Οι Σπέτσες ήταν πάντα για τους πολίτες του κόσμου, και το μεγάλο καλοκαίρι, και το μικρό καλοκαιράκι, και όλες τις εποχές. Οι ρότες που διέγραφαν κάποτε τα μυθικά ιστιοφόρα, τα εμπορικά καράβια και τώρα οι αστραφτερές πολυτελείς θαλαμηγοί, συναντώνται εδώ, μπροστά στη μακρόσυρτη προκυμαία, από τα σχολεία και την Κουνουπίτσα, μέχρι το ατμοσφαιρικό Παλιό Λιμάνι, την Παναγιά Αρμάτα και τον Φάρο. Και σε αυτό το γοητευτικό μέτωπο αποτυπώνεται, όπως οι βαθιές ρυτίδες, ο χαρακτήρας της κοσμοπολίτισσας. Αυτή η «Ιθάκη» του Σαρωνικού, η απέναντι, αλλά τόσο διαφορετική γειτόνισσα της πελοποννησιακής ακτής, δεν ήταν μόνο για άρχοντες καραβοκύρηδες ή εκατομμυριούχους που είναι ή φλερτάρουν με τη λίστα του περιοδικού «Forbes», αλλά για όλους τους εραστές των νέων οριζόντων και τους εξερευνητές των σημείων συνάντησης των πνευμάτων των τόπων.
Η ελληνική εμπειρία του συγγραφέα του «Μάγου», Τζον Φόουλς, λέει: «(…) έφτασα στο Αιγαίο μόνο σαν Οδυσσέας σε μιαν από τις σκοτεινότερες φάσεις του ταξιδιού του, χωρίς καράβι, χωρίς συντρόφους, σχεδόν πνιγμένος –πράγμα που φαινόταν να οδηγεί μόνο σε πλήρη καταβρόχθιση από τη λήθη. (…) Η σχεδόν πλήρης ανικανότητά μου να δω μέσα από το θολό τζάμι του σχολείου των Σπετσών τι πραγματικά ήταν η Ελλάδα –όχι μόνο για μένα, αλλά και για όλους εκείνους που είχαν την τύχη να βρεθούν σε αυτήν –τώρα με τρομάζει και με κάνει να ντρέπομαι. (…) Η Ελλάδα είναι ένα είδος διπλού θαύματος, υπαρξιακού και ταυτόχρονα ιστορικού. Οχι μόνο είναι, αλλά πάντοτε είναι, όπως το ίδιο το φως, σ’ ένα συνεχές παρόν».
Το φθινοπωρινό νησί

Το φθινοπωρινό φως, τώρα, το μικρό καλοκαιράκι, αναδεικνύει τις «ρυτίδες» της πολιτείας –όχι ως σύμβολα των γηρατειών της, αλλά της σοφίας της –και εξαγνίζει τη ζωή της από την ένταση του θέρους. Η εμπειρία των Σπετσών του γάλλου ακαδημαϊκού Μισέλ Ντεόν καταγράφει σε ρυθμό αργό: «Μόνο οι Σπέτσες έχουν ιστορίες, ένα σύμπαν από ιστορίες. Μόλις φθάνουμε, προτού ακόμη ανοίξουμε τις βαλίτσες, αναγκαζόμαστε να καθήσουμε για να δοκιμάσουμε τα χταποδοπόδαρα που κολυμπάνε μέσα σ’ ένα πιπερωμένο λάδι. Είναι το ίδιο νόστιμα με του αστακού. Το πρόσωπο του Σπύρου λάμπει από ευτυχία, την ώρα που τον ευχαριστούμε γεμίζοντας τα ποτήρια».
Τώρα εμείς γεμίζουμε τα ποτήρια μας και γευόμαστε το χταπόδι, συμβολικά, στα δύο άκρα της προκυμαίας. Στο Παλιό Λιμάνι, ο διάσημος «Ταρσανάς» έχει ακόμη τα τραπέζια του στην εξέδρα μέσα στη θάλασσα. Οι ψαρόβαρκες φεύγουν, περνώντας δίπλα, για τη βραδινή καλάδα, αλλά στο τραπέζι έρχονται το ξιδάτο χταπόδι και μετά το πιο αντιπροσωπευτικό πιάτο του νησιού, το ρίκι α λα σπετσιώτα, η σφυριδομακαρονάδα, το καρπάτσιο φρέσκου ψαριού, η μαρινάτη σαρδέλα. Στην Κουνουπίτσα, στο «Νερό της αγάπης», πάλι, σχεδόν μέσα στη θάλασσα, έρχονται στο τραπέζι όλα τα καλά της. Εδώ το χταπόδι σερβίρεται καρπάτσιο με πράσινες ελιές και θρούμπι, και τα ακολουθούν το μαύρο σπαγκέτι με ντόπιο καλαμάρι, το ριζότο με καραβιδόψυχα, κρόκο και μαρτίνι ή η δροσερή σαλάτα με καρπάτσιο από φρέσκο ψάρι. Αυτή είναι η γεύση των Σπετσών, συνισταμένη της θάλασσας και του κοσμοπολιτισμού.
Η γοητεία του λιμανιού

Αυτά είναι τα συστατικά και της γοητείας της προκυμαίας. Η θάλασσα, η μεγάλη λεωφόρος που κάνει τα όρια ενός μικρού νησιού απέραντα. Πάντα πηγαινοέρχονταν καράβια εδώ, όπως και αν τα έλεγαν, «Λεωνίδας» του Χατζηγιάννη Μέξη, «Ασπασία» του Ιωάννη Κούτση, «Αγαμέμνων» της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, «Paris» της Μαριάννας Λάτση, «Maltese Falcon» της Ελένης Αμβροσιάδου, «Barracuda» του Γιώργου Οικονόμου, «Eclipse» του Ρομάν Αμπράμοβιτς. Το σχεδόν ερωτικό παιχνίδι της θάλασσας με την προκυμαία κάνει τις πιο όμορφες εξάρσεις του μπροστά στο θρυλικό Ποσειδώνιον, στην Ντάπια –με τα ωραία βοτσαλωτά και το οχυρωμένο λιμανάκι που σταθμεύουν τα θαλάσσια ταξί και πιο πέρα τα μόνιππα –στην ιχθυαγορά, στη γειτονιά των πολυφωτογραφημένων παραθαλάσσιων αρχοντικών των σπουδαίων οικογενειών, στον όρμο του Αγίου Νικολάου, και βεβαίως στο ειδυλλιακό Παλιό Λιμάνι.
Το βλέμμα της Μπουμπουλίνας

Το Poseidonion Grand Hotel (www.poseidonion.com) είναι το σύμβολο του κοσμοπολιτισμού, το εμβληματικό ξενοδοχείο των Σπετσών που άνοιξε τις πόρτες του για την κοσμική Αθήνα το 1914 και που εξακολουθεί να κάνει αυτό ακριβώς τους μήνες που λειτουργεί, αλλά και να εντυπωσιάζει με τη σιλουέτα του ολοχρονίς. Είναι η πιο αντιπροσωπευτική νότα Κυανής Ακτής στην Ελλάδα. Μπροστά, στην ευρύχωρη πλατεία, ο ανδριάντας της Μπουμπουλίνας βάζει το χέρι αντήλιο –όντως προς την κατεύθυνση που βασιλεύει ο ήλιος –για να διακρίνει τα καράβια που έρχονταν. Αυτή η γυναίκα είναι μια ζωντανή –και με το ενδιαφέρον μυθιστορήματος –ιστορία στις Σπέτσες που διαδραματίζεται στα σοκάκια πίσω από την προκυμαία.
Η ιστορία ενός φόνου

Τα αρχοντικά είναι οι προσωπικότητες στην κοσμόπολη των Σπετσών. Και πράγματι, έγιναν κάποτε με ταξίδια στις θάλασσες του κόσμου, αλλά εξακολουθούν να ζουν τις ιστορίες και να αναδίδουν το άρωμα περασμένων εποχών στους μοντέρνους καιρούς. Κάποιος μας ψιθύρισε στο αφτί σαν να ήταν ένα γεγονός των τελευταίων ημερών: «Αυτοί σκότωσαν την Μπουμπουλίνα»… Προς τα εκεί πηγαίναμε, στο αρχοντικό του Χρήστου Κούτση, στο οποίο κατοικεί ήδη η όγδοη γενιά απογόνων του αγωνιστή Γιωργάκη Κούτση. Αυτή η σπουδαία οικογένεια επρόκειτο να δεθεί με τα δεσμά του γάμου με την άλλη ισχυρότατη οικογένεια, του Χατζηγιάννη Μέξη, όταν μπήκε στη μέση ο υιός της Μπουμπουλίνας Γεώργιος Γιάννουζας, ο οποίος έκλεψε την Ευγενία Κούτση. Οι Κούτσηδες πήγαν να πάρουν πίσω την κόρη τους, η Μπουμπουλίνα τούς ειρωνεύτηκε και κάποιος την πυροβόλησε. Χάθηκε έτσι μια σπουδαία γυναίκα, αλλά και η υστεροφημία μιας επίσης σπουδαίας οικογένειας που έδωσε έξι καράβια στην Επανάσταση, μεταξύ των οποίων και την «Ασπασία». Τα αρχοντικά της Μπουμπουλίνας και του Μέξη λειτουργούν τώρα ως μουσείο και του Κούτση είναι ιδιωτική κατοικία. Η Ιστορία ξετυλίγεται από αρχοντικό σε αρχοντικό και τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός να την ακολουθήσει ο περιηγητής της πολιτείας χωρίς οχλοβοή και αναταράξεις στην ατμόσφαιρά της.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ