Η Ψαρού δεν έγινε τυχαία η πιο φημισμένη παραλία της Μυκόνου και μία από τις δημοφιλέστερες παγκοσμίως. Εκεί, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ο αέρας κοπάζει και μια και μιλάμε για το Νησί των Ανέμων, δεν ήταν δύσκολο να την ξεχωρίσουν οι σκαφάτοι που έρχονταν από κάθε γωνιά του κόσμου βρίσκοντας απάνεμο λιμάνι. Μόνο που αυτό το απάνεμο λιμάνι εφέτος το καλοκαίρι προκάλεσε και προκαλεί θύελλα αντιδράσεων, καθώς το beach bar-εστιατόριο Nammos, που συμπλήρωσε δέκα χρόνια λειτουργίας, το γιόρτασε πολύ προκλητικά για τα ελληνικά δεδομένα. Με τους έλληνες κροίσους πτοημένους από την κρίση, η μάχη της σαμπάνιας έχει περάσει πλέον σε σαουδάραβες, ρώσους και τούρκους μεγιστάνες. Η Μύκονος εισάγει party animals διατεθειμένα να ανοίξουν φιάλες των 120.000 ευρώ, να φάνε καραβιδόψιχα μέχρι σκασμού και να χορέψουν επάνω στα τραπέζια μέχρι τελικής πτώσεως. Είναι τελικά αυτό το hot spot, που βρίσκεται όπως βλέπεις τη θάλασσα στα δεξιά σου, το τελευταίο οχυρό της χλιδής και της πρόκλησης σε μια Ελλάδα που ζει με δανεικά;
Με παρέσυρε ο Ρέμος
«Κομμένα πια τα δανεικά, αν θες να ζήσεις ζήσε με τ’ αληθινά, μόνο η καρδιά μετράει πραγματικά» λέει ένα από τα σουξέ του Αντώνη Ρέμου. Σίγουρα ακούστηκε και αυτό στο ξέφρενο πάρτι-συναυλία του Nammos που έγινε πριν από περίπου έναν μήνα. Με 1.500 αλαλάζοντες θεατές, τζίρο βραδιάς 400.000 ευρώ –αν και όσοι γνωρίζουν θεωρούν ότι ήταν πολύ υψηλότερος –και τον τραγουδιστή να ξεφεύγει τόσο πολύ μεθυσμένος από την αποθέωση, ώστε να κάνει πολιτικώς ανορθόδοξα σχόλια για τον Σόιμπλε τον «σακάτη».
Αυτή τη φορά, οι υπεύθυνοι ήταν πολύ προσεκτικοί, κόβοντας αποδείξεις –800 ευρώ η είσοδος δεν είναι και αμελητέο ποσό. Με αυτόν τον τρόπο, ξόρκισαν το αμαρτωλό παρελθόν της προ διετίας συναυλίας του Ρέμου στο Nammos: τότε δεν είχε εκδοθεί κανένα φορολογικό στοιχείο –ούτε εισιτήρια εισόδου ούτε αποδείξεις ταμειακών μηχανών. Το πρόστιμο που είχε οριστεί, σύμφωνα με πληροφορίες, ανήλθε στα 2 εκατομμύρια ευρώ. Αστείο ποσό για ένα μαγαζί που κάνει 10 εκατομμύρια τζίρο τη σεζόν όπως έχει γραφτεί επανειλημμένως.
Και ξαφνικά, ενώ νομίζαμε ότι το πάρτι είχε οριστικά τελειώσει, σε μια Ψωροκώσταινα που δικαιολογεί και πάλι επάξια τον τίτλο της, έρχεται η Ψαρουκώσταινα να μας θυμίσει ότι κάποιες συμπεριφορές είναι επτάψυχες, σαν την Ελλάδα. Μόνο που η ατμόσφαιρα, αντί για χολιγουντιανό, θυμίζει όλο και περισσότερο μπολιγουντιανό σκηνικό. Ή έναν Πύργο της Βαβέλ, χτισμένο στην άμμο, με πολύ πλούσιους που στη φτωχή Ελλάδα νιώθουν ζάπλουτοι. Εκεί βρίσκεις τις πιο άνετες αλλά και τις πιο ακριβές ξαπλώστρες της Ελλάδας. Ενα beach-bar που λειτουργεί από τις 9.00 το πρωί μέχρι τις 9.00 το άλλο πρωί, μια και αφού λιαστείς, πιεις κοκτέιλ, παραγγείλεις φαγητό από το εστιατόριο, κάνεις γιόγκα και spa, μπορείς στη συνέχεια να τα σπάσεις μέχρι πρωίας. Το φαινόμενο Nammos ολοκληρώνεται με το Luisa Beach: το παράρτημα του κολωνακιώτικου καταστήματος Luisa διαθέτει ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ και είδη παραλίας που θα ζήλευε ακόμη και η Κάρι Μπράντσο του «Sex and the City». Το επισκέπτονται οι συνοδοί των μεγιστάνων –και όχι μόνο –και θεωρείται ότι κάνει αστρονομικό τζίρο –σίγουρα πολύ καλύτερο από τον αντίστοιχο αθηναϊκό.
Η σαμπάνια της παρέας
Μαζί με το πετρέλαιο, ήρθε και ο 51χρονος αιγύπτιος σουπερστάρ στις χώρες της Μέσης Ανατολής, Αμρ Ντιάμπ, ο «αιγύπτιος Ρέμος», όπως έσπευσαν να τον βαφτίσουν όσοι λατρεύουν τις παρομοιώσεις. Πρόκειται για τον πιο επιτυχημένο από άποψη πωλήσεων αιγύπτιο καλλιτέχνη όλων των εποχών, με πιο γνωστό σουξέ του επί ελληνικού εδάφους το «Tamally Ma’ak». Η συναυλία που έδωσε στις 17 Αυγούστου άφησε εποχή και άφθονο χρήμα στο Nammos, τη στιγμή που πίσω στην πατρίδα του πλανάται άρωμα εμφυλίου και όχι φρέσκου αστακού. Η Ψαρού ακόμη να συνέλθει από το hangover, καθώς τη βραδιά εκείνη δόθηκε η μεγαλύτερη μάχη της σαμπάνιας: η πιο φθηνή και ταπεινή κόστιζε 150 ευρώ. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα ξεφεύγουν επικίνδυνα. Η εξάλιτρη Armand de Brignac Brut Gold 18.000 ευρώ. Στα 15 λίτρα, η Moët & Chandon Imperial Brut 25.000 ευρώ και η Armand de Brignac 72.000 ευρώ. Οσο για την Armand de Brignac Midas, ο φελλός της εκσφενδονίζεται με κρότο 120.000 ευρώ. Οι δεκαπεντάλιτρες μποτίλιες κατέφθαναν στα τραπέζια των μεγιστάνων μέσα σε (σα)μπανιέρα-επιτάφιο, υποβασταζόμενη από τέσσερις σερβιτόρους.
Τουρκικά σίριαλ στην Ψαρού

Το προσωπικό του μαγαζιού, περί τα 150 άτομα. Πολλές φορές, έχουν ύφος πλούσιου θαμώνα και όχι υπαλλήλου, γι’ αυτό και όσοι συχνάζουν αρκετά χρόνια στο συγκεκριμένο μαγαζί προειδοποιούν τους κοινούς θνητούς: «Αν δεν το έχετε στο αίμα σας να διαχειρίζεστε την έπαρση ενός μετρ, καλύτερα να πάτε αλλού. Οταν δεν έχεις λεφτά για πέταμα, το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να σε αντιμετωπίζουν σαν φτωχό συγγενή που τους αποσπάς την προσοχή από τους πετρελαιάδες». Ο άγραφος νόμος λέει, άλλωστε, ότι όσο πιο πλούσιος ο πελάτης τόσο πιο μεγάλο και το φιλοδώρημα. Τα 100 ευρώ για tip μπορεί και να θεωρηθούν τσιγκουνιά.
Γι’ αυτό, άλλωστε, σύμφωνα με πληροφορίες, εφέτος οι υπεύθυνοι δήλωσαν στο προσωπικό ότι θα πληρώνεται αποκλειστικά από τα φιλοδωρήματα, που μπορούν να αποφέρουν ακόμη και 4.000 με 5.000 ευρώ τον μήνα σε κάθε σκληρά εργαζόμενο. Αν σκεφτούμε ότι τη βραδιά της συναυλίας του Αμρ Ντιάμπ μια θέση στα μπροστινά τραπέζια κόστιζε 800 ευρώ το άτομο, ένας «ικανοποιητικός» λογαριασμός στο Nammos κυμαίνεται μεταξύ 150.000-170.000 ευρώ και το καθαρό κέρδος της βραδιάς έφθασε το ενάμισι εκατομμύριο ευρώ, είναι πολύ εύκολο να σκεφτείς ότι η Μύκονος δεν είναι νησί, αλλά ένας άλλος πλανήτης. Οι έλληνες θαμώνες έμειναν με το στόμα ανοιχτό βλέποντας τους εισαγόμενους big spenders να ξοδεύουν μικρές και μεγάλες περιουσίες όχι πίνοντας, αλλά χύνοντας σαμπάνιες στο έδαφος. Σαν να βλέπεις τουρκικό σίριαλ σε απόσταση αναπνοής και να μην μπορείς να αλλάξεις κανάλι.
Απέραντο γαλάζιο (αίμα)
Τον πλανήτη «Mykonoooooos», όπως ήταν φυσικό, τον ανακάλυψαν πρώτοι οι Ελληνες, μόνο που τώρα τον απολαμβάνουν οι ξένοι αποικιοκράτες. Νεότεροι και γηραιότεροι θαμώνες του Nammos συμφωνούν ότι σταμάτησαν να το επισκέπτονται το 2010 –όταν ξεκίνησε για τα καλά η κρίση. Και σαν απόγειο θυμούνται το 2006, το 2007, το 2008 –«πολύ καλές χρονιές!». Ο υπερήφανος ιδιοκτήτης του beach bar με τις πορφυρές ομπρέλες, Ζαννής Φραντζέσκος, ξεκίνησε ως μπάρμαν στο Caprice της Μικρής Βενετίας στη Χώρα της Μυκόνου. Τον θυμούνται λιγομίλητο και πολύ προσηλωμένο στη δουλειά του, σαν να ήξερε από μικρός τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Στο δικό του αρχηγείο, είναι πολύ πιο επικοινωνιακός. Για το καλωσόρισμα, θα τάιζε ο ίδιος τις φίλες του αχινοσαλάτα στο στόμα, σχολιάζοντας «πρέπει να δοκιμάσετε αυτή τη γεύση…».
Η βίλα που έχτισε στο νησί και το σκάφος «Riva» που αγόρασε προκάλεσε από πολύ νωρίς τον φθόνο όλων. «Πελάτες» του, οι πάντες. Από τον Μάκη Ψωμιάδη και το ευμέγεθες πούρο του ή τον Λάκη Γαβαλά στις «καλές εποχές», μέχρι αστέρες του Χόλιγουντ, που αν δεν προτιμούσαν να μείνουν στο σκάφος τους, σίγουρα στο Nammos θα τους πήγαιναν οι διάφοροι παρατρεχάμενοι. Και φυσικά πρίγκιπες, πριγκίπισσες, ξωτικά, αρχηγοί κρατών, καθώς και γόνοι πολιτικών, όπως ο γιος του Ταγίπ Ερντογάν, Μπουράκ. Οπως μας είπε παλιός θαμώνας του μαγαζιού που τον είχε πετύχει ουκ ολίγες φορές σε διπλανό τραπέζι το 2010: «Ηταν πολύ προκλητικός. Ανοιγε συνεχώς σαμπάνιες συνοδευόμενος από φρουρά. Τα ‘σπαγε στη Μύκονο, αφού δεν μπορούσε να το κάνει λίγο πιο ανατολικά, στην Τουρκία. Είχαν γίνει και πολλές παρεξηγήσεις. Πολύ μελαχρινός ο ίδιος, με το που έβλεπε ξανθιά κοπέλα τρελαινόταν. Νόμιζε ότι επειδή έχει λεφτά μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει».
Το χρηματιστήριο της ξαπλώστρας

Υπάρχουν διάφοροι υπεραστικοί μύθοι γύρω από τις μεγάλες και άνετες σαν κρεβάτια ξαπλώστρες του Nammos: ότι για τις πολύ καλές, που βρίσκονται ακριβώς εκεί όπου σκάει το κύμα, γίνονται κρατήσεις ακόμη και έναν χρόνο πριν. Και ότι μια ξαπλώστρα είναι πιο ακριβή από μια αστακομακαρονάδα. Διότι, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτά τα μέρη, υπάρχει ο επίσημος και ο ανεπίσημος τιμοκατάλογος. Οι μετρ του μαγαζιού μπορούν να σου εξασφαλίσουν με το αζημίωτο μία από τις καλύτερες –φθάνει να ξέρεις σε ποιον να απευθυνθείς. Θυμίζοντας καθεστώς μπουζουκιών, όσο καλύτερα θα χαρτζιλικώσεις τον κατάλληλο άνθρωπο, τόσο ευκολότερα θα σε βολέψει στις δύσκολες ημέρες του Αυγούστου.
Σαμπάνια και πετρέλαιο

Σε αυτές τις ξαπλώστρες δεν πας για να χαλαρώσεις, αλλά για να δεις και να σε δουν. Τα ακριβά ρολόγια, τα πανάκριβα κοσμήματα, οι ψεύτικες βλεφαρίδες δεν βγαίνουν ποτέ. Οι περισσότεροι δεν κολυμπάνε καν. Απλώς κάνουν ότι ρεμβάζουν. Σαν θέατρο του παραλόγου, στις πρώτες σειρές θα δεις την κυρία με τον κύριο που δεν έχουν τίποτα να πουν ο ένας στον άλλον και ακριβώς από πίσω τις Φιλιππινέζες με τα παιδιά. Ακόμη και το μπουκάλι νερό έρχεται μέσα σε σαμπανιέρα, για να σε πείσει ότι είσαι κάποιος και ότι και αυτοί είναι κάποιοι. Αν έχεις πάει σαν απλός παρατηρητής, σίγουρα κάποια στιγμή θα υποστείς μια ήττα που διατυπώνεται με το εξής ρητορικό ερώτημα: «Κάνω κάτι στραβά και δεν είμαι τόσο πλούσιος;». Ο ένας είναι πάνω στον άλλον, η απόσταση ανάμεσα στο ένα θαλάσσιο «κρεβάτι» και στο άλλο είναι τόσο μικρή, που θα είναι θαύμα αν όσοι περνούν δεν ρίξουν επάνω σου το κοκτέιλ των 15 ευρώ ή το σούσι που έχεις παραγγείλει.
Το φαγητό είναι κατά κοινή ομολογία πολύ καλό, πάντα με το αζημίωτο –δεν πέφτει κάτω από τα 100 ευρώ το άτομο. Οσο νυχτώνει, η καλαισθησία δίνει τη θέση της στο βλαχομπαρόκ. Το πρωί η μουσική είναι lounge. Μετά το ηλιοβασίλεμα τα πράγματα αγριεύουν. Τα βάζα με τα λουλούδια παραμερίζονται για να ανέβουν επάνω στα τραπέζια και να χορέψουν τουρκάλες, ρωσίδες και λιβανέζες καλλονές. Παλιά τα έκαναν αυτά οι Ελληνίδες, τώρα απλώς κοιτάζουν σαν θλιμμένες έκπτωτες πριγκίπισσες, αφού οι συμπατριώτες και συνοδοί τους δεν έχουν τόσα λεφτά για ξόδεμα.
Ο ιδιοκτήτης του Nammos ξεκίνησε κάποτε από το μηδέν και τώρα έχει πολλαπλασιάσει τα μηδενικά. Σε αυτόν οφείλεται η μεταμόρφωση-μετάλλαξη της Ψαρούς από μια παραλία που θύμιζε ψαροχώρι σε ένα φαντεζί κρατίδιο. Μέσα σε μία δεκαετία, το Nammos έγινε το hot spot του παγκόσμιου χάρτη, ενώνοντας τον νεοπλουτισμό της Μόσχας με εκείνους της Κωνσταντινούπολης και του Αμπου Ντάμπι. Οσο για τα περασμένα μεγαλεία της κοσμικής Αθήνας, αρκεί να σας πούμε ότι ο Λάκης Γαβαλάς εθεάθη αρχές Αυγούστου στη Σίκινο, να περιμένει σαν κοινός θνητός το λεωφορείο.
Πέρα από τις ιστορίες της υπέρτατης χλιδής, πολλοί κάνουν λόγο για μια επιχείρηση με χρέη και προβληματικές σχέσεις με την Εφορία, κάτι σαν offshore της διασκέδασης, πάνω σε μια παραλία που θυμίζει ανεξάρτητο κρατίδιο. Αλλοι, όμως, μιλούν για μια ιστορία επιτυχίας με υποδειγματικό μάνατζμεντ, βεβαιώνοντας ότι οι φορολογικές παραβάσεις ανήκουν στο παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση, όλοι ξέρουν ότι η σαμπάνια και το πετρέλαιο φτιάχνουν ένα πολύ εκρηκτικό κοκτέιλ, που το επόμενο πρωί σε αφήνει με έναν κολασμένο πονοκέφαλο. Και το πιο δημοκρατικό προϊόν αποδεικνύεται η ασπιρίνη: είτε είσαι πλούσιος είτε είσαι φτωχός, αυτήν θα πιεις για να σου περάσει η παραζάλη.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ