην Κυψέλη, ήταν πια εξαντλημένοι, ωστόσο δεν υπήρχε χρόνος για ξεκούραση· μπορούσαν να ακούσουν τους πολυβολισμούς από τα χωριά πιο κάτω. Ο ασύρματος είχε ήδη μεταφερθεί σε ένα ακόμη πιο απομακρυσμένο σημείο και, καθώς σκαρφάλωναν πιο ψηλά, είδαν μια ομάδα εκατό και πλέον Γερμανών να ανεβαίνει το φαράγγι. Ηταν ώρα να κρυφτούν.
Ο Γιώργος και ο Αλεκ Τάρβις κατευθύνθηκαν προς την κοιλάδα πέρα απ’ το ποτάμι, ενώ ο Πάντι, ο Γιάννης Τσαγκαράκης και ο Αρθουρ Ριντ χώθηκαν μέσα στο δάσος και σκαρφάλωσαν σε ένα κυπαρίσσι με μεγάλο κορμό. Πέρασαν το υπόλοιπο εκείνης της παγωμένης ημέρας (ήταν 25 Ιανουαρίου) σκαρφαλωμένοι και κρυμμένοι στα κλαδιά του, μη τολμώντας να κάνουν ούτε μία κίνηση. Τα γερμανικά περίπολα πήγαιναν πέρα δώθε, φωνάζοντας το ένα στο άλλο· μερικοί στρατιώτες πέρασαν σχεδόν από κάτω τους. Αλλά αργά το απόγευμα, όταν η ομίχλη κατακάθισε και το χιόνι άρχισε να πέφτει, οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την έρευνα. Ο Πάντι, ο Γιάννης και ο Αρθουρ κατέβηκαν με δυσκολία, καθώς το κρύο τούς είχε περονιάσει, και στη συνέχεια προχώρησαν ανηφορικά, πέρασαν τη νύχτα μέσα σε μια στεγνή σπηλιά και κατευθύνθηκαν προς το χωριό Κάμπος. Ο Πάντι αναφερόταν στην παρά τρίχα σύλληψή τους ως «Ημέρα του Βελανιδιού» –ονομασία που χρησιμοποιούνταν για να τιμηθούν οι κάμποσες ώρες που πέρασε ο Κάρολος Β΄ μέσα σε μια βελανιδιά προκειμένου να αποφύγει τους Κοινοβουλευτικούς, μετά τη Μάχη του Ουόρτσεστερ.
Ο Τομ Ντανμπάμπιν έφυγε από την Κρήτη μέσα Φεβρουαρίου του 1943, με μια μεγάλη ομάδα Κρητικών, ανάμεσά τους και ο Γιώργος Ψυχουντάκης, ο οποίος χρειαζόταν ξεκούραση. Ο Ζαν είχε επιστρέψει στη θέση του στη δυτική Κρήτη, οπότε ο Ντανμπάμπιν ανέθεσε στον Πάντι την ευθύνη για την περιοχή του Ηρακλείου. Αυτό δεν ήταν κάτι που του άρεσε. «Τώρα νιώθω σαν να ξεκινάω μια επιχείρηση στην Κρήτη απ’ την αρχή, μακριά απ’ όλους τους φίλους και τις επαφές που με τόσο κόπο είχα κατορθώσει να κάνω (κάτι που είναι ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της δουλειάς εδώ, κατά τη γνώμη μου), σε μια περιοχή για την οποία δεν αισθάνομαι τίποτε απολύτως».
Οπως αποδείχθηκε, ο τομέας του Ηρακλείου δεν ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση όσο περίμενε: ήταν οπωσδήποτε λιγότερο δυσχερείς οι συνθήκες, όπως παραδέχθηκε στην αναφορά του προς τη ΔΕΕ, στο Κάιρο:
«Μετά τις προηγούμενες περιπέτειές μου, το να εργάζομαι σε αυτή την περιοχή είναι σαν να ξεκινάω ένα μυθιστόρημα της Τζέιν Οστιν, αφού προηγουμένως έχω διαβάσει ένα θρίλερ του Σαξ Ρόμερ και το άφησα στη μέση. Και μόνον ο αγώνας για επιβίωση στη Δυτική Κρήτη είναι μια δουλειά πλήρους απασχόλησης. Τώρα που το σκέφτομαι, οι έξι μήνες μοιάζουν σαν να ήταν μια μακριά αλυσίδα στην οποία κυριαρχούσαν τα προβλήματα με τις μπαταρίες και τους ασυρμάτους, οι δυσχέρειες στις μετακινήσεις, η βροχή, οι συλλήψεις, το κρυφτούλι με τους Ούννους, η έλλειψη μετρητών, οι αποδράσεις της τελευταίας στιγμής, οι άκυροι συναγερμοί, οι επίπονες πεζοπορίες στα βουνά φορτωμένοι σαν το μουλάρι, ο τρόμος των συνεργατών του εχθρού, η προδοσία και οι εκτελεσμένοι φίλοι».
Ολες οι αναφορές του Πάντι από την Κρήτη περιγράφουν τους ανθρώπους που είχαν αναμειχθεί στη συλλογή πληροφοριών, τη σχετική τους επάρκεια, την ένταση ανάμεσα στους αρχηγούς της Αντίστασης και τις μηχανορραφίες των κομμουνιστών· τα πάντα, όμως, αποκτούν μιαν άλλη ευκρίνεια όταν μετακινείται στο Ηράκλειο. Η επιθυμία των Κρητικών να εκδιωχθεί ο εισβολέας ήταν το ίδιο ισχυρή, αργά ή γρήγορα όμως η Κρήτη θα απελευθερωνόταν. Πολιτικά μιλώντας, όσοι ήσαν αναμεμειγμένοι στην Αντίσταση, κοιτούσαν προς το μέλλον.
Την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, σε μία από τις τελευταίες ημέρες των Αποκριών, ο Πάντι μπήκε στην πόλη ντυμένος βοσκός, με τα φρύδια και το μουστάκι του φρεσκοβαμμένα (είχε χρησιμοποιήσει καμένο φελλό). Πέρασε τις επόμενες οκτώ ημέρες σε μια δανεική σουίτα, με κοστούμι και γραβάτα, συμμετέχοντας σε «σειρά ολοήμερων συσκέψεων, δουλεύοντας ως αργά τη νύχτα», με στόχο να εξουδετερωθούν οι αντίπαλοι και να βελτιωθούν οι γραμμές επικοινωνίας. Την ίδια στιγμή, έβαζε τα δυνατά του για να μειωθεί δραστικά η επιρροή των κομμουνιστών.
Στην Κρήτη, όπως και στην ενδοχώρα, ο στόχος των κομμουνιστών ήταν να ελέγχουν απολύτως όλους τους τομείς της Αντίστασης, έτσι ώστε να βρεθούν σε θέση ισχύος όταν έρθει η ώρα των μεταπολεμικών πολιτικών διαβουλεύσεων. Ωστόσο, το ΕΑΜ (*Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο: συνασπισμός διαφορετικών αριστερόστροφων οργανώσεων που τώρα ελεγχόταν από τους κομμουνιστές) δεν κατάφερε να εδραιωθεί στην Κρήτη όπως στην ενδοχώρα και η μη κομμουνιστική αντίσταση στην Κρήτη (ΕΟΚ: Εθνικοαπελευθερωτική Οργάνωση Κρήτης) έβλεπε το ΕΑΜ με βαθύτατη καχυποψία. Παρά ταύτα, οι κομμουνιστές κατόρθωσαν να διασπείρουν αρκετή αντιβρετανική προπαγάνδα, ισχυριζόμενοι ότι οι Βρετανοί δεν ενδιαφέρονταν για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους γερμανούς κατακτητές, αλλά παρέμεναν στο νησί μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν ότι θα το μετέτρεπαν μεταπολεμικά σε βάση για τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις τους.
Η ηγετική μορφή των κομμουνιστών στην Κρήτη ήταν ο στρατηγός Μάντακας του ελληνικού στρατού, ωστόσο το ΕΑΜ επιθυμούσε διακαώς να εντάξει στους κόλπους του τον καπετάνιο Μανώλη Μπαντουβά. Οντας πατριώτης χωρικός με τεράστια επιρροή στον λαό, η υποστήριξή του θα ισοδυναμούσε με πραξικόπημα στον τομέα των δημοσίων σχέσεων, πόσω μάλλον τη στιγμή που ο Μπαντουβάς έβλεπε με συμπάθεια τον αγώνα του ΕΑΜ, ειδικά μετά τις παλινωδίες των Βρετανών. Ο λόγος που δόθηκε στον Μπαντουβά ο ξεχωριστός τίτλος του francs-tireurs ήταν ακριβώς αυτός: να μην επιτρέψουν να περάσει στο στρατόπεδο των κομμουνιστών.
Μετά τη δύση του ηλίου, ο Πάντι περιπλανιόταν στο Ηράκλειο. Eβλεπε πως κάθε δρόμος οδηγούσε κάτω, προς τη θάλασσα, και τελείωνε σε έναν τοίχο ύψους τριών μέτρων, φρουρούμενος από πολυβόλα, «και μεταξύ αυτών και της θάλασσας, να μεσολαβεί μια ζούγκλα από συρματοπλέγματα από τα οποία είχαν κρεμάσει νάρκες». Οταν έφτασε η στιγμή να φύγει, «δανείστηκα ένα αδιάβροχο και ένα υπέροχο βελούδινο καβουράκι για καπέλο και βγήκα απ’ την πόλη με το ποδήλατο… Σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να μοιάζω περισσότερο με κατάσκοπο –θύμιζα αυτούς τους κατασκόπους που έβλεπες σ’ εκείνες τις προπαγανδιστικές αφίσες πίσω στην Αγγλία… Το ποδήλατό μου είχε μια μικρή μπρούντζινη σβάστικα στο μπροστινό του μέρος».
Ο Πάντι ισχυρίστηκε αργότερα ότι ουδέποτε στη ζωή του εργάστηκε περισσότερο απ’ ό,τι εκείνες τις οκτώ ημέρες στο Ηράκλειο. Ολους, όμως, αυτούς τους μήνες, κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων ημερών της επιβεβλημένης αδράνειας μέσα σε σπηλιές και στάνες, αναρωτιέται κανείς τι μπορεί να έγραφε ή να σκιτσάριζε για δική του διασκέδαση. Ο Πάντι μάς δίνει μιαν ιδέα σε μια αναφορά του στην απώλεια της βαλίτσας του, κατά την προσπάθειά του να διαφύγει από μια γερμανική επιδρομή στο ορεινό αρχηγείο του τον Απρίλιο. Η βαλίτσα δεν περιλάμβανε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, διαβεβαίωνε το Κάιρο. Ωστόσο, ήταν θλιμμένος, επειδή έχασε «μερικά κωμικά σκίτσα από τη βρετανική στρατιωτική ζωή» και «ένα βιβλίο ασκήσεων που περιελάμβανε στίχους (δικούς μου, στα αγγλικά) και άλλους στα γαλλικά, τα ελληνικά και τα ρουμανικά, γραμμένους όλους από μνήμης». Υπήρχε επίσης μια λίστα, έκτασης επτά σελίδων, στην οποία αναφέρονταν όλα τα πιστόλια, τα όπλα και τα πυρομαχικά που πίστευε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν στην Κρήτη. Εάν κάτι τέτοιο έπειθε τους Γερμανούς ότι ένας τόσο ξεχωριστός εξοπλισμός βρισκόταν καθ’ οδόν προς την Κρήτη, τόσο το καλύτερο.
Την περίοδο της επιδρομής, ο Πάντι κατευθυνόταν προς τον Μυλοπόταμο, τη βόρεια ακτή, για να συντονίσει την άφιξη του Ραλφ Στόκμπριτζ, της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ο Στόκμπριτζ, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος μυστικός χειριστής ασυρμάτου στην Κρήτη, επέστρεφε τώρα με τον βαθμό του λοχαγού. Παρ’ ότι η ΔΕΕ και η Υπηρεσία Πληροφοριών ήταν θανάσιμοι αντίπαλοι οργανισμοί στα παιχνίδια εξουσίας του Γενικού Αρχηγείου στο Κάιρο, ο Πάντι και ο Ραλφ τα πήγαν εξαιρετικά καλά. Προκειμένου να αποφευχθούν οι επικαλύψεις, αποφάσισαν ότι ο Στόκμπριτζ θα αναλάμβανε την κατασκοπεία σε όλη την Κεντρική και Ανατολική Κρήτη: αποστολή που καθίστατο ευκολότερη χάρη στην αποτελεσματική δουλειά που γινόταν στο Ηράκλειο, και την οποία έτρεχαν μερικοί νεαροί που μόλις είχαν ενηλικιωθεί. Οταν η ταυτότητα του αρχηγού τους αποκαλύφθηκε, τον αντικατάστησε ένας νεαρός δικηγόρος που λεγόταν Μίκης Ακουμιανάκης.
Ο Στόκμπριτζ και ο ασυρματιστής του, ο Τζον Στάνλεϊ, έφτασαν στο νησί στις 12 Μαΐου μέσω του ελληνικού υποβρυχίου «Παπανικολής». Δεν ήταν η ευκολότερη άφιξη αλλά, αφού τους προϋπάντησε ο Πάντι, οδηγήθηκαν σε μια στάνη πάνω από τα Ανώγεια που ανήκε στην οικογένεια του Δραμουντάνη. Το χωριό έμοιαζε με αγκυροβολημένο πλοίο πάνω σε έναν εξέχοντα βράχο και λειτουργούσε ως κεντρικός σταθμός για πολλούς αντάρτες και πράκτορες, η ζωή των οποίων κινδύνευε σοβαρά πλέον.
Το σούρουπο της 25ης Μαΐου, περίπου δέκα άνθρωποι –μεταξύ αυτών, ο Πάντι, ο Στόκμπριτζ και ο Γιάννης Τσαγκαράκης –κάθονταν γύρω από τη στάνη όταν έφτασε μια προειδοποίηση. Τριακόσιοι Γερμανοί έρχονταν από τα Ανώγεια και κατευθύνονταν προς το μέρος τους. Αυτό συνέβαινε τόσο συχνά, που δεν προκάλεσε κάποια ιδιαίτερη ανησυχία· ο Πάντι, όμως, είπε σε όλους να τα μαζέψουν και πήρε αμέσως το τουφέκι του. Το είχε καθαρίσει και λαδώσει εκείνο το πρωί και πίστευε ότι ήταν άδειο. Αγνοούσε ότι μερικά μέλη της παρέας «διασκέδαζαν κάνοντας ελληνικές και βρετανικές πεζικές ασκήσεις, γεμίζοντας και αδειάζοντας όλη την ώρα».
«Τράβηξα το κλείστρο προς τα πίσω και μετά το έσπρωξα πάλι μπροστά για να δω αν δούλευε καλά μετά το λάδωμα (χωρίς να το καταλάβω, είχα περάσει σφαίρα στη θαλάμη). Πίεσα τη σκανδάλη και η βολή χτύπησε τον Γιάννη, ο οποίος καθόταν πλάι στη φωτιά, σε μικρή απόσταση μακριά μου κι έσιαχνε το σαρίκι του· τον βρήκε στον αριστερό γλουτό… [η σφαίρα] πέρασε και βγήκε απ’ το πόδι του προτού διεισδύσει στο σώμα του. Συνολικά, του έκανε έξι τραύματα. Τα δέσαμε, αλλά δεν γινόταν τίποτα και πέθανε καμιά ώρα αργότερα, αιμορραγώντας ελάχιστα. Δεν έδειχνε να υποφέρει ιδιαίτερα και είπε μερικές πολύ ευγενικές κουβέντες προτού πεθάνει, τις οποίες δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ».
Τον έθαψαν την αυγή κάτω από δύο πρίνους, ούτε ένα χιλιόμετρο απόσταση από τον καταυλισμό. Ο Γιάννης ήταν ένας από τους στενότερους κρητικούς φίλους του Πάντι, και «κανένας απ’ όλους όσους γνωρίσαμε δεν δούλευε τόσο καλά και τόσο σκληρά όσο αυτός».
Οσοι ήσαν παρόντες στη σκηνή ήξεραν ότι επρόκειτο για ατύχημα. Προσπάθησαν να ηρεμήσουν τον Πάντι, ο οποίος ήταν βαθύτατα κλονισμένος και είχε απελπιστεί, θυμίζοντάς του ότι παρόμοια πράγματα συνέβαιναν συνεχώς μεταξύ των Κρητικών, των οποίων η προσέγγιση σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των όπλων ήταν, το λιγότερο, επιπόλαιη. «Ολοι τους ήσαν εξαιρετικά ευγενικοί απέναντί μου σχετικά με αυτό το φρικτό ατύχημα», γράφει, παρ’ ότι δύσκολα θα μπορούσε να ξεπεράσει τις τύψεις που αισθανόταν. «Οσο και να γράψω για αυτό το περιστατικό, τίποτα δεν θα φέρει πίσω τον Γιάννη ούτε θα δικαιολογήσει τη δική μου αμέλεια να ελέγξω τη θαλάμη του όπλου προτού τραβήξω τον κόκορα πίσω, οπότε δεν πρόκειται να το προσπαθήσω καν».
Η πρώτη του σκέψη ήταν να πάει κατευθείαν στο Φωτεινού, το χωριό του Γιάννη, για να μιλήσει στην οικογένεια και να ικετέψει για συγχώρεση, αλλά οι Κρητικοί, μεταξύ αυτών και ένας εξάδελφος του Γιάννη, απέρριψαν αμέσως την ιδέα. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πολύ μεγάλη αναστάτωση, ειδικά με δεδομένο το κλίμα που επικρατούσε, ενώ ίσως εχθροί της οικογένειας Τσαγκαράκη να διέδιδαν φήμες ότι ο Πάντι τον «πυροβόλησε γιατί πίστευε ότι ήταν προδότης». Επέμειναν ότι θα έπρεπε να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή και μέχρι τότε ο Πάντι θα έπρεπε να λέει μια άλλη ιστορία, την οποία ορκίστηκαν όλοι ότι θα επιβεβαιώσουν. Η ομάδα τους είχε πέσει πάνω σε γερμανική ενέδρα και ο Γιάννης σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να διαφύγει. «Θέλω να δηλώσω ότι δεν συμφώνησα με αυτό το φρικτό ψέμα, επειδή ήθελα να αποφύγω τις ευθύνες μου αλλά για το καλό του Γιάννη και της οικογένειάς του, και για το καλό του αγώνα μας στην Κρήτη… Εάν δίνονται συντάξεις στις οικογένειες των ανθρώπων που πέθαναν κατά την υπηρεσία μας στην Κρήτη, ας είναι για το καλό του Γιάννη». Ο Πάντι ζήτησε επίσης οι 100 λίρες από τον μισθό του να πάνε στον ανιψιό του Γιάννη, τον οποίο ο Γιάννης σκόπευε να υποστηρίξει οικονομικά όσον καιρό θα περνούσε εκπαίδευση στην Αίγυπτο.

Ενας φιλέλληνας στη Μάχη της Κρήτης
Ο σερ Πάτρικ («Πάντι») Λη Φέρμορ (1915-2011) ήταν βρετανός συγγραφέας, περιηγητής, αλλά και γνωστός φιλέλληνας, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη Μάχη της Κρήτης κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εζησε επί σειρά ετών στην Καρδαμύλη, στο σπίτι που έχτισε με τη σύζυγό του το 1962. Η Βρετανή Αρτεμις Κούπερ είναι συγγραφέας και ιστορικός.
* Η βιογραφία του Πάτρικ Λη Φέρμορ «Μια περιπέτεια», γραμμένη από την Αρτεμις Κούπερ, θα κυκλοφορήσει στις 22 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Ηλία Μαγκλίνη.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ